Τηλεοπτική κριτική: Beef

του Ελισσαίου Βγενόπουλου, σκηνοθέτη - συγγραφέα

 

Στο σκοτεινό τούνελ της εκδικητικής μικροψυχίας

Η συμπεριφορά όλων μας πρέπει να είναι ευγενική σαν το ψιλόβροχο, γιατί το νερό μπορεί
να θρέψει και να ξεδιψάσει αλλά μπορεί να πνίξει και να αφανίσει, η διακριτικότητα και η
λεπτότητα βοηθά να ανθίσουν τα καλύτερα φιντάνια του ανθρώπου, ενώ η ασυδοσία και η
αδιακρισία καταστρέφει κάθε ευαίσθητη ρίζα. Η ευγένεια κάποιες φορές έχει μεγαλύτερη
αξία από πολλές αρετές, επειδή η ευγένεια βασίζεται πάντα στην ενσυναίσθηση, την
ευφυΐα και την ευαισθησία του άλλου.
Το «Beef» δεν είναι καθόλου το βοδινό κρέας, ούτε με ίνες, ούτε δίχως λίπος και τα
ανάλογα, πρόκειται για κάποια αργκό αμερικάνικη λέξη με την οποία οι χρήστες της,
θέλουν να ορίσουν υποχθόνια και ατεκμηρίωτα την αντιπαλότητα, τη διαμάχη, το μένος και
την αντιδικία μεταξύ δυο ή περισσότερων ανθρώπων. Οι πιτσιρικάδες τον όρο τον έχουν
γνωρίσει μέσα από τις λεκτικές μονομαχίες των καλλιτεχνών της ραπ, της τραπ και της χιπ
χοπ μουσικής σκηνής. Ο γιος μου, με διαφορά καλύτερος γνώστης από μένα του
φαινομένου, με ενημέρωσε ότι αυτή η κοινωνική συμπεριφορά μπορεί να χάνεται πίσω στα
βάθη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά ο όρος Beef έχει τις ρίζες του στα τέλη του 19 ου
αιώνα.
Η σειρά έχει δημιουργήσει τηλεοπτική έκρηξη σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη και η
Α24, η ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής μετά τις συνεχείς επιτυχίες της «Lady Bird»,
«Everything Everywhere All At Once», «Moonlight» και «Aftersun» έρχεται με το «Beef» να
βάλει τα πράματα στη θέση τους και να δηλώσει εκκωφαντικά «παρών».
Στη σειρά, τώρα, του Netflix, στο «Beef», ο Ντάνι (Στίβεν Γέουν) έχει πάει σε ένα
πολυκατάστημα για να επιστρέψει κάτι συμπράγκαλα που αγόρασε και τα οποία
αποφάσισε ότι δεν τα έχει πραγματική ανάγκη. Ο ταμίας τον ξεφορτώνεται πολύ εύκολα,
σαρκαστικά και ανώδυνα γιατί ζητά από τον Ντάνι την απόδειξη πώλησης την οποία ο
Ντάνι την έχει καταχωνιάσει στα βάθη της αταξίας του και δεν θα την βρει ποτέ πριν του
είναι ολοσχερώς άχρηστη. Έξαλλος ο Ντάνι από την αποτυχημένη επιστροφή της
ψησταριάς, ξεπαρκάρει νευρικά και αφηνιασμένα και παρ’ ολίγο να τρακάρει με το λευκό
αυτοκίνητο της Έιμι την οποία υποδύεται η Άλι Γουόνγκ . Η χειρονομία του μεσαίου
δαχτύλου από τον οδηγό του λευκού αυτοκινήτου κάνει τον Ντάνι έξαλλο. Το μένος και η
οργή φωλιάζει στους δυο «αρπαγμένους» ήρωές μας και βάζει φωτιά στον, έτοιμο από
καιρό, βίο τους να λαμπαδιάσει. Ξεκινά ένα ακατανόητο, σουρεαλιστικό μέχρι και
επικίνδυνο ράλι, στο Λος Άντζελες το οποίο καταστρέφει παρτέρια, κηπάρια και γκαζόν
αλλά κυρίως την ρουτίνα δυο κατά τ’ άλλα ήσυχων ανθρώπων. Η φονική απειλή της Έιμι
εναντίον του Ντάνι, κάνει έξαλλο τον μικροεργολάβο μας και συγκρατεί, μέσα στα
ασυγκράτητα νεύρα του, τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου της καλοστεκούμενης
αστής. Ο πόλεμος μόλις άρχισε και ξέρουμε όλοι ότι οι πόλεμοι είναι ανήθικοι, σκληροί και
αδηφάγοι. Αλλά όπως έγραφε ο Αριστοτέλης «Ο καθένας μπορεί να θυμώσει, είναι
εύκολο. Αλλά να θυμώσεις με τον σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για τον σωστό λόγο,
τη σωστή στιγμή και με τον σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο». Και στο Beef
όλα γίνονται με τον λάθος τρόπο, με λάθος πρόσωπο, για λάθος λόγο και αυτό ακριβώς
είναι το ενδιαφέρον του.

Ο δημιουργός της σειράς Λι Σονγκ Τζιν εξομολογήθηκε στο RadioTimes. «Η ιδέα βασιζόταν
χαλαρά σε ένα περιστατικό οδικής οργής που μου συνέβη στην πραγματικότητα», είπε ο
εμπνευστής του Beef. «Κάποιος τα έβαλε μαζί μου και για κάποιο λόγο εκείνη την ημέρα,
δεν χρησιμοποίησα σωστή κρίση και αποφάσισα παρορμητικά να ακολουθήσω αυτό το
άτομο. Δεν είχα πραγματικά κάποιο σχέδιο, απλά ήθελα να τον κάνω να νιώσει φόβο και να
του δώσω να καταλάβει ότι δεν είναι σωστό να το κάνεις αυτό το πράγμα στους
ανθρώπους». Λίγο καιρό μετά, ο Λι στη συνάντησή μου με τον επικεφαλής της εταιρείας
A24 τον Ραβί Ναντάν, και μοιράστηκε την ιδέα του: Εκείνος « με ρώτησε αν είχα σκεφτεί
κάτι και του είπα αυτή την ιστορία και ενστικτωδώς το έπιασε. Όλα κύλησαν πολύ γρήγορα
μετά από αυτή τη συνάντηση».
Η αντιπαλότητα, η κόντρα και η αντιδικία στο «Beef» μας αναπτύσσεται μεταξύ δύο
ανθρώπων που ούτε ο Θεός, ούτε ο διάβολος θα τους έβαζε μαζί έστω και σαν αντιπάλους.
O Ντάνι ένας φτωχοδιάβολος μικροεργολάβος ο οποίος τη μόνη εργολαβία που μπορεί να
διεκπεραιώσει είναι να μην τον μπαγλαρώσουν και τον χώσουν σε κάποια φυλακή ή τον
βρούμε σε κάποιο νοσοκομείο με άπειρες θλάσεις και άπειρες πνευματικές διαθλάσεις.
Έχει βάλει ως στόχο να αγοράσει ένα οικόπεδο για τους γονείς του και να τους φέρει πίσω
στις ΗΠΑ από τη Νότιο Κορέα όπου επέστρεψαν μετά από προβλήματα που δημιούργησε
στο μοτέλ τους ο ξάδερφός του Ισαάκ Ντειβιντ Τσόου με μία καραμπινάτη παρανομία.
Παράλληλα, προσπαθεί να φροντίσει και να βάλει σε κάποιο δρόμο τον μικρό του αδερφό.
Και η έτερη είναι η Έιμι, η οποία είναι μια αυτοδημιούργητη αστή επιχειρηματίας με
όμορφο σπίτι, όμορφο άνδρα, ενδιαφέρουσα ζωή, βουτηγμένη στην κουλτούρα, στο
σημαίνον και το σημαινόμενο, με αρκετά χρήματα, ευρύ, ευρύτατο κύκλο γνωριμιών και
μπόλικο χρόνο για την ανεύρεση του καλά κρυμμένου εποικοδομήματος και της πάντοτε
ασαφούς υπερδομής. Η Έιμι αγχωμένη τρέχει πίσω από τα πράγματα κυνηγώντας μια
γκρεμισμένη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής, οικογενειακής και προσωπικής ζωής,
μοιάζει να μην της λείπει τίποτα, αλλά έχει πελαγώσει μέσα στον πληθωρισμό και της
λείπει η απλή, λιτή και διάφανη αλήθεια ότι η ζωή δεν έχει ανάγκη νοήματος γιατί η ζωή
είναι το ίδιο το νόημα.
Όταν τα δυο αυτά πρόσωπα με την καταλυτική βοήθεια της τύχης, αποτελέσουν μέρος της
ίδιας χημικής αντίδρασης, δεν έχουμε μία ή δύο εκρήξεις, αλλά απανωτές και συνεχείς
αναφλέξεις οι οποίες είναι καταδικασμένες να απανθρακώσουν ό,τι ζει και αναπνέει σε
ακτίνα δράσης των ηρώων και της αντιπαλότητας τους.
Το «Beef» δεν θέλει να είναι μόνο μια κωμωδία με θέμα τον θυμό, δεν ενδιαφέρεται να
φέρει απλώς τον τίτλο του δράματος, ούτε να μπει κάτω από την αδιαφανή σκέπη της
σουρεαλιστικής ίντριγκας και ξεκινά από τον τίτλο, κάθε επεισόδιο φέρει έναν τίτλο μικρό
υπότιτλο - απόφθεγμα «Τα πουλιά δεν τραγουδάνε, στριγκλίζουν με πόνο» είπε ο Βέρνερ
Χέρτσογκ και οι δημιουργοί της σειράς με αυτό στόλισαν το πρώτο επεισόδιο, «Η έκσταση
του να είσαι ζωντανός» «Είμαι ένα κλουβί» (Κάφκα), «Με κατοικεί μια κραυγή» (Σίλβια
Πλαθ), «Μπορείς να τα έχεις όλα, απλά όχι όλα ταυτόχρονα» – Μπέτυ Φρίνταν, «Τέτοια
εσωστρεφή μυστικά πλάσματα» (Άιρις Μέρντοχ), «Το δράμα της αρχικής επιλογής» (Σιμόν
ντε Μποβουάρ). Το τελευταίο επεισόδιο έχει πάρει τον τίτλο του («Φιγούρες φωτός») από
ένα απόσπασμα του Καρλ Γιουνγκ, «Ο άνθρωπος δεν διαφωτίζεται με το να φαντάζεται
φιγούρες φωτός, αλλά κάνοντας το σκοτάδι συνειδητό» είπε ο Ελβετός ψυχίατρος και

ψυχαναλυτής Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ και οι εμπνευστές της σειράς τον έδωσαν τίτλο στο
τελευταίο επεισόδιο, αλλά φαίνεται διαπότισαν όσο μπορούσαν και ολόκληρη τη σειρά με
αυτές και ανάλογες σκέψεις.
Το «Beef» με νυστέρι τον ίδιο τον θεατή εισβάλει με πάταγο κάποιες φορές, διεισδύει με
χειρουργική ακρίβεια κάποιες άλλες, στην αιμορραγούσα από θυμό, οργή, μικροψυχία,
μανία, εκδικητικότητα ψυχοσύσταση του σύγχρονου ανθρώπου αποκαλύπτοντας τους
λόγους και τις αιτίες μας κάνουν τόσο έξαλλους, θυμωμένους, εξοργισμένους με τους γύρω
μας και τον εαυτό μας.
Η ψυχολόγος προσπαθώντας να δει τι συμβαίνει στην Έιμι και στη σχέση της με το σύζυγό
της επισημαίνει:
-Όταν αγχωνόμαστε επιστρέφουμε στα μονοπάτια που δημιουργήσαμε ως παιδιά.
-Ναι όλα καταλήγουν στους γονείς και την παιδική ηλικία και θέλω να το ψάξω, λέει η Έιμι.
-Η αναγνώριση είναι το πρώτο βήμα. Για να δημιουργήσουμε νέα νευρικά μονοπάτια,
πρέπει να αποκαλύψουμε τι κρύβεται πίσω από την επίγνωσή μας κλείνει τη συνεδρία η
ψυχολόγος.
Όπως και να εξετάσεις το «Beef» αποδεικνύεται ένα καλοδουλεμένο υπαρξιακό δράμα,
βυθισμένο στην υπολογισμένη, μέχρι τελευταίας ατάκας κωμωδία. Όλα είναι μελετημένα
από το πρώτο πλάνο μέχρι την τελευταία σουρεαλιστική νύξη. Τίποτα δεν έχει τοποθετηθεί
τυχαία στην ιστορία ούτε η ίντριγκα, ούτε το μυστήριο, ούτε η εκδικητική μικροπρέπεια. Οι
δε σκηνές δράσης έρχονται να κλείσουν το κάθε επεισόδιο, σφραγίζοντας το με τον έντονο
θυμό, το συνεχές άχτι και την ακατάλυτη μανία.
Φαίνεται ότι από τα πάθη η μανία, η εκδίκηση, η μικροψυχία, ο θυμός είναι από τα πιο
ανίσχυρα, γιατί περισσότερη βλάβη προκαλούν σ’ αυτόν που κατέχεται από τον θυμό και
τα άλλα καλούδια του, παρά σε αυτόν που στοχεύει να βλάψει. Μοιάζει καλύτερα, λοιπόν,
να μακιγιάρουμε τον θυμό μας με λίγο χιούμορ, έτσι τα βέλη που στέλνουμε στον άλλον
είναι λιγότερο αιχμηρά και παράλληλα αυτή η διαδικασία οξύνει το νου μας και εκλεπτύνει
στοιχειωδώς την αντίδρασή και τη συμπεριφορά μας.

Διαβάστε επίσης