Καλάβρυτα 1943

Κριτική: Ελισσαίος Βγενόπουλος

 

Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου, όταν οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να συρρέουν στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων από την Πάτρα, το Αίγιο, τον Πύργο και την Τρίπολη. Στο διάβα τους έκαιγαν χωριά και μοναστήρια (Μέγα Σπήλαιο και Αγία Λαύρα) και σκότωναν άοπλους πολίτες και μοναχούς.

Στις 9 Δεκεμβρίου έφθασαν στα Καλάβρυτα, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη. Καθησύχασαν τους κατοίκους, διαβεβαιώνοντας ότι στόχος τους ήταν αποκλειστικά η εξόντωση των ανταρτών και μάλιστα ζήτησαν, από όσους την είχαν εγκαταλείψει να επιστρέψουν άφοβα πίσω στα Καλάβρυτα. Οι Γερμανοί στις 13 Δεκεμβρίου συγκέντρωσαν στον προαύλιο χώρο του Δημοτικού σχολείου τους κατοίκους της κωμόπολης και διαχώρισαν τον ανδρικό πληθυσμό από τα γυναικόπαιδα και τους υπερήλικες. Στη συνέχεια τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι κρατήθηκαν στο εσωτερικό του σχολείου, ενώ οι άνδρες και οι έφηβοι άνω των 13 ετών οδηγήθηκαν στην Ράχη του Καππή, στις παρυφές της κωμόπολης. Ο λόφος αυτός ήταν μια τοποθεσία προσεκτικά επιλεγμένη καθώς ήταν αμφιθεατρική και επικλινής και στην οποία δύσκολα θα γλίτωνε κανείς από τα πυρά, ενώ παράλληλα είχε πλήρη θέα στα σπίτια των Καλαβρύτων που φλεγόντουσαν. Εκεί οι Γερμανοί τους εκτέλεσαν με συνεχείς ριπές πολυβόλων, σκοτώνοντας πάνω από 500  άτομα. Άλλες εκτιμήσεις μιλάνε για 600, 700 ή και πάνω από 800 άτομα· ενώ εκτιμάται πως 13 άτομα κατάφεραν να γλυτώσουν. Οι γυναίκες και τα παιδιά κατάφεραν να αποδράσουν από το σχολείο ενώ η κωμόπολη φλεγόταν έπειτα από την πυρπόληση της από τα ναζιστικά στρατεύματα. Παράλληλα, όλα τα πολύτιμα αγαθά, σοδιές και τρόφιμα, είχαν αρπαχτεί και φορτωθεί στον Οδοντωτό. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», οι Γερμανοί σκότωσαν 1.101 άτομα, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές. Αυτά περίπου και εν συντομία μας λέει η Ιστορία.

Στην ταινία, τώρα, «ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 1943» παρακολουθούμε έναν πολύ ηλικιωμένο άνθρωπο μέσα από τα κοντινά πλάνα στο υπέροχο πρόσωπο-τοπίο του  Μαξ φον Σίντοφ,  παράλληλα τα διάφορα φλας μπακ μας οδηγούν στην παιδική του ηλικία και στην σφαγή των Καλαβρύτων και την επιβίωσή του παιδιού μέσα από τον όλεθρο. Ο σκηνοθέτης Νικόλας Δημητρόπουλος ξεκινά το ταξίδι στο παρελθόν με όχημα τα διαδοχικά φλας μπακ. Μια Γερμανίδα δικηγόρος  καλείται να αποκρούσει τις ελληνικές αξιώσεις για αποζημίωση των θυμάτων των ναζί. Στο πλαίσιο της έρευνας συναντά τον Νικόλα Ανδρέου (ο σπουδαίος Μαξ Φον Σίντοφ) έναν από τους τελευταίους επιζήσαντες του ολοκαυτώματος, ο οποίος με τα όσα συνταρακτικά θα της ιστορήσει θα κάνει την μυθολογία γύρω από το θέμα, τις βεβαιότητες της δικηγόρου και την επαναπαυμένη συνείδηση των σύγχρονων να ριγήσουν.

Για την ταινία δεν έχουμε να πούμε και πολλά. Ολοκληρώνει αξιοπρεπώς τους περιορισμένους στόχους της, χωρίς πάντως συνολικά να προσεγγίζει το συνταρακτικό γεγονός. Υπάρχει μεγάλο θέμα με το σενάριο, στο οποίο αναπτύσσονται τρεις ιστορίες χωρίς καμιά από τις τρεις να είναι ικανή να τραβήξει το κάρο της αφήγησης και μάλιστα να σηκώσει το τρομερό βάρος της ασύλληπτης κτηνωδίας.

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης υπενθύμισε, ότι ναι μεν  η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, αλλά στην  ουσία  πρόκειται για μυθοπλασία! 

Είναι επίσης κοινώς αποδεκτό, πως η «Σφαγή των Καλαβρύτων» (Kalavryta massacre) συνιστά, ένα από τα μεγάλα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας. Η «ένταση» συγκεκριμένα του γνωστού και ως Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος (Kalavryta Holocaust) αλλά και το ίδιο το όνομα «Επιχείρηση Καλάβρυτα» (Unternehmen Kalavryta) που του δόθηκε από τους Ναζί, προσδίδει στο τρομερό γεγονός υπερτοπικό χαρακτήρα. 

