Candida auris: πέσαμε από τα σύννεφα;

του Στέλιου Ασημακόπουλου*

 

Η πανδημία COVID-19 με την παγκόσμια εξάπλωση της και τις τραγικές της συνέπειες σε απώλειες ανθρώπινων ζωών ήταν λογικό να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι άλλα πολύ κρίσιμα για τη δημόσια υγεία προβλήματα έπαψαν να υπάρχουν ή ξαφνικά λύθηκαν.

Οι νοσοκομειακές λοιμώξεις από ανθεκτικά μικρόβια αποτελούν άλυτο ιατρικό ζήτημα μείζονος σημασίας με παγκόσμια εξάπλωση και επίσης τραγικό αντίτιμο σε απώλειες ανθρώπινων ζωών. Κάθε χρόνο 1.2 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν λόγω λοιμώξεων από ανθεκτικά μικρόβια και το πρόβλημα βαίνει κλιμακούμενο, ώστε υπολογίζεται ότι το έτος 2050 θα προκαλεί 10 εκατομμύρια θανάτους ετησίως, περισσότερους από όσους θα προκαλούν όλα τα είδη καρκίνου μαζί. Η κατάχρηση των αντιβιοτικών και οι εξελισσόμενοι μηχανισμοί άμυνας των «έξυπνων» μικροβίων οδήγησαν σε μια αδιέξοδη κατάσταση «αχρήστευσης» πολλών ομάδων αντιβιοτικών και μάλιστα προωθημένων ή τελευταίας γενιάς. Ήδη από το 1992 το έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Science σε άρθρο του έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου κάνοντας λόγο για το επερχόμενο τέλος των αντιβιοτικών.

Το έτος 2010, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα και η φαρμακοβιομηχανία συστρατεύτηκαν σε έναν κοινό στόχο ανακάλυψης νέων αντιβιοτικών, τουλάχιστον 10 ως το 2020. Ο στόχος επετεύχθη, όμως το πρόβλημα παραμένει γιατί όσα αντιβιοτικά και αν ανακαλύψουμε απλά συνεχίζουμε να συμμετέχουμε σε έναν αγώνα δρόμου απέναντι στα μικρόβια: εμείς ανακαλύπτουμε νέα αντιβιοτικά και τα μικρόβια τρόπους να τα εξουδετερώνουν. Κάθε φορά που ανακαλύπτεται ένα νέο αντιβιοτικό παίρνουμε μια βαθιά ανάσα γιατί κερδίζουμε χρόνο στο σκηνικό μιας προδιαγεγραμμένης ήττας. Κι όταν πλέον κάνουμε λόγο όχι απλώς για πολυανθεκτικά μικρόβια αλλά για «υπερ-ανθεκτικά», ευαίσθητα δηλαδή μόνο σε 1-2 αντιβιοτικά, και για «παν-ανθεκτικά», χωρίς δηλαδή καμία ευαισθησία σε όλα τα διαθέσιμα αντιβιοτικά, καταλαβαίνουμε ότι αυτός ο αγώνας δεν εξελίσσεται καλά. Το μόνο που μπορεί να αλλάξει την έκβαση του υπέρ του ανθρώπου είναι η σωστή, η «ορθολογική» όπως συνηθίζουμε να λέμε, χρήση των αντιβιοτικών με  βάση αρχές και κανόνες επιστημονικής τεκμηρίωσης.

Τα αντιβιοτικά υπάρχουν για να σώζουν ανθρώπινες ζωές και όχι για να ξορκίζουν το φόβο των ασθενών και την ανασφάλεια των ιατρών. Δεν πρέπει να παίρνουμε λοιπόν από μόνοι μας αντιβίωση για το απλό κρυολόγημα ή τη φαρυγγοαμυγδαλίτιδα που στη συντριπτική πλειοψηφία οφείλεται σε ιούς, επειδή πιστεύουμε ότι θα μας βοηθήσει να αναρρώσουμε πιο γρήγορα. Ούτε οι γιατροί φοβούμενοι για πιθανές επιπλοκές ή άσχημη έκβαση πρέπει να βομβαρδίζουμε τους ασθενείς μας με ευρέος φάσματος αντιβιοτικά για απλές λοιμώξεις. Είναι σαν να χρησιμοποιούμε ένα κανόνι για να πετύχουμε έναν μικρό στόχο πάνω στο δέντρο αντί να πάρουμε μια σφεντόνα. Πιθανότατα θα πετύχουμε το στόχο αλλά θα ρίξουμε και το δέντρο μαζί. Ακόμα χειρότερη των παράπλευρων απωλειών είναι η ψευδαίσθηση της πείρας που αντιτάσσουν ορισμένοι ιατροί ως επιχείρημα απέναντι στην ιατρική που στηρίζεται σε αποδείξεις (evidence based medicine). Αφού θεράπευσα μια φορά μια απλή λοίμωξη με ένα ευρέος φάσματος αντιβιοτικό χωρίς να αγχωθώ μήπως αυτό που θα δώσω στον ασθενή μου δεν τον καλύψει και χωρίς τελικώς να έχω επιπλοκές στον ασθενή μου, με παρωπίδες για το τι προκαλώ στο ευρύτερο σύνολο, συνεχίζω την ίδια πρακτική και αυτό το ονομάζω πείρα. Καλύπτω λοιπόν την άγνοια και την ανασφάλεια μου πίσω από μια επίφαση δοκιμασμένης επιτυχίας που ονομάζω πείρα και που κατ’ ουσία είναι η επανάληψη του ίδιου λάθους αλλά κάθε φορά με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.

