Νέες τεχνικές αντιμετώπισης και θεραπείας των αψηλάφητων όγκων.
Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί μια από τις συχνότερες κακοήθεις παθήσεις των γυναικών.
Σε ετήσια βάση, 30% των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού εμφανίζονται ως αψηλάφητες ύποπτες βλάβες, κατά την απεικονιστική εξέταση με μαστογραφία, υπερηχογράφημα ή μαγνητική τομογραφία.
Ο εντοπισμός των πρώιμων καρκινικών βλαβών είναι εξαιρετικά σημαντικός τόσο για τη θεραπεία όσο και για την πρόγνωση και επιβίωση των ασθενών.
Η προληπτική εξέταση με τις σύγχρονες απεικονιστικές μεθόδους (Ψηφιακή Μαστογραφία, Μαστογραφία Τομοσύνθεσης, Υπερηχογράφημα, Ελαστογραφία, Μαγνητική Τομογραφία), βοηθάει στην έγκαιρη διάγνωση του πρώιμου καρκίνου του μαστού και χάριν αυτής τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό ασθενών που διαγιγνώσκονται με αυτόν τον τύπο κακοήθειας.
Εφόσον βρεθεί η ύποπτη περιοχή, στη συνέχεια πραγματοποιείται βιοψία με λεπτή βελόνη (FNA) ή συχνότερα με κόπτουσα Βελόνη (Core Biopsy) ώστε η βλάβη να ταυτοποιηθεί ιστολογικά. Πριν από οποιαδήποτε θεραπεία πρέπει να τίθεται η διάγνωση και να γνωρίζουμε ακριβώς ποιος είναι ο τύπος καρκίνου και ποια τα επιμέρους χαρακτηριστικά του.
Σε περιπτώσεις όπου ο όγκος είναι αψηλάφητος, η συνηθέστερη μέθοδος χειρουργικής αντιμετώπισης του είναι η ογκεκτομή (χειρουργική αφαίρεση του όγκου) με χρήση οδηγού σύρματος (Hook Wire). Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται για αρκετές δεκαετίες και ακόμη αποτελεί μέθοδο εκλογής για κακοήθειες του μαστού που δεν είναι ψηλαφητές και χρειάζεται εντοπισμός και σήμανση τους. Πριν από την επέμβαση, τοποθετείται από ειδικό ακτινολόγο ένας λεπτός συρμάτινος οδηγός με την άκρη στο κέντρο της καρκινικής βλάβης, είτε αυτή αποτελεί συμπαγή όγκο ή ύποπτες μικροαποτιτανώσεις.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί και χρησιμοποιηθεί ορισμένες εναλλακτικές τεχνικές που τείνουν να αντικαταστήσουν την καθοδηγούμενη ογκεκτομή με συρμάτινο οδηγό. Πρόκειται για μεθόδους αιχμής που προσφέρουν καλύτερα χειρουργικά όρια, μειωμένα συνολικά κόστη και καθυστερήσεις, καθώς και συνολικότερη ικανοποίηση των ασθενών.
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αναπτύχθηκαν μέθοδοι εγχύσεως Ραδιοφαρμάκου ή τοποθέτηση μικρού ραδιοσεσημασμένου μετάλλου (seed) στην περιοχή του όγκου που εντοπίζεται με ειδική συσκευή κατά τη διάρκεια της επέμβασης και αφαιρείται.
Η πλέον σύγχρονη μέθοδος σήμανσης μη ψηλαφητών όγκων περιλαμβάνει τη χρήση ενός μαγνητικού ελάσματος (Magnetic Seed) 5x1mm που τοποθετείται στο κέντρο του καρκινικού όγκου. Η τοποθέτηση μπορεί να γίνει ακόμη και αρκετές ημέρες ή εβδομάδες πριν από την επέμβαση, με την καθοδήγηση μαστογράφου ή υπερηχοτομογράφου, από εξειδικευμένο ακτινολόγο. Η ίδια τεχνική χρησιμοποιείται πλέον και για τη σήμανση του Φρουρού Λεμφαδένα δηλαδή του λεμφαδένα της μασχάλης που πρώτος δέχεται τα καρκινικά κύτταρα του όγκου σε περιπτώσεις λεμφαδενικής μεταστατικής νόσου. Στην περίπτωση των λεμφαδένων εγχύεται ειδική ουσία στον μαστό που ονομάζεται Μαγνητικός Ιχνηλάτης (Magnetic Tracer) και με την αντίστοιχη συσκευή εντοπίζεται και αφαιρείται ο φρουρός ή οι φρουροί λεμφαδένες της μασχάλης. Με την μέθοδο αυτή επιτυγχάνεται τόσο η θεραπεία όσο και η σταδιοποίηση της νόσου με μια μόνο χειρουργική επέμβαση.
Σημαντικό πλεονέκτημα της μεθόδου αποτελεί το γεγονός πως το μαγνητικό έλασμα τοποθετείται και παραμένει ασφαλές χωρίς τον κίνδυνο μετατόπισης του και οι ασθενείς μπορούν να επιστρέψουν σπίτι την ίδια ημέρα ακόμη και αν η χειρουργική τους επέμβαση έχει προγραμματισθεί για ημέρες ή εβδομάδες αργότερα. Αποφεύγεται επίσης η χρήση ακτινοβολίας καθώς δεν απαιτείται πλέον η έγχυση ραδιοφαρμάκων και οι ασθενείς δεν υποβάλλονται σε επιπλέον στρεσογόνες διαδικασίες πριν από την επέμβασή τους.
Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, ο χειρουργός μαστού χρησιμοποιώντας την ειδική συσκευή που ανιχνεύει και εντοπίζει πού ακριβώς βρίσκεται ο όγκος, τον αφαιρεί με επαρκή υγιή όρια και εν συνεχεία το παρασκεύασμα της ογκεκτομής αποστέλλεται για βιοψία και οι φρουροί λεμφαδένες για ταχεία ιστολογική εξέταση.
Η διαδικασία διαρκεί λιγότερο από μια ώρα και αμέσως μετά το χειρουργείο οι ασθενείς επιστρέφουν στο θάλαμο νοσηλείας και λίγες ώρες αργότερα παίρνουν εξιτήριο. Η μέθοδος είναι ανώδυνη και σπάνια θα χρειαστεί ήπια παυσίπονη αγωγή τις πρώτες ώρες.
Μελέτες έχουν δείξει πως η μέθοδος έχει εξαιρετικά αποτελέσματα με πολύ μικρά ποσοστά επανεπεμβάσεων (<15%) σε σχέση με τις υπόλοιπες μεθόδους, είναι ακριβής και αφαιρείται ακριβώς όσο τμήμα μαστού χρειάζεται ώστε ογκολογικά οι ασθενείς να είναι ασφαλείς και ταυτόχρονα να υπάρχει πολύ καλό αισθητικό αποτέλεσμα.
Η τεχνική χρησιμοποιείται ήδη σε περίπου 40 χώρες και σε περισσότερα από 500 νοσοκομεία, ανάμεσά τους και τη Βιοκλινική Αθηνών.