Στο περιοδικό People έδωσε συνέντευξη ο Δημήτρης Πιατάς, ο οποίος μίλησε μεταξύ άλλων και για την καλή εποχή, όπου το χρήμα έρεε άφθονο.
Πότε ένιωσες να το καταφέρνεις;
Θα σου πω το εξής, η παιδικότητα μου είχε θεατρικότητα, ερήμην μου. Συμβαίνει σε πάρα πολλά παιδιά αυτό και όταν το αντιλαμβάνομαστε συνήθως λέμε «αυτός θα γίνει θεατρίνος». Εγώ ήμουν ένα παιδί που του άρεσε να παίζει. Ήμουν χαριτωμένος χωρίς να έχω θράσος. Έκανα τον Καραγκιόζη, διοργάνωνα προβολές ταινιών, έβγαζα περιοδικό στο σχολείο…
Τι όνομα είχες δώσει στο περιοδικό;
Το έγραφα και το τύπωνα ο ίδιος. Το ονόμαζα «Σανσελόρ», από ένα άγνωστο έργο του Ιούλιου Βερν που μου άρεσε πολύ. Ήταν ένα περιοδικό ποικίλης ύλης. Έτσι έβγαζα το χαρτζιλίκι μου. Πρόσφατα βρήκα ένα παλιό συμμαθητή και μου είπε ότι έχει ένα τεύχος, το οποίο έχει φυλάξει ως ανάμνηση. Του απάντησα «πρόσεξε! Μελλοντικά μπορεί να το πουλήσουμε» (γέλια). Πήγαινα σε ένα βαρβάτο σχολείο και είχα πολλούς συμμαθητές που αργότερα στη ζωή τους κατέλαβαν διάφορους υπουργικούς θώκους. Έγιναν επίσης, δημοσιογράφοι, παρουσιαστές, καθηγητές πανεπιστημίων. Ένας εξ’ αυτών έχει όνομα και μάλλον τον γνωρίζεις. Λέγεται Γιώργος Κοσκωτάς!
Σοβαρά;
Ναι, ήταν έναν χρόνο μικρότερός μου αλλά γνωριζόμασταν όλοι με τον τρόπο μας. Γενικά, ήμασταν μια περίεργη γενιά. Και στο θέατρο αργότερα…
Τι γενιά ήταν αυτή;
Νομίζω ότι τώρα πια, μπορώ να κάνω ένα flashback και να πω πως ήταν μια γενιά με πολύ ενδιαφέρον γιατί ερχόταν από ένα ισχυρό θεατρικό κατεστημένο. Από τη μία το θέατρο Τέχνης, αυστηρό και κλειστό, από την άλλη το Εθνικό με όλους αυτούς τους σπουδαίους: Μινωτής, Παξινού, Βόκοβιτς, Βαλάκου, Χατζηαργύρη. Και ήταν και ο κινηματογράφος, Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ. Δεν υπήρχε χώρος για τους νέους. Το αντίθετο δηλαδή, απ΄ ότι συμβαίνει σήμερα.
Σήμερα, πρωταγωνιστούν οι νέοι. Και σωστά πρωταγωνιστούν. Η δική μας θεατρική γενιά βγήκε ως ρωγμή σε αυτό το καθεστώς. Δεν ήταν ούτε όμορφη, ούτε ρωμαλέα όπως ο Κούρκουλος. Ήταν πιο αρρωστιάρικη, βλέπε Γιώργος Κιμούλης, Λάκης Λαζόπουλος, Άννα Παναγιωτοπούλου, Μίρκα Παπακωνσταντίνου. Η οποία γενιά όμως, δεν είχε πρόβλημα με τον εαυτό της, ήξερε να αυτοσαρκάζεται κι αφουγκράστηκε την ατμόσφαιρα της εποχής. Ένας κόσμος κατέρρεε και ένας καινούργιος κόσμος ερχόταν. Όχι απαραίτητα καλύτερος. Θα έλεγα ότι αυτός ο κόσμος που ήρθε μετά, εξελίχθηκε σε λαμόγια. Με φούσκες επιτυχίες και ένα lifestyle που πληρώνουμε τώρα.
Πώς σε καθόρισε αυτή η εποχή;
Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι μας έδωσε επιτυχία, η οποία μεταφράστηκε εμπορικά και καλλιτεχνικά. Μας πρόσφερε χρήματα, ευμάρεια, αγοράσαμε αυτοκίνητα, αγοράσαμε σπίτια, άσχετα αν χρεοκοπήσαμε μετά. Όλα αυτά όμως, έγιναν από τη δουλειά μας. Τώρα τα παιδιά μας είναι «η γενιά της κρίσης». Αν ο μπαμπάς δεν έχει στην Κορώνη χρήματα, δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα.
Είπες πριν ότι σωστά πρωταγωνιστούν οι νέοι σήμερα. Είναι ωραίο να το ακούς αυτό. Γιατί δείχνει έναν άνθρωπο χορτασμένο και ακομπλεξάριστο.
Δεν είμαι ακομπλεξάριστος, είμαι πραγματιστής. Κανένας δεν μπορεί να σου πάρει τη δουλειά, αν κάνεις για τη δουλειά. Δεν ευθύνεται ο άλλος που καλύπτει το κενό που άφησες εσύ. Λίγη αυτοκριτική… Η Τέχνη δεν είναι ανταγωνιστική, μας την πουλούν ανταγωνιστικά. Εγώ κερδίζω από τη νέα γενιά, τους γνωρίζω και χαίρομαι που δουλεύω μαζί τους, όπως τώρα στον Προμηθέα. Πίστεψέ με, υπάρχει σοφία και στο μωρό που γεννιέται. Ανοιχτά μάτια θέλει ο καλλιτέχνης. Και να εισπράττει τη σοφία των άλλων για να την προσθέτει στη δικιά του και να γίνεται καλύτερος υποκριτής.