Στον έμπειρο τραπεζίτη με τον οποίον συνγευματίζαμε πριν λίγες ημέρες, εν είδει απορίας του έκανα μια απλή ερώτηση: Πώς γίνεται και υπό συνθήκες παγκόσμιας ποσοτικής χαλάρωσης και διεθνούς υπερχρέωσης, στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, ο πληθωρισμός είναι σχεδόν μηδενικός; Και γιατί η κατάσταση αυτή δεν φέρνει περισσότερες επενδύσεις; Με απόλυτη ειλικρίνεια, ο συνομιλητής μου λέει: «Δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Απλώς κάποιες υποθέσεις εργασίας θα μπορούσα να κάνω και να τις υποβάλλω στη συνέχεια στη βάσανο της εμπειρικής επαλήθευσης. Ένα είναι όμως το γεγονός: βρισκόμαστε μπροστά σε νέους κανόνες που όλο και πιο έντονα διέπουν πλέον την παγκόσμια οικονομία. Κάτι αλλάζει ριζικά και πρέπει να το εξακριβώσουμε με ακρίβεια»
Πιο ειλικρινής απάντηση στο ερώτημα δεν θα μπορούσε να δοθεί.
Παράλληλα δε, η πιο πάνω απάντηση δείχνει ότι όλοι οι τραπεζίτες και οι οικονομολόγοι δεν είναι «ξερόλες» και «καβαλημένα καλάμια», όπως κάποιοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι νομπελίστες.
Όντως, νέοι κανόνες αναδύονται και κερδίζουν έδαφος στην παγκόσμια οικονομία, με αποτέλεσμα να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας των οικονομιών και κάποιες σταθερές αρχές του παρελθόντος να καταρρεουν.
Όπως αναφέρει σε εμπεριστατωμένη ανάλυσή του ο βρετανικός «Economist» «το μεγαλύτερο μέρος του πλούσιου κόσμου βιώνει με ευχαρίστηση άνθηση της αγοράς εργασίας ακόμη και τη στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες χάνουν (προς τα κάτω) τους στόχους πληθωρισμού που έχουν θεσει. Η ανεργία στις ΗΠΑ βρίσκεται στο 3,5% (στο χαμηλότερο σημείο από το 1969), αλλά ο πληθωρισμός είναι μόλις 1,4%. Τα επιτόκια έχουν διαμορφωθεί τόσο χαμηλά, ώστε οι κεντρικές τράπεζες έχουν στη διάθεση τους ελάχιστα περιθώρια μείωσής τους σε περίπτωση που προκύψει ύφεση. Ακόμη και σήμερα ορισμένες πασχίζουν να στηρίξουν τη ζήτηση με ποσοτική χαλάρωση (QE). δηλαδή με αγορές ομολόγων. Αυτή η παράδοξη κατάσταση μέχρι πρότινος εθεωρείτο προσωρινή, όμως έχει φθάσει να αποτελεί τη νέα κανονικότητα. Αποτέλεσμα: υπάρχει η ανάγκη να μεταβληθούν οι κανόνες της οικονομικής πολιτικής – κυρίως δε η κατανομή έργων μεταξύ κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων. Αυτή η διαδικασία είναι η ανησυχητική. Θα μπορούσε να καταλήξει επικίνδυνη.
Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα
Κατα τον Εκονομιστ αλλά και οικονομολόγους όπως ο καθηγητης Νουριελ Ρουμπίνι, η νέα εποχή οικονομικής πολιτικής έχει τις ρίζες της στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09. Ο κεντρικές τράπεζες εφάρμοσαν προσωρινά, έκτακτα μέτρα όπως η Q.E. προκειμένου να αποφευχθεί μια βαθιά κρίση. Έκτοτε όμως έγινε φανερό ότι βαθύτερες δυνάμεις βρίσκονται σε κίνηση. Ο πληθωρισμός δεν αυξάνεται πλέον κατά τρόπο αξιόπιστο οσάκις η ανεργία βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, και τούτο εν μέρει επειδή ο κόσμος έχει καταλήξει να αναμένει συγκρατημένες αυξήσεις των τιμών, αλλά και επειδή οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας δεν αντικατοπτρίζουν πάντα τις συνθήκες της τοπικής αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, πλεόνασμα αποταμιεύσεων και διστακτικότητα των επιχειρήσεων να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία, έχουν συμπιέσει τα επιτόκια. Είναι τόσο ακόρεστη η πείνα για αποταμίευση, παγκοσμίως, που πάνω από 1/4 των ομολόγων επενδυτικής βαθμίδας (αξίας 15 τρισ δολαρίων) έχουν πλέον αρνητικές αποδόσεις.