Έχει ανοίξει, με αφορμή την ταινία, ζήτημα με την ύπαρξη του αυστριακού φαντάρου ο οποίος βοήθησε τις γυναίκες και τα παιδιά σπάζοντας την πόρτα να διαφύγουν και να γλιτώσουν από τον όλεθρο. Κάποιοι απείλησαν με αγωγές. Οι υπεύθυνοι της ταινίας έδωσαν τις απαντήσεις. Ο Καλαβρυτινός Γεώργιος Β. Μάρκου σε κείμενό του με αφορμή τη σκηνή και την αμφισβήτηση της ύπαρξης  του φαντάρου γράφει:

«Η μόνη εξήγηση είναι ότι θεωρούν αδιανόητο Γερμανός στρατιώτης του 1943 να έχει διάθεση βοηθείας των άμαχων Καλαβρυτινών. Άποψη και λανθασμένη και ανιστόρητη.

Η Ελένη Κολλιοπούλου, η Ηλέκτρα Κάκιου, η Ελένη Ρεκουνιώτη – Ρηγοπούλου, ο Δημήτριος Καλδίρης, ο Ηλίας Ρεκουνιώτης και ο Ηλίας Λιακόπουλος, βεβαιώνουν ρητά και κατηγορηματικά ότι Γερμανοί στρατιώτες που είχαν καταλάβει τα Καλάβρυτα από την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου τους φέρθηκαν ανθρώπινα και κάποιοι προσπάθησαν να τους σώσουν από το επερχόμενο μακελειό.

Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του 17χρονου τότε Χρήστου Μηλιτσόπουλου από τη Ζαχλωρού που περιγράφει πώς ο «φύλακας άγγελος»  του σωματώδης Γερμανός στρατιώτης τον έσωσε  περνώντας τον από τους μελλοθανάτους κρυφά από τους συναδέλφους του και αφήνοντάς τον δίπλα  στον πατέρα του.

Είναι πράγματι κρίμα τόσα χρόνια μετά την ναζιστική λαίλαπα να αμφισβητείται μια διαυγέστατη ιστορική πραγματικότητα.

Δεν ήσαν όλοι οι Γερμανοί της Ναζιστικής  περιόδου υπόδουλοι της ερεβώδους «κοινοτοπίας του κακού» όπως αποκάλεσε η Γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Άρεντ τη φονική συμπεριφορά των Ναζί απέναντι στην υπόλοιπη ανθρωπότητα. Και εμείς οι Καλαβρυτινοί  δεν έχουμε κανένα λόγο να «καταγγέλλουμε» την πραγματικότητα αυτή».

Ακούγοντας, διαβάζοντας και βλέποντας γύρω, ένα έχω να πω, και να μην υπήρχε αυτός ο αυστριακός φαντάρος θα έπρεπε να τον εφεύρουμε, θα έπρεπε να τον φανταστούμε, θα έπρεπε να τον ονειρευτούμε, για να έχουμε μια ελπίδα ως ανθρώπινο είδος, θα έπρεπε να ανοίξουμε αυτή τη χαραμάδα στο συμπαγές σκοτάδι του ναζισμού κι από κει να παρελάσουν τα όνειρα όλου του κόσμου, τα χαμόγελα των μικρών παιδιών και οι ελπίδες μας, ότι η Ευρώπη, ο κόσμος, η ανθρωπότητα, μπορεί κάθε μέρα να γίνεται και καλύτερη.

Ο Αντόρνο, που είχε από πρώτο χέρι εμπειρία στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, υποπτεύεται ότι το πλήθος δεν πολύ πιστεύει τους ηγήτορές του ούτε ταυτίζεται απόλυτα με τα μηνύματά τους: παριστάνει ότι ταυτίζεται, υποκρίνεται τον ενθουσιασμό του, σαν να συμμετέχει σε μια παράσταση. «Είναι πιθανόν, η υποψία ότι η ομαδική τους ψυχολογία έχει κάτι το ψεύτικο, το εικονικό να κάνει τα φασιστικά πλήθη τόσο αμείλικτα. Γιατί αν σταματούσαν να συλλογιστούν για ένα δευτερόλεπτο, όλη η παράσταση θα γινόταν κομμάτια και θα έμεναν με τον πανικό τους», γράφει ο Γερμανός φιλόσοφος. Ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές της ιστορίας, υπήρξαν άνθρωποι, που στάθηκαν για μια στιγμή να συλλογιστούν, που βρήκαν τη δύναμη και το θάρρος να υπερβούν τον φανατισμό, την επιβολή, τον φόβο, τον εξαναγκασμό, να βρουν τον εαυτό τους, να ξανασυναντηθούν με τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της αγάπης, της κατανόησης, του σεβασμού, της ατομικής συνείδησης και του ουμανισμού.

 

Διαβάστε επίσης