Το πιο σοβαρό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η παραγωγική της εσωστρέφεια. Έπεται ένα ακόμα, που είναι η ισχυρή εξάρτησή της από την κατανάλωση. Δεν εκπλήσσει έτσι το γεγονός ότι η Ελλάδα με 80 επιχειρήσεις ανά 1.000 κατοίκους κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρώπη από πλευράς αυτοαπασχόλησης.
Από μόνο του το γεγονός αυτό κάνει ακόμα πιο επαχθές το βάρος της κρίσης που η πανδημία Covid-19 προκαλεί στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, που καλούνται επίσης να καταβάλουν και το κόστος της τουριστικής ύφεσης.
Το πρόβλημα συνολικά είναι τεράστιο και γίνεται βαρύτερο στην αντιμετώπιση του αν βάλουμε στη ζυγαριά και το συνολικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος που ξεπερνά τα 600 δισ.ευρώ. Είναι δηλαδή σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερο από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας.
Υπό αυτές τις συνθήκες και με δεδομένες τις οικονομικές δομές της χώρας, το πολύ σοβαρό πρόβλημά της είναι το ιδιωτικό χρέος, όσο και αν υποβαθμίζεται η σημασία του για ποικίλους λόγους, που θυμίζουν στρουθοκαμηλική συμπεριφορά.
Το ύψος του συνιστά πραγματική βόμβα. Αμέτρητα νοικοκυριά, πάμπολλες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες οφείλουν προς εφορίες, τράπεζες, ΔΕΚΟ και ασφαλιστικά ταμεία 235 δισ. ευρώ, τα οποία έως το τέλος του 2021 ίσως να έχουν ξεπεράσει τα 300 δισ. Έχουμε να κάνουμε έτσι με 30.000 ευρώ κατά κεφαλήν ιδιωτικό χρέος, που δεν απέχει πολύ από το να είναι διπλάσιο του αντίστοιχου κατά κεφαλήν ετησίου εισοδήματος (18.000 ευρώ).
Αυτό σημαίνει ότι η προοπτική ανάκαμψης και μελλοντικής ανάπτυξης της οικονομίας μέσω της τόνωσης της κατανάλωσης είναι εκ των πραγμάτων προβληματική και το φαινόμενο θα επιδεινωθεί από μια γενικότερη προβληματική πορεία της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας και των αβεβαιοτήτων που αυτή γεννά.
Υπό τις παραπάνω συνθήκες, η απόφαση της κυβέρνησης να καταθέσει προς εφαρμογή τον νέο πτωχευτικό νόμο αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή αντιμετώπιση ενός από κάθε άποψη κρίσιμου προβλήματος με πολύ σοβαρές κοινωνικές διαστάσεις επίσης.
Παράλληλα, όμως, ο νόμος αυτός μπορεί να αποτελέσει και αναπτυξιακό εφαλτήριο, αρκεί βέβαια να μην εμπλακεί στις δαγκάνες της ελληνικής γραφειοκρατίας και τελικά εξουδετερωθεί. Σε κάθε άλλη περίπτωση είμαστε βέβαιοι ότι θα απελευθερώσει αναπτυξιακές δυνάμεις, παρά τα όσα λέγονται και γράφονται. Κάποια από τα οποία εξάλλου είναι και εκ του πονηρού.
Με βάση λοιπόν αυτά που προηγούνται, οι Ευρωπαίοι δανειστές της χώρας που ανησυχούν σοβαρά για τη βόμβα του ιδιωτικού χρέους και εκφράζουν τη αντίθεσή τους σε διαγραφές και γενναίες ρυθμίσεις, γιατί έτσι, λένε, «χαλάει η κουλτούρα των πληρωμών», μάλλον θα πρέπει να επαναθεωρήσουν τις απόψεις τους.
Διότι κατά τα λοιπά, δεν μας λένε τι μπορεί να γίνει όταν μια ολόκληρη κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση ασφυξίας και χωρίς ιδιαίτερα υψηλές παραγωγικές δυνατότητες. Είναι περίεργο επίσης το γεγονός ότι παρεμφερείς καταστάσεις με την αντίστοιχη ελληνική βιώνουν ήδη η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, ενώ προφανώς στο «κλαμπ» μπαίνει και η Γαλλία. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με 195 εκατομμύρια Ευρωπαίους, οι οποίοι έχουν συνολικό χρέος 4,3 τρισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι 22.000 ευρώ ο καθένας.
Και από την άποψη αυτή, είναι σημαντικό να δει κανείς τι θα πράξει ο κ. Μάριο Ντράγκι ως Ιταλός πρωθυπουργός, ο οποίος με την παλαιά ιδιότητα του ισχυρού Ευρωπαίου Κεντρικού Τραπεζίτη είχε ταχθεί υπέρ των ρυθμίσεων του συνολικού ιδιωτικού χρέους στην Ευρωζώνη. Όσο για την περίφημη «κουλτούρα των πληρωμών», που επικαλούνται κατά κανόνα γερμανικής και σκανδιναβικής αντίληψης οικονομολόγοι, δεν μας λένε ποια είναι η γνώμη τους για τον «πολιτισμό της κατανάλωσης», που το ίνδαλμά τους, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, καλλιέργησε.
Αυτός ο όντως έγκριτος και χιουμορίστας οικονομολόγος δεν ήταν ο ειπών ότι η οικονομική δραστηριότητα μπορεί να έγκειται «στο να ανοίγει κανείς τρύπες το πρωί και να τις βουλώνει το βράδυ»; Το θέμα είναι ότι η δραστηριότητα αυτή ναι μεν δημιουργεί χαμηλής αξίας απασχόληση, αλλά δεν σβήνει χρέη. Και αυτό είναι το σημερινό πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους σε Ευρωζώνη και Ελλάδα.
Πρόκειται, δε, για ένα διακύβευμα το οποίον στοιχηματίζουν ότι θα είναι και το κύριο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης στις προσεχείς νοτιοευρωπαϊκές κυρίως εκλογικές αναμετρήσεις, στις οποίες ήδη βγάζει κεφάλι και ένα νέο πρόβλημα, αυτό της δημόσιας ασφάλειας και της αποθράσυνσης του οικονομικού εγκλήματος στις πιο απεχθείς μορφές του.