Βενιζέλος: Νάρκη στα θεμέλια της ΕΕ η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου

 

Ως στοίχημα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με ορατές επιπτώσεις στη συνοχή του ευρωπαϊκού εποικοδομήματος χαρακτήρισαν την απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ οι ομιλητές της εκδήλωσης που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών για το θέμα.

Την νομική διάσταση της απόφασης ανέλυσε ο διακεκριμένος Έλληνας Δικαστής, Βασίλης Σκουρής, ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση δεν προήλθε «από παρθενογένεση» υποστήριξε ο κ. Σκουρής, εντοπίζοντας παράλληλα τις ρίζες του προβλήματος ήδη στην απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για το Μάαστριχτ το 1993. Με βασικό νομικό του επιχείρημα, το «Ultra vires», δηλαδή έκδοση απόφασης καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, το δικαστήριο της Καρλσρούης «τώρα έκρινε ότι έπρεπε να δαγκώσει» σημείωσε ο κ. Σκουρής, επισημαίνοντας ότι η απόφασή του ήρθε ως «θλιβερό αποτέλεσμα» που οικοδομήθηκε, ωστόσο, «συστηματικά και μεθοδικά» τα προηγούμενα χρόνια, με τελευταία κίνηση την κατάθεση προδικαστικής προσφυγής το 2017. Την προσφυγή απέκρουσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 2018, καθώς εμβάθυνε στο ζήτημα της αναλογικότητας, καταλήγοντας ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δεν πάσχει. Για το λόγο αυτό, ο κ. Σκουρής έκανε λόγο για «αποτέλεσμα περί όνου σκιάς», σημειώνοντας ότι τους επόμενους τρεις μήνες, ακόμη και αν επισυμβούν οι απαραίτητες διευθετήσεις, «η ζημιά έχει γίνει».

Στην «δημιουργική ασάφεια» ανάμεσα στην νομισματική και οικονομική σύγκληση της ΕΕ εντόπισε το πρόβλημα που ανέκυψε μετά τις ενέργειες του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου ο πρώην Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός, Ευάγγελος Βενιζέλος. Με δεδομένο ότι η ΕΚΤ έχει «αποκλειστική αρμοδιότητα να ασκεί την νομισματική πολιτική με νόμισμα το ευρώ, έχει εισχωρήσει βαθιά στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής» εξήγησε ο κ. Βενιζέλος, κάνοντας λόγο μάλιστα για «εισπήδηση» της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων σε τέτοιο βαθμό που -όπως ο ίδιος εξήγησε- η δευτερογενής αγορά ομολόγων μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης να συνιστά στην πραγματικότητα πρωτογενή αγορά, δοκιμάζοντας τις ψυχικές αντοχές της Γερμανίας ως προς το ενδεχόμενο αμοιβαιοποίησης χρεών και υποχρεώσεων των κρατών – μελών της ΕΕ, ιδίως μετά την πανδημία του κορωνοϊού.

«Μήπως είναι εικονική η δευτερογενής αγορά και μήπως αυτό είναι ένα μηχανάκι πολύ κοντά στην νομισματική χρηματοδότηση» διερωτήθηκε χαρακτηριστικά ο κ. Βενιζέλος, θέλοντας να αποτυπώσει το κεντρικό, γερμανικό επιχείρημα.

Από πλευράς του, ο Διοικητής της Τράπεζας, Γιάννης Στουρνάρας – ο οποίος δέχτηκε και δημόσια τα συγχαρητήρια των κ. Βενιζέλου και Σκουρή για τη σημερινή ανανέωση της θητείας του- υπεραμύνθηκε του ρόλου της ΕΚΤ, σχολιάζοντας ότι η απόφαση του «γερμανικού δικαστηρίου δημιούργησε μεγάλη σύγχυση και ανησυχία, ευτυχώς όχι στις αγορές». Στον αντίποδα, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι «το ζήτημα της νομικής υπεροχής πρέπει να επιβεβαιωθεί» μεταξύ των δύο δικαστηρίων, ώστε να μην επιδρά στην ανεξαρτησία της ΕΚΤ, όταν σειρά μελετών έχει αποδείξει ότι «οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες είχαν πολύ καλύτερες επιδόσεις από άλλες τράπεζες γιατί απαλλαγμένες από πολιτικές πιέσεις». Παράλληλα, η ανεξαρτησία της ΕΚΤ δεν την απαλλάσσει από τη λογοδοσία υπενθύμισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, αφού η ΕΚΤ παρουσιάζεται τακτικά ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Κυρίως, η «απουσία κοινής νομισματικής πολιτικής δυσχέραινε την κατάσταση» εκτίμησε ο κ. Στουρνάρας και πρόσθεσε ότι «η απάντηση σε όλα αυτά τα υπαρκτά προβλήματα είναι η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και όχι η φυγή προς τον εθνικισμό». «Η ΕΚΤ πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίσει το σχεδιασμό και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του κατακερματισμού στις αγορές» κατέληξε ο ίδιος, δηλώνοντας σταθερά αισιόδοξος.

