«Θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά γιατί ο δημοκρατικός καπιταλισμός δεν παράγει πλέον τόση ευημερία, όση γνώρισαν οι δυτικές χώρες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μέχρι την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση. Είναι σαφές έτσι, ότι οι δυτικοί οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί που οδηγούν τις δημοκρατίες μας εδώ και σαράντα χρόνια δεν είναι δεδομένοι.
Οι εταιρίες μας δεν πρέπει να βλέπουν λοιπόν τα στενά συμφέροντά τους, αλλά να μοιράζονται τους προβληματισμούς του ευρύτερου περιβάλλοντός τους.» Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν από τον απερχόμενο πρόεδρο της Επιχειρηματικής Στρογγυλής Τράπεζας των ΗΠΑ (Business Round Table USA) Jamie Dimon, επικεφαλής της J.P. Morgan Chase, που είμαι μία από τις τέσσερεις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες. Και η διατύπωση δεν ήταν τυχαία. Έγινε στη διάρκεια της ετήσιας συνάντησης 200 CEO που είναι μέλη της BRUSA και οι οποίοι αντιπροσωπεύουν 15 εκατομμύρια απασχολούμενους, ενώ συμβάλλουν κατά 500 δις δολλάρια στο τζίρο δύο εκατομμυρίων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Τον τελευταίο καιρό, αρκετοί Αμερικανοί CEO προβληματίζονται. Η χώρα τους υποφέρει από μείωση της παραγωγικότητας, άνοδο των ανισοτήτων και ισχυρά χρηματοπιστωτικά πλήγματα. Η κατάσταση αυτή έχει και άμεσες πολιτικές επιπτώσεις, που είναι η άνοδος του λαϊκισμού, οι τάσεις προστατευτισμού και η κατασπατάληση παραγωγικών πόρων που κατευθύνονται προς την προσοδοθηρία εις βάρος της πραγματικής οικονομίας.
Η συνεχής άνοδος του προσοδοθηρικού καπιταλισμού, τονίζει ο καθηγητής του Χάρβαρντ Τζέισον Φούρλαμ, δημιουργεί μια οικονομία στην οποίαν η αγορά και η πολιτική εξουσία επιτρέπουν σε άτομα και προνομιούχες επιχειρήσεις να αποκομίζουν προσόδους που αφαιρούν από άλλες κοινωνικές. κατηγορίες.
Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος, στην προσπάθειά του να διατηρήσει το ίδιο προνόμια και εξουσίες, ανέλαβε το ρόλο του «προστάτη», με αποτέλεσμα να ενδυναμώσει τους δεσμούς του με συντεχνίες και ομάδες πίεσης. Απέκτησε έτσι μια σειρά από νέους ρόλους, μέσω των οποίων μοιράζει προσόδους.
«Το κράτος, γράφει ο νομπελίστας οικονομολόγος και καθηγητής Έντμουντ Φελπς,μπορεί να αποζημιώνει εκείνους που χτυπήθηκαν από ένα φάσμα εξελίξεων, από τον ξένο ανταγωνισμό μέχρι τις ζημίες από μια καταιγίδα. Τα απεριόριστου φάσματος επιδόματα της κυβέρνησης μπορεί να δοθούν σε επαρχίες και πόλεις, ακόμα και αν η άτυπη λειτουργία τους (σύμφωνα με τον όρο του Robert Merton) είναι να παρέχουν προστασία σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη, πολιτική ή οικονομική. Οι ομάδες πίεσης μπορούν ευχαρίστως να υποβάλουν απαιτήσεις για νομοθεσία, κανονισμούς και ερμηνευτικές διχαστικές αποφάσεις, ιδίως αν συνοδεύονται από δωροδοκίες. Οι κανονισμοί στους εργασιακούς τομείς θεσμοθετούνται, με σκοπό τη θωράκιση των εταιρειών ή του εργατικού δυναμικού απέναντι στον ανταγωνισμό. Οι απαγορεύσεις γλυτώνουν τις κοινότητες που ασκούν επιρροή από τη δημιουργία νέων αεροδρομίων, χωματερών και τα λοιπά. Οι αναδιαρθρώσεις των εταιρειών από κοινότητες, μη κερδοσκοπικούς φορείς ή κυβερνήσεις αποβούν δωρεές ή διευκολύνσεις. Οι μαζικές μηνύσεις προσθέτουν στην ποικιλομορφία του εισοδήματος από αυτό που προέρχεται από την εργασία σε αυτό που λαμβάνεται για αποζημίωση ή επανόρθωση. Το αποτέλεσμα δεν ήταν απαραίτητα μια εξαιρετικά μεγάλη κυβέρνηση, αλλά ήταν σε σημαντικές πτυχές μια απεριόριστη κυβέρνηση».
