Η εκλογή της νέας κυβέρνησης δημιούργησε εύλογα ισχυρές προσδοκίες για θετικές εξελίξεις στην οικονομία, με επιτάχυνση των ρυθμών μεγέθυνσής της και άνοδο της ευημερίας των νοικοκυριών.
Οι προσδοκίες αυτές αποτυπώθηκαν, με την ισχυρή άνοδο στην αγορά ελληνικών μετοχών και ομολόγων στο διάστημα ανάμεσα στις ευρωπαϊκές και τις εθνικές εκλογές. Υπάρχει ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας και περιθώριο για αισιοδοξία καθώς, δέκα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, οκτώ χρόνια με τρία προγράμματα προσαρμογής με το τελευταίο να ολοκληρώνεται τυπικά τον περασμένο Αύγουστο, την οικονομία να έχει ισορροπήσει μέσα και από τη συσσωρευμένη βαθιά ύφεση, υπάρχει η δυνατότητα για τη νέα ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία και με τη νέα ευρωπαϊκή επιτροπή, να δρομολογήσουν την ισχυρότερη ανάπτυξη της χώρας.
Η