Τον δρόμο για το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παίρνει ο φάκελος του γνωστού ενεχυροδανειστή Ριχάρδου

 

 

Τον δρόμο για το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παίρνει ο φάκελος του γνωστού ενεχυροδανειστή Ριχάρδου Μυλωνά χωρίς να χρειαστεί να κληθεί σε νέα απολογία, στο πλαίσιο της συμπληρωματικής ανάκρισης που είχε διαταχθεί προκειμένου να διεξαχθεί πλήρης φορολογικός έλεγχος και αποτίμηση των πανάκριβων ρολογιών και κοσμημάτων που είχαν κατασχεθεί.

«Άνθρακας ο θησαυρός» όμως  αποδείχθηκε για άλλη μία φορά καθώς η απάντηση της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων της ΑΑΔΕ βγάζει και πάλι «καθαρό» τον  ιδιοκτήτη  της ομώνυμης αλυσίδας ενεχειροδανειστηρίων Ριχάρδο ο οποίος υπέγραψε, πριν από λίγες ημέρες, όπως και οι υπόλοιποι  62 συγκατηγορούμενοί του, το πέρας και της συμπληρωματικής ανάκρισης.

«Το αδίκημα της λαθρεμπορίας  χρυσού δεν υφίσταται», είναι το διά ταύτα της απάντησης  που έλαβε, τον  περασμένο Φεβρουάριο, η ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς Αγγελική Ματσούκα μετά την παραγγελία της  στη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και ΕΦΚ Δ/νση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβιάσεων «προκειμένου να διενεργηθεί πλήρης φορολογικός έλεγχος, με τη συνέργεια όπου απαιτείται του Σώματος Δίωξης Οικονομικού  Εγκλήματος και της Τράπεζας της Ελλάδος, για το σύνολο των κατασχεθέντων πολύτιμων αντικειμένων» κι εν συνεχεία, να εκτιμηθούν επακριβώς οι φόροι που χάθηκαν για το ελληνικό Δημόσιο, όπως ο ΦΠΑ και ο ειδικός φόρος πολυτελείας.

Επιμένοντας στο συμπέρασμα που είχε καταλήξει και πριν από δύο χρόνια, η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων της ΑΑΔΕ, επαναλαμβάνει ότι δεν προκύπτει αδίκημα λαθρεμπορίας και το μοναδικό αδίκημα που μπορεί να διερευνηθεί είναι οι φορολογικές παραβάσεις. Για αυτές ωστόσο δήλωσε αναρμόδια για έλεγχο.

Συγκεκριμένα στο τρισέλιδο έγγραφο της,  η Γενική Διεύθυνση  Τελωνείων αναφέρει:

«Η διακίνηση εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς φορολογικά παραστατικά, δεν στοιχειοθετεί λαθρεμπορία όπως αυτή ορίζεται από τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα αλλά φορολογική παράβαση.

Για τον εντοπισμό πολύτιμων αντικειμένων, καταρχήν δεν οφείλονται δασμοί λόγω του τεκμηρίου του τελωνειακού χαρακτήρα τους ως ενωσιακών εμπορευμάτων. Συνεπώς ο κάτοχος των εν λόγω πολύτιμων αντικειμένων στη χώρα μας δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι έχει εισαγάγει νόμιμα τον χρυσό στην Ελλάδα καθόσον τεκμαίρεται ότι πρόκειται για ενωσιακό εμπόρευμα.

Δασμοί οφείλονται κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων τρίτων χωρών.

Εάν ο κάτοχος του χρυσού επιχειρήσει να εξαγάγει χρυσό από τη χώρα μας προς τρίτη χώρα χωρίς την τήρηση των τελωνειακών διατυπώσεων, στοιχειοθετείται η απλή τελωνειακή παράβαση, η οποία δεν συνεπάγεται ποινική ευθύνη, βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας αλλά συνιστά μόνο διοικητική παράβαση. Αντίθετα, πρέπει να διερευνηθεί το ενδεχόμενο τέλεσης φορολογικών παραβάσεων και ενδεχομένως συρρέουσες ποινικής ευθύνης βάσει της φορολογικής νομοθεσίας.