Από την πλευρά του ο Αμερικανός καθηγητής μικροοικονομίας Ρόμπερτ Γκόρντον, υπογραμμίζει με έμφαση ότι στην οικονομία των προσόδων, οι εργαζόμενοι και το κεφάλαιο προστατεύονται από τον ανταγωνισμό όταν δεν παράγουν νέα προϊόντα, κατά συνέπεια συμβάλλουν στο να προκύπτουν μεγάλες μισθολογικες ανισότητες.
Για παράδειγμα, στη συντεχνιακή Ελλάδα, όπου η αγορά εργασίας είναι μάλλον συντεχνιακη και απέχει έτη φωτός από την εκπαίδευση, η έλλειψη καινοτομίας και έρευνας, προκαλεί σοβαρά ελλείμματα εξειδίκευσης.Καποιες καινοτόμες επιχειρήσεις ετσι,στο μέτρο που εχουν μεγαλύτερη εξάρτηση από την εξειδικευμένη εργασία ανεβάζουν σε υψηλά επίπεδα τη σχετική αμοιβή της.Σε σχέση βέβαια με τα μέσα μισθολογικά επίπεδα.
Μια άλλη σοβαρή διάσταση της οικονομίας των προσόδων είναι αυτή του προσανατολισμού των επενδύσεων που αποφασίζουν οι ηγεσίες των επιχειρήσεων. Όχι λίγες φορές, τεράστια ποσά τοποθετούνται από τους ηγετικούς μάνατζερ σε χρηματιστηριακές πράξεις, με απώτερο στόχο τη διατήρηση σε υψηλά επίπεδα των μετοχών της εταιρίας.
Στο πλαίσιο της λογικής αυτής, αρκετές εταιρίες, προσελκύουν ειδικούς και χρυσοπληρωμένους χρηματοοικονομικούς μάνατζερ, οι οποίοι αντί να βελτιώνουν την παραγωγικότητα της επιχείρησης φουσκώνουν τις τιμές των stock options των ανώτερων και ανώτατων στελεχών της.
Σε έρευνά τους, οι Τομάς Φιλκρόν του Stern School of Business Αριέλ Ρεσέφ της Οικονομικής Σχολής του Παρισιού, αποδεικνύουν ότι τα σχετικά εισοδήματα των χρηματοοικονομικών μάνατζερ είναι από 30% έως 50% ανώτερα από τα αντίστοιχα του υπόλοιπου ιδιωτικού τομέα. Ακόμα χειρότερα, τονίζουν ότι πολλές εταιρίες, αντί να επενδύουν σε στελέχη ικανά να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους, προσλαμβανουν και πληρώνουν αδρα μάνατζερ που «πουλάνε αέρα κοπανιστό». Δεν προκαλεί έτσι καμμιά εντύπωση η διαπίστωση της Ντέμπορα Χαργκρέϊβ, ιδρύτρια του High Pay Centre στο Ηνωμένο Βασίλειο, που τονίζει ότι στον αγγλοσαξωνικό κόσμο η μέση αμοιβή των CEO σε σχέση με την αντίστοιχη ενός μέσου εργαζόμενου, πέρασε από 48 προς 1 το 1998,σε 245 προς 1 το 2016. Ειδικά δε στις ΗΠΑ, σε κάποιες περιπτώσεις η σχέση αυτή εκτοξεύτηκε στο 455. προς 1 και πάει λέγοντας.
«Ένα μεγάλο μέρος των ανισοτήτων προέρχεται από τις ριζικά διαφορετικές αμοιβές της εργασίας για τις ίδιες ειδικότητες σε διάφορες επιχειρήσεις» τονίζει ο καθηγητής Μ. Φούρλαν. Επισημαίνει δε ότι το φαινόμενο αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση του ανταγωνισμού σε ορισμένες χώρες, ενισχύει την προσοδοθηρία, η οποία έχει όλο και υψηλότερο κόστος.
Ιδιαίτερο βάρος από την άποψη αυτή έχει και η διαπίστωση του ερευνητή του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης Μάϊκ Όρτσαγκ, που υποστηρίζει ότι στη δημιουργία ανισοτήτων σημαντικό ρόλο παίζουν και τα χρηματοοικονομικά αστικά κέντρα που δημιουργούνται (Λονδίνο, Παρίσι, Ζυρίχη, Καλιφόρνια) και στα οποία η προσοδοθηριακή κερδοσκοπία πάει σύννεφο.
«Στο μέτρο που ο δημοκρατικός καπιταλισμός θα δημιουργεί προσοδοθηρηκές δομές και κοινωνίες εις βάρος του δυναμισμού του και της καινοτομίας, θα γίνεται όλο και πιο ασταθής, πιο άνισος και περισσότερο ευάλωτος σε κρίσεις, οι οποίες τελικά θα παρασύρουν και τη δημοκρατία» ,λέει ο καθηγητής Ζαν-Μαρκ Ντανιέλ και όποιος θέλει ας τον ακούσει.