Κορονοϊός: Πώς μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματικό το εμβόλιο

 

 

 

Εφόσον πρόκειται να βασιστούμε στα εμβόλια για να δώσουμε ένα τέλος στην πανδημία της COVID-19, πρέπει να μεγιστοποιήσουμε τις επιδράσεις τους. Ένα πράγμα που υπονομεύει την αποτελεσματικότητά τους, όμως, είναι οι διατροφικές ελλείψεις, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.

Όπως υποστηρίζουν οι Margaret Rayman, καθηγήτρια Διατροφολογίας στο Πανεπιστήμιο του Surrey και Philip C. Calder, καθηγητής Διατροφικής Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Southampton, οι ηλικιωμένοι έχουν πιο αδύναμη ανοσολογική απόκριση και ανταποκρίνονται λιγότερο από τους νεότερους σε πολλά εμβόλια, μεταξύ των οποίων και αυτό της γρίπης. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται εν μέρει στις ελλείψεις βιταμινών και μετάλλων, των λεγόμενων μικροθρεπτικών συστατικών.

«Για να καταπολεμήσει αποτελεσματικά μία λοίμωξη ή να παράγει καλή προστασία έναντι μιας ασθένειας μετά από έναν εμβολιασμό, το ανοσοποιητικό σύστημα χρειάζεται ποικιλία μικροθρεπτικών συστατικών, πράγμα το οποίο ισχύει και στην περίπτωση της COVID-19», αναφέρουν οι ειδικοί και συμπληρώνουν πως «ως εκ τούτου, η αύξηση των επιπέδων βιταμινών και μετάλλων πριν τον εμβολιασμό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα τρόπο ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των εμβολίων κατά του κορωνοϊού».

Ενδυναμώνοντας το ανοσοποιητικό σύστημα
Οι βιταμίνες A, B6, B9, B12, C and D και τα μέταλλα ψευδάργυρος, σελήνιο, σίδηρος και χαλκός είναι απαραίτητα για την σωστή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Καθένα από αυτά, -καθώς και η βιταμίνη Ε- είναι αποδεδειγμένο πως διαθέτει πολλούς ρόλους στην υποστήριξη του ανοσοποιητικού και στη μείωση του κινδύνου λοίμωξης.

Μάλιστα, έρευνα έχει βρει μια σύνδεση ανάμεσα σε ένα εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα και τις χαμηλές ποσότητες βιταμινών και μετάλλων, ενώ μια επανεξέταση εννέα μελετών με 2.367 συμμετέχοντες βρήκε ότι τα άτομα με ανεπάρκεια στη βιταμίνη D ήταν λιγότερο προστατευμένα ενάντια σε δύο στελέχη του ιού της γρίπης μετά τον εμβολιασμό τους, σε σύγκριση με όσους είχαν επαρκή επίπεδα της βιταμίνης.

Αντιθέτως, όπως επισημαίνουν οι Δρ. Rayman και Δρ. Calder, τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές με μικροθρεπτικά συστατικά σε ηλικιωμένους έχουν δείξει ότι αυξάνουν την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να ανταποκριθεί στις προκλήσεις. «Για παράδειγμα, επίπεδα σεληνίου ανώτερα από αυτά που συνήθως θεωρούνται βέλτιστα έχουν σχετιστεί με καλύτερα ποσοστά ίασης από την COVID-19», τονίζουν οι ειδικοί.

Δοκιμές σε γηραιότερους ανθρώπους έχουν δείξει, επίσης, ότι η απόκριση στον εμβολιασμό είναι καλύτερη μετά τις ενέργειες για τη βελτίωση της διατροφής. Ενδεικτικά, μία μελέτη βρήκε ότι άνθρωποι ηλικίας 65-85 ετών που κατανάλωναν πέντε και άνω μερίδες φρούτων και λαχανικών την ημέρα παρουσίασαν σημαντικά ισχυρότερη απόκριση στο εμβόλιο κατά του πνευμονιόκοκκου, από εκείνους της ίδιας ηλικίας που κατανάλωναν λιγότερες από δύο μερίδες.

Σε άλλη μελέτη βρέθηκε πως η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης Ε από ανθρώπους άνω των 65 ετών αυξάνει την ποσότητα των αντισωμάτων που παράγουν μετά από εμβολιασμό κατά της ηπατίτιδας Β και του τετάνου. Σε ανθρώπους με έλλειψη σεληνίου, τα ίδια συμπληρώματα φάνηκε πως βελτιώνουν κάποιες πτυχές της ανοσολογικής απόκρισης στο εμβόλιο της πολιομυελίτιδας και μειώνουν την εμφάνιση μεταλλαγμένων ιογενών στελεχών.

«Το τελευταίο αυτό αποτέλεσμα», σημειώνουν οι Δρ. Rayman και Δρ. Calder, «αντιπροσωπεύει το γεγονός ότι οι νέες μεταλλάξεις του ιού είναι πιθανότερο να εμφανιστούν σε ανθρώπους με οξειδωτικό στρες, το οποίο μπορεί να προκληθεί από ανεπαρκή επίπεδα αντιοξειδωτικών θρεπτικών συστατικών, όπως το σελήνιο και η βιταμίνη Ε».

Όπως γίνεται αντιληπτό, οι ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά μπορούν να περιορίσουν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά της COVID-19. Για το λόγο αυτό, οι επιστήμονες προτείνουν τη λήψη συμπληρωμάτων που περιέχουν τη συνιστώμενη ημερήσια δόση των συστατικών εκείνων που είναι απαραίτητα για την λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος για μερικές εβδομάδες πριν και μετά τον εμβολιασμό τους κατά του κορωνοϊού. «Οι συστάσεις αυτές αφορούν σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, λιποβαρείς ή με περιορισμένη διατροφή και όσους άλλους διατρέχουν κίνδυνο ανεπάρκειας σε βιταμίνη D», καταλήγουν οι επιστήμονες.

Διαβάστε επίσης