Τι επιδιώκουν τελικά οι ΗΠΑ;

Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Ένας από τους Αμερικανούς ειδικούς και σύμβουλος του προέδρου Χάρρυ Τρούμαν το 1946, έγραφε ότι «…μέχρι στιγμής κύριος σκοπός μας ήταν με την στρατιωτική δομή τους οι ΗΠΑ να κερδίζουν τους πολέμους. Από τώρα και στο εξής, κύριο μέλημά τους θα πρέπει να είναι να τους αποτρέπουμε…».

Η άποψη αυτή, γνωστή ως δόγμα Bernard Brodie, συνόψιζε το τραγικό μάθημα των πρώτων πενήντα χρόνων του 20ου αιώνα. Μετά από δυό πολύνεκρους και καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους και την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, ήταν σαφές ότι μια νέα παγκόσμια σύρραξη δεν θα είχε νικητή, αλλά μόνον επιζώντες. Σαφώς λοιπόν από την εποχή του Χάρρυ Τρούμαν οι ΗΠΑ έθεσαν την αποτροπή στο κέντρο της αμυντικής τους στρατηγικής, προωθώντας ταυτοχρόνως και μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη, δύσκολα οικοδομήσιμη όμως στα ερείπια εντός παγκοσμίου πολέμου.

«Μέσα από την απειλή της άρνησης η της τιμωρίας», γράφει στην Επιθεώρηση «Foreign Affairs» (Ελληνική έκδοση) ο Άντριου Κρεπινεβιτς, συνεργάτης του Ινστιτούτου Hudson, η αποτροπή βοήθησε να διατηρηθεί η ειρήνη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για πάνω από επτά δεκαετίες. Ακόμη και 30 χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, παραμένει στην καρδιά της αμυντικής στρατηγικής των ΗΠΑ. Η στρατηγική εθνικής άμυνας του 2018, για παράδειγμα, ξεκινά με την δήλωση ότι «…η διαρκής αποστολή του Υπουργείου Άμυνας είναι να παρέχει στρατιωτικές δυνάμεις μαχητικά αξιόπιστες, αναγκαίες για την αποτροπή του πολέμου και την προστασία του έθνους μας…».

Μέχρι τώρα λοιπόν, αυτή η δήλωση έχει γίνει τόσες πολλές φορές και επί δεκαετίες, ώστε αποτελεί άρθρο πίστης. Το πολύ σοβαρό ερώτημα όμως είναι αυτό του κατά πόσον στον σημερινό πολυπολικό κόσμο με τις συνεχώς αυξανόμενες ασύμμετρες απειλές, η παραδοσιακή στρατηγική της αποτροπής ισχύει.   

Κατά τον Άντριου Κρεπινεβιτς, αυτή η θεώρηση, που κάποιοι θεωρούν σιγουριά είναι βαθιά λανθασμένη. Στην πραγματικότητα, η αποτροπή της επιθετικότητας έχει γίνει όλο και πιο δύσκολη και εξακολουθεί να γίνεται δυσκολότερη, ως αποτέλεσμα εξελίξεων τόσο τεχνολογικών όσο και γεωπολιτικών. Η εποχή της πρωτοφανούς στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ που ακολούθησε τον Ψυχρό Πόλεμο έχει τελειώσει, οδηγώντας σε ανανεωμένο ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και δύο μεγάλων ρεβιζιονιστικών δυνάμεων, της Κίνας και της Ρωσίας. Ο στρατιωτικός ανταγωνισμός επεκτείνεται σε αρκετούς νέους τομείς, από το διάστημα και τον κυβερνοχώρο έως τον πυθμένα της θάλασσας, και οι νέες δυνατότητες καθιστούν δυσκολότερη την ακριβή μέτρηση της ισορροπίας της στρατιωτικής ισχύος. Εν τω μεταξύ, οι επιστημονικές πρόοδοι και η ραγδαία διάχυση γνώσεων που κυκλοφορούν ταχύτατα, αμφισβητούν τις θεωρητικές βάσεις της αποτροπής. Δεν είναι λίγοι έτσι αυτοί που υποστηρίζουν ότι στην σημερινή συγκυρία, ανατρέπεται η κατανόησή μας για τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, ενω η πρόοδος της επιστήμης της γνώσης αμφισβητεί τις θεωρητικές βάσεις της αποτροπής, ανατρέποντας την κατανόησή μας για το πως οι πληθυσμοι αντιμετωπίζουν πιθανότητες πολέμου.

Βάζοντάς τες μαζί, αυτές οι εξελίξεις οδηγούν σε ένα αναπόφευκτο – και ενοχλητικό – συμπέρασμα: Η μεγαλύτερη στρατηγική πρόκληση της τρέχουσας εποχής δεν είναι ούτε η επιστροφή της αντιπαλότητας των μεγάλων δυνάμεων, ούτε η διάδοση των προηγμένων όπλων. Είναι η παρακμή της αποτροπής.          

Με πιο απλά λόγια, βλέπουμε μια …θεμελιακή διάσταση της περίφημης «ισορροπίας του τρόμου»να καταρρέει,γεγονός που αφ’ εαυτό λέει πολλά. Διότι αν η εξέλιξη αυτή συνδυαστεί με την παγκοσμιοποίηση του λαϊκισμού – αυταρχισμού, την άνοδο στην εξουσία πολιτικών με υψηλό δείκτη ναρκισσισμού και έντονο παραλογισμό και την ρητορική περί οικονομικών πολέμων και προστατευτισμών, τα νέα δεν είναι ιδιαίτερα καλά. 

Από την άποψη αυτή λοιπόν, οι ΗΠΑ έχουν μεγάλες ευθύνες στην παγκόσμια σκηνή και δεν πρέπει να δίνουν την εντύπωση ότι διαχειρίζονται το παγκόσμιο γίγνεσθαι, όπως ένα προπολεμικό  παντοπωλείο. Με όλο το σεβασμό προς την ευγενή αυτή δραστηριότητα.

Οι τελευταίοι αμερικανικοί χειρισμοί στον πόλεμο της Συρίας είναι ανεύθυνοι,επιδερμικοί και ασφαλώς επικίνδυνοι για το μέλλον μιας εύφλεκτης περιοχής, στην οποιαν οι ΗΠΑ δημιούργησαν τεράστια προβλήματα,νομίζοντας ότι προσφέρουν λύσεις.Δυστυχως για το κύρος της υπερδύναμης,ο πρόεδρος της πέρα από ανιστόρητος δεν μπορεί να κρύψει και ποσό κακομαθημένος μπέμπης είναι..    Παίζει ανεύθυνα ετσι με την αποτροπή ,ενισχύοντας τις ασύμμετρες απειλές του αύριο.

 

Διαβάστε επίσης