Δεδομένου λοιπόν ότι οι συγκεκριμένες κατασχέσεις δεν έχουν ως νομιμοποιητική βάση το αδίκημα της λαθρεμπορίας αλλά φορολογικές παραβάσεις θεωρούμε ότι δεν συντρέχει αρμοδιότητα των τελωνειακών αρχών προς αποτίμηση οφειλομένων αλλά αποτελούν αντικείμενο αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της ΑΑΔΕ.»

Την απαλλαγή άλλωστε όλων των κατηγορουμένων από το βασικό αδίκημα της λαθρεμπορίας χρυσού και κατ’ επέκταση, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της εγκληματικής οργάνωσης είχε προτείνει  ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Ιωάννης Πιέρρος, κρίνοντας ότι,  βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας, δεν οφείλονταν δασμοί και φόροι για εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία.

Η εισαγγελική πρόταση ωστόσο συνάντησε την έντονη διαφωνία του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου.  Δύο μήνες λοιπόν αργότερα, το  Συμβούλιο Πλημμελειοδικών θεωρώντας ότι  μπορεί να στοιχειοθετηθεί λαθρεμπόριο χρυσού και πολύτιμων λίθων,  έδωσε εντολή για τη διενέργεια συμπληρωματικής ανάκρισης προκειμένου να ελεγχθεί από τις αρμόδιες αρχές η αξία των κατασχεθέντων και να εκτιμηθούν οι απωλεσθέντες φόροι για το Δημόσιο.

Κατά τους δικαστές, δεν εντοπίστηκαν παραστατικά για το χρυσό και τα πολύτιμα αντικείμενα, δεν τηρήθηκαν οι τυπικές νόμιμες προϋποθέσεις  λειτουργίας των ενεχυροδανειστηρίων, όπως η καταγραφή των πολύτιμων αντικειμένων σε βιβλίο και συνεπώς, τα κατασχεθέντα μπορούν να θεωρηθούν λαθρεμπορεύματα.

Ύστερα πάντως και από το νέο έγγραφο της ΑΑΔΕ με το οποίο ουδόλως διαφοροποιείται από την αρχική εκτίμησή της, η ανακρίτρια κήρυξε το πέρας της ανάκρισης χωρίς να  συντάξει νέα κατηγορητήρια, με τα ακριβή ποσά της λαθρεμπορίας και να καλέσει σε συμπληρωματική απολογία τους κατηγορουμένους.

«Η ΑΑΔΕ επανέλαβε, προς την κ. ανακρίτρια, αυτό ακριβώς που είχε από την αρχή επισημάνει: ότι η κατοχή χρυσού, εντός της Ελληνικής επικράτειας, όπως και η εξαγωγή αυτού, καθ΄οιονδήποτε τρόπο , δεν συνιστά "λαθρεμπορία". Κατά συνέπεια, το Δημόσιο δεν είναι δυνατόν να απωλέσει δασμούς, τέλη και λοιπές τελωνειακές επιβαρύνσεις, όπως εσφαλμένα κατηγορήθηκε ο εντολέας μου. Με βάση και τα νεώτερα έγγραφα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, θεωρούμε ότι είναι , νομικά, μονόδρομος η απαλλακτική κρίση του Συμβουλίου", τονίζει σε δήλωσή του ο συνήγορος του ενεχειροδανειστή Πέτρος Πανταζής.

Τώρα πια η δικογραφία είναι στα χέρια του αρμόδιου εισαγγελέα ο οποίος θα προτείνει την παραπομπή ή μη των κατηγορουμένων σε δίκη, κάτι που θα αποφασίσει το δικαστικό συμβούλιο. 

Διαβάστε επίσης