Οι οικονομολόγοι και οι αρμόδιοι της οικονομικής πολιτικής παλεύουν να προσαρμοσθούν. Στις αρχές του 2012 οι περισσότεροι παράγοντες της Fed θεωρούσαν ότι τα αμερικανικά επιτόκια θα σταθεροποιηθούν κάπου πάνω από το 4%. Πέρασαν οκτώ χρόνια και βρίσκονται μόλις στο 1,75%-2% - πρόκειται δε για τα υψηλότερα επιτόκια στους G7. Πριν από μία δεκαετία σχεδόν όλοι οι υπεύθυνοι της οικονομικής πολιτικής, αλλά και οι επενδυτές πίστευαν ότι οι κεντρικές τράπεζες θα απέσυραν την Q.E., πουλώντας ομόλογα ή αφήνοντας τις θέσεις των ομολόγων τους να φθάσουν μέχρι τη λήξη. Τώρα όμως οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης μονιμοποιούνται. Αθροιστικά,ετσι, οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών των ΗΠΑ, της Ευρωζώνης της Βρετανίας και της Ιαπωνίας φθάνουν το 35% του συνολικού ΑΕΠ των περιοχών αυτών.
Μια πρώτη επίπτωση αυτής της νέας κατάστασης είναι προφανής. Όσο οι κεντρικές τράπεζες εξαντλούν τα εργαλεία τόνωσης των οικονομιών όταν αυτές κλονίζονται, περισσότερη από τη βαριά δουλειά θα χρειαστεί να γίνεται από τις περικοπές φόρων και τις δημόσιες δαπάνες
Στο πλαίσιο αυτό, ενω οι πολιτικοί που βρίσκονται στην εξουσία παλεύουν να αναπτύξουν σωστά τη δημοσιονομική πολιτική, εκείνοι που προσβλέπουν στην απόκτηση της εξουσίας βλέπουν στις κεντρικές τράπεζες μια βολική πηγή χρημάτων. Η «σύγχρονη νομισματική θεωρία», μια παράδοξη προσέγγιση που κερδίζει σε δημοτικότητα στην Αριστερά των ΗΠΑ, λέει ότι δεν υπάρχει κόστος άμα οι δημόσιες δαπάνες μεγαλώνουν ενόσω ο πληθωρισμός βρίσκεται χαμηλά - φθάνει η κεντρική τράπεζα να φαίνεται βολική. Στη Βρετανία, το Εργατικό Κόμμα που βρίσκεται στην αντιπολίτευση, θέλει να χρησιμοποιήσει την Τράπεζα της Αγγλίας προκειμένου να καθοδηγήσει τις πιστώσεις «φέρνοντας πλησιέστερα» τους ρόλους υπουργού Οικονομικών, και υπουργού Οικονομίας/Επενδύσεων και Διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας.
Αντεστραμμένο Είδωλο αυτού είναι η εμφανιζόμενη τάση των κεντρικών τραπεζών να αρχίσουν να αναμειγνύονται στη δημοσιονομική πολιτική, πεδίο που ανήκει στις κυβερνήσεις. Η πελώρια θέση σε ομόλογα που διατηρεί η Τράπεζα της Ιαπωνίας στηρίζει ένα δημόσιο χρέος που πλησιάζει το 240% του ΑΕΠ. Στην Ευρωζώνη, το χαμηλότατο επιτόκιο και η διατήρηση της Q.E. στηρίζουν τη δημοσιονομική βοήθεια προς τις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου, πράγμα που οδήγησε σε έντονες επιθέσεις κατά της ΕΚΤ από ορισμένους Βόρειους οικονομολόγους και βετεράνους της ΕΚΤ. Ο απερχόμενος πρόεδρός της Μάριο Ντράγκι έκανε δημόσια έκκληση για δημοσιονομική τόνωση των οικονομιών της Ευρωζώνης. Υπάρχουν οικονομολόγοι που πιστεύουν ότι οι κεντρικές τράπεζες θα έπρεπε να έχουν στη διάθεσή τους δημοσιονομικούς μοχλούς, τους οποίους να μπορούν να ενεργοποιούν από μόνες τους. Εδώ ακριβώς, όμως βρίσκεται ο κίνδυνος αμοιβαίας επικάλυψης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Όπως ακριβώς οι πολιτικοί δοκιμάζουν τον πειρασμό να ασχολούνται με τα θέματα των κεντρικών τραπεζιτών, έτσι και οι τεχνοκράτες πλησιάζουν σε αποφάσεις που ανήκουν κανονικά στο πεδίο των πολιτικών. Άμα βρεθούν με τον έλεγχο δημοσιονομικών εργαλείων στα χέρια τους πόσα κεφάλαια θα πρέπει να κατευθύνουν προς τους φτωχούς; Τι μερίδιο της οικονομίας θα πρέπει να ανήκει στο Δημόσιο;
Από το πώς θα απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά και όχι μονον, εξαρτάται και το πραγματικό περιεχόμενο της κρίσης προσαρμογής που κάποιοι προβλέπουν να έρχεται. Μια κρίση όμως, που ισως να μπορούσε να αποφευχθεί αν η στείρα προσοδοθηρία με δανεικά μπει στη γωνία.