Την ίδια ώρα, στην πολιτική διάσταση του ζητήματος εστίασε ο κ. Βενιζέλος, προσβλέποντας στη δυναμική αντίδραση του ανώτατου ευρωπαϊκού οργάνου, δηλαδή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. «Επειδή η ΕΕ έχει μερικούς μη ορθολογικούς καταναγκασμούς, που τους έχει επιβάλλει στον εαυτό της με αφετηρία το γεγονός ότι έχουμε μόνο νομισματική, χωρίς να έχουμε οικονομική ένωση», η νομολογία του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου έχει ως αποτέλεσμα – 5 χρόνια μετά την έναρξη της ποσοτικής χαλάρωσης – οι Γερμανοί δικαστές να λένε ότι υπερέχει το ευρωπαϊκό δικαστήριο, αλλά επί του πεδίου της αρμοδιότητάς του, όταν όμως ελέγχεται ο καταμερισμός των αρμοδιοτήτων. Στην πραγματικότητα, «έχουν διαμορφώσει μια παγίδα και το ερώτημά μου είναι τώρα πως πρέπει -και υπολογίζεται- ότι θα αντιδράσει η ΕΕ και το Συμβούλιο», αφού η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μια διαρκής διαπραγμάτευση» παρατήρησε ο κ. Βενιζέλος, εκφράζοντας και τον προβληματισμό του αναφορικά με την αποδυνάμωση ή την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Γερμανίας εντός της ΕΕ μετά την σχετική απόφαση. «Δημιουργείται ένα σκηνικό που έχει διαστάσεις. Έχει μπει μια νάρκη στα θεμέλια τα θεσμικά και τα νομισματικά και πρέπει αν δούμε αν μπορεί να απενεργοποιηθεί εξαρχής, για να μην δηλητηριάζει τα θεμέλια» κατέληξε ο πρώην υπουργός.

Υπό αυτό το πρίσμα, «η δική μου άποψη είναι ότι η Γερμανία θα προσπαθήσει να δώσει μια λύση γιατί θα έχει πρόβλημα και μέσα στη Γερμανία» αντέτεινε ο κ. Στουρνάρας, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο η απόφαση αυτή «να κάνει τους Γερμανούς να αντιληφθούν το αδιέξοδο της πολιτικής». Στον αντίποδα, να μην μοιράζεται την αισιοδοξία εμφανίστηκε ο πρώην Πρόεδρος του Δικαστηρίου της ΕΕ, αποτιμώντας ως «πολύ βαριά κατηγορία» την επιχειρηματολογία του γερμανικού δικαστηρίου περί «αυθαιρεσίας» του δικαστηρίου του Λουξεμβούργου. Επισημαίνοντας, ταυτόχρονα ότι «εδώ δεν έχουμε σύγκρουση κρατών-μελών και Ευρώπης, αλλά ενός συνταγματικού δικαστηρίου και Ευρώπης», ο κ. Σκουρής εμφανίστηκε θετικός απέναντι στην «επιλογή να ασκηθεί προσφυγή για παράβαση των υποχρεώσεων της Γερμανίας», δρόμο που «εξετάζει η Επιτροπή», καθώς ίσως να είναι «μια ευκαιρία να τοποθετηθούν τα πράγματα στη θέση τους» συμπέρανε ο ίδιος. «Αλλιώς φοβούμαι για το δικονομικό οικοδόμημα που υπάρχει. Αυτό το οικοδόμημα πρέπει οπωσδήποτε να μην διαταραχθεί, να μην πέσει», κατέληξε.

Διαβάστε επίσης