Πέσαμε λοιπόν από τα σύννεφα ακούγοντας για νοσοκομειακές λοιμώξεις που μπορεί να σκοτώσουν από ένα νέο περίεργο μικρόβιο με το όνομα Candida auris; Μάλλον προσγειωθήκαμε στην πραγματικότητα. Την καθημερινή οδυνηρή πραγματικότητα στις ελληνικές ΜΕΘ, αλλά και στις ΜΕΘ της Ιταλίας, Ισπανίας, Τουρκίας, Ισραήλ, ΗΠΑ όπου μια λοίμωξη στο αίμα από ένα πολυανθεκτικό μικρόβιο όπως η κλεμπσιέλλα οδηγεί στο θάνατο περισσότερους από τους μισούς ασθενείς, ενώ αν έχουν και υποκείμενη ανοσοκαταστολή (όπως για παράδειγμα μια αιματολογική κακοήθεια) τη συντριπτική τους πλειοψηφία. Στην οδυνηρή πραγματικότητα που θέλει να χάνονται από νοσοκομειακή λοίμωξη νέοι άνθρωποι που θα χρειαστεί να νοσηλευτούν μετά από ένα τροχαίο για αρκετό διάστημα σε μια ΜΕΘ, ενώ το πρόβλημα που τους οδήγησε στο νοσοκομείο ήταν δυνητικά ιάσιμο.

Όλοι ξέρουμε ή έχουμε τουλάχιστον ακούσει για κάποιο γνωστό μας που κόλλησε στο νοσοκομείο ένα «δύσκολο» μικρόβιο και παραλίγο να πεθάνει ή πέθανε από αυτό. Απλά έως τώρα τα δύσκολα αυτά μικρόβια που μας απασχολούσαν ήταν κυρίως βακτήρια, ενώ η Candida auris είναι μύκητας. Και τι είναι αυτό μας φοβίζει; Ότι δεν έχουμε πολλά αντιμυκητικά φάρμακα, αλλά μόνο τρεις κύριες ομάδες, και ο συγκεκριμένος μύκητας μπορεί να είναι εξαρχής ή να γίνει πολύ γρήγορα ανθεκτικός σε όλα τα αντιμυκητικά, ότι έχει την ικανότητα να μεταδίδεται εύκολα στο νοσοκομειακό περιβάλλον καθώς μπορεί να επιζεί για μήνες σε επιφάνειες και στη χλωρίδα των ασθενών και ότι υπάρχουν δυσκολίες στην εργαστηριακή ταυτοποίηση του. Τα χαρακτηριστικά αυτά δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για πρόκληση νοσοκομειακών επιδημιών και εντός των νοσοκομείων νοσηλεύονται ευπαθείς και ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς οι οποίοι κινδυνεύουν σε μια ενδεχόμενη λοίμωξη από το μύκητα να έχουν άσχημη έκβαση. Συνεπώς η Candida auris τοποθετείται επί του παρόντος στο φάσμα του γνωστού προβλήματος των νοσοκομειακών λοιμώξεων από ανθεκτικά μικρόβια, γνωρίζοντας όμως την ιδιαίτερη έφεσή της στην πρόκληση νοσοκομειακών επιδημιών.

Τι χρειάζεται για την αντιμετώπιση; 

Υψηλή επαγρύπνηση για την έγκαιρη απομόνωση των περιστατικών, εδώ ισχύει ότι είδαμε στις περσυνές πυρκαγιές: αν δεν τις σβήσεις στην αρχή δύσκολα τις ελέγχεις. Τώρα λοιπόν που η COVID-19 υποχωρεί, τα νοσοκομεία πρέπει να επαναφέρουν τον εστιασμό τους στο αντικείμενο της πρόληψης των νοσοκομειακών λοιμώξεων, αναθερμαίνοντας γνωστές διαδικασίες και επιτηρώντας την εφαρμογή τους. Η πολιτεία οφείλει να σταθεί αρωγός ενισχύοντας με προσωπικό (νοσηλεύτριες επιτήρησης λοιμώξεων και λοιμωξιολόγους) τα νοσοκομεία ώστε να διευκολυνθεί το έργο των επιτροπών νοσοκομειακών λοιμώξεων. Οι νοσοκομειακές λοιμώξεις δε θα τελειώσουν ούτε με την Candida auris, ούτε με τον αυριανό της διάδοχο.  

 

*Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας – Λοιμώξεων, Ιατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Πατρών, Υπεύθυνος Μονάδος Ειδικών Λοιμώξεων Π.Γ.Ν.Π.

 

 

Διαβάστε επίσης