Μερεμέτια

του Νίκου Φιλιππίδη, δημοσιογράφου

 

 

Πριν από περίπου μία εβδομάδα το υπουργείο Ενέργειας ενημέρωνε για μια καταρχήν συμφωνία με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Κομισιόν, για τον τρόπο που θα μειωθεί η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος από την 1η Ιουλίου. Παρέλειψε να μας πει ότι η αρχική ελληνική πρόταση για την επιβολή πλαφόν… απορρίφθηκε και επί της ουσίας αυτή που θα εφαρμοστεί θα είναι… ίδια με την υφιστάμενη.

Δηλαδή θα συνεχίσουμε τις επιδοτήσεις στη βάση της φορολόγησης των υπερκερδών στην παραγωγή του ρεύματος. Απλώς τα χρήματα δεν θα περιμένουμε τον… αραμπά της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας για να τα υπολογίσει και να τα μάθουμε αλλά θα τα δεσμεύει το κράτος στην πηγή.

Η παράλειψη ενημέρωσης της αλλαγής του σχεδίου πιθανότατα συνδέεται με το γεγονός ότι επιτυγχάνεται με άλλον τρόπο ο ίδιος στόχος, δηλαδή να απολαμβάνουμε όλοι μειωμένο ρεύμα. Αρα ως προς το βραχυπρόθεσμο και αφού πρώτα δούμε ότι πράγματι επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα, όλα καλά. Το ερώτημα ωστόσο είναι αν, με πρόσκαιρες οικονομικές επιδιορθώσεις, δηλαδή με «μερεμέτια», λύνεται το πρόβλημα των τιμών του ρεύματος. Μπορεί ο Πούτιν και τα προβλήματα που προκάλεσε με την εισβολή στην Ουκρανία να ευθύνονται για σημαντικό μέρος των αυξήσεων, αλλά εδώ αναδείχθηκαν πολύ μεγάλες δυσλειτουργίες, που απαιτούν πιο δραστικές παρεμβάσεις. Απαιτούν μια θεμελιώδη μεταρρύθμιση όλου του συστήματος τιμολόγησης του ρεύματος. Με σαφείς και κυρίως διαφανείς κανόνες.
Η αλήθεια είναι ότι πανευρωπαϊκά στην Ευρώπη κινήθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Αρχικά σχεδόν παντού η απόφαση ήταν ότι αφήνουμε τις τιμές ως έχουν, αλλά αποζημιώνονται οι καταναλωτές απευθείας για το υψηλότερο κόστος. Δηλαδή με τις επιδοτήσεις, όπως έγινε και στη χώρα μας. Στη συνέχεια ωστόσο η συζήτηση μεταφέρθηκε στην ανάγκη ότι πρέπει να αλλάξουν τις δομές της αγοράς, ειδικά έτσι ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να επωφεληθούν από το χαμηλό οριακό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και να μην προκύπτει το σύνολο της τιμής από τις ακριβότερες τεχνολογίες παραγωγής του ρεύματος, όπως το φυσικό αέριο ή ο λιγνίτης.

Σε αυτή τη δεύτερη συζήτηση η Ελλάδα έδειχνε να προηγείται. Το φρένο ωστόσο που έβαλε η Κομισιόν δείχνει να μας επιστρέφει στις αρχικές, εμβαλωματικού χαρακτήρα λύσεις. «Παίρνω τα λεφτά από τη μια πλευρά και τα ανακατανέμω στην άλλη». Λύσεις ωστόσο που δεν λύνουν το πρόβλημα, απλώς γιατί οι τιμές συνεχίζουν να διαμορφώνονται με τον ίδιο στρεβλό τρόπο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την υποχώρηση της ζήτησης ενέργειας, τη μείωση της τιμής του φυσικού αερίου κοντά στα 80 ευρώ/MWh και τη μεγαλύτερη συμμετοχή λόγω καιρικών συνθηκών των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, οι τιμές στη χονδρική παραμένουν σταθερά στα 230-240 ευρώ/MWh. Και θα παραμείνουν πάνω από τα 200 ευρώ τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους. Η αγορά συνέχισε να υπερκοστολογεί και οι Αρχές παραμένουν αδύναμες να παρέμβουν.

Με αυτά και με αυτά δημιουργούνται τρία δεδομένα. Ενα καλό: νέες αυξημένες επιδοτήσεις που θα απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των επιβαρύνσεων από την 1η Ιουλίου. Ενα κακό: διατήρηση κακώς σχεδιασμένων ελέγχων τιμών. Και ένα άσχημο: πολύ μικρή επένδυση σε ένα πιο έξυπνο ενεργειακό σύστημα υπολογισμού της τιμής και συσχέτιση με τη μείωση της κατανάλωσης. Ολα αυτά λειτουργούν σαν γύψος σε μερεμέτια και πιθανότατα για ένα διάστημα να κάνει τη δουλειά του. Αποτυγχάνει ωστόσο να δώσει μια μόνιμη λύση στο πρόβλημα…

https://www.in.gr/

Διαβάστε επίσης