Οι Γείτονες Από Πάνω …κι εμείς από κάτω

Κριτική: Ελισσαίος Βγενόπουλος

 

Σε ένα γάμο όλοι κυνηγούν να βρουν τον «σωστό» άνθρωπο, ξεχνώντας τις περισσότερες φορές ότι σε μια ανθρώπινη συμβίωση απαιτείται  και το έτερον ήμισυ και εμείς οι ίδιοι δηλαδή να είμαστε, αν όχι σωστοί κάπως της προκοπής.  Πάνω εκεί γίνεται μια τεράστια παρεξήγηση η οποία τις περισσότερες φορές οδηγεί σε οικογενειακά δράματα και δυστυχίες ή σε κωμωδίες συμβίωσης και ταλαιπωρίες, μπορεί και σε οικογενειακά δράματα τριμμένα στον τρίφτη της φάρσας και του αλληλοσπαραγμού.

Ο Χούλιο και η Άνα είναι ζευγάρι για περισσότερα από 15 χρόνια. Τα βασικά σημεία επαφής τους είναι οι  συνεχείς διαφωνίες, οι αιχμηροί καυγάδες, οι άρρωστες προσβολές. Η λεπτότητα έχει αποδημήσει σε παρελθόντα χρόνο, μαζί με τρυφερά βλέμματα τις θωπείες της ψυχής και τα αγγίγματα του σώματος. Αλέξανδρος Δουμάς υιός, έγραφε για το γάμο «Τα δεσμά του γάμου είναι τόσο βαριά που χρειάζονται δύο για να τα κουβαλήσουν. Συχνά, και τρεις». Η ταινία κάπως αναποφάσιστα προτείνει και ένα τέταρτο άτομο να ελαφρύνει τις αλυσίδες και εκεί αρχίζουν τα μπλεξίματα.

Η Άνα, πάντα οι γυναίκες ξέρουν καλύτερα τι θέλουν πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη από τους άνδρες, καλεί στο σπίτι τους «τούς από πάνω» γείτονες. Ο Σάλβα και η Λάουρα είναι λίγο πιο νέοι, πολύ πιο ερωτικοί και αφόρητα πιο τολμηροί. Μαζί τους έφεραν μια νότα χαράς και αισιοδοξίας όταν μετακόμισαν στο από πάνω διαμέρισμα, χρωμάτισαν με την παρουσία τους τις γκρίζες υπάρξεις του κτιρίου και τις σκυθρωπές ημέρες της πολυκατοικίας. Εμπλούτισαν με ηχητικά «εφέ» αναστεναγμών και βογγητών το βουβό και ήσυχο διαμέρισμα των «από κάτω» πιθανόν και των «από δίπλα», μόνο που οι συχνές και πολλαπλές ερωτικές περιπτύξεις του Σάλβα και της Λάουρα δια της ισχνής ηχητικής μονώσεως φτάνει στα αυτιά του Χούλιο και της Άνας  και αναστατώνει την παραιτημένη τους σχέση, τις ναρκωμένες αισθησιακές του ανάγκες και τις ημιλιπόθυμες ερωτικές τους επιθυμίες. Η ζήλια έρχεται και στρογγυλοκάθεται στο καθιστικό του ζευγαριού κι από κει κόβει βόλτες ακλουθώντας κατά πόδας το ερωτικά αφυδατωμένο ζευγάρι. Η ζήλια θα μπορούσε να λειτουργήσει ευεργετικά και να τους αφυπνίσει αλλά όχι, ό,τι είναι άρρωστο βυθίζεται πιότερο στην αρρώστια, γιατί η υγιής αντίδραση προϋποθέτει ζώσες αισθήσεις, ενσυναίσθηση και αυτογνωσία. Μετά την πρόσκληση της Άνας και οι τέσσερις στο ίδιο διαμέρισμα είτε θα κάνουν ανομολόγητα και ωραία πράγματα είτε θα σκίσουν τις σάρκες ο ένας του άλλου είτε θα έχουμε μια όμορφη κωμωδία δωματίου πικρής αφύπνισης, λεπτοκομμένης κάθαρσης και αναγκαίας λύτρωσης.

Ο σκηνοθέτης Σεσκ Γκέι, μας μεταφέρει  τον «πόνο»  και την πηγή έμπνευσής  για την  ταινία του, η οποία να σημειώσουμε ότι πέρα από την προβολή της στους κινηματογράφους τρέχει και στην πλατφόρμα του Cinobo.

«Έγραψα το «Οι Γείτονες Από Πάνω» χάρη στη γειτόνισσά μου. Ή για να είμαι πιο ακριβής, εξαιτίας της γειτόνισσάς μου.

Για πολλές εβδομάδες η υπερβολική γκρίνια της και πάντα σε ακατάλληλες ώρες προκαλούσε στο σπίτι μου πολλές συζητήσεις και εντάσεις. Τότε, χωρίς να το καταλάβω σχεδόν, βρήκα την έμπνευση να γράψω την κωμωδία που έψαχνα τόσο καιρό. Οι γκρίνιες της επρόκειτο να εξαπολύσουν σε έναν κοινό γάμο μια θύελλα λέξεων και μομφών που δεν είχαν ειπωθεί ποτέ πριν.

Γιατί χωρίς αμφιβολία, μια από τις μεγαλύτερες και πιο φιλόδοξες περιπέτειες που μπορεί να ζήσει κανείς σε αυτή τη ζωή είναι να ζήσει ως ζευγάρι. Μια τεράστια πρόκληση, γεμάτη αντιξοότητες όπου οι καυγάδες γίνονται ρουτίνα, τα χαρακώματα είναι ατελείωτα και – μπροστά στα συνεχή τραύματα, η παρηγοριά είναι συχνά λιγοστή ή ανθυγιεινή».

Η ταινία είναι στηριγμένη στο θεατρικό έργο του Γκέι και ήταν υποψήφια 5 βραβεία Goya, ανάμεσά τους και αυτό για την Καλύτερη Ταινία. Το φίλμ είναι επηρεασμένο από τις ταινίες και τα σενάρια του αμερικανικού κινηματογράφου των δεκαετιών του '30 και του '40. Από σκηνοθέτες και συγγραφείς όπως ο Μπίλι Γουάιλντερ, ο Χάουαρντ Χοκς, ο Μπεν Χεχτ, ο Ερνστ Λούμπιτς και άλλους, οι οποίοι είναι εκπρόσωποι της πιο αγνής μορφής Screwball Comedy και διακρίνονταν για τον ρυθμό τους, την έξυπνη δομή τους, την οξύτητα των θεμάτων τους, των τρελών καταστάσεων  και των πρωτότυπων διαλόγων τους.

Ο  Καταλανός Σεσκ Γκάι καθιερώθηκε διεθνώς με την πολυβραβευμένη δραμεντί του "Truman", αλλά όπως έγραφε και ο Γάλλος συγγραφές Σασά Γκιτρύ

«Μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι σοβαρός, αλλά δεν μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι αστείος». 

 

Μαζί με τις παρτιτούρες, που είναι λοιπόν το θεατρικό έργο για να πετύχει η ταινία, χρειαζόταν ένα  κουαρτέτο καλών ερμηνευτών. Ηθοποιοί που καταφέρνουν να ακροβατήσουν πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει την κωμωδία από το δράμα, με χρωματισμένες και άνετες ερμηνείες, χωρίς να χαθούν στο στυγνό κυνισμό, στην στεγνή κατήχηση και τον μελοδραματισμό. Γιατί, είμαστε πια μεγάλα παιδιά και πρέπει επιτέλους να  παραδεχτούμε αυτό που έγραφε Μαρκ Τουαίην  «Η μεγαλύτερη φάρσα που έκανε ο Θεός στην ανθρώπινη φυλή είναι η απαίτηση μια γυναίκα κι ένας άντρας να ζουν μαζί παντρεμένοι».



















 

Διαβάστε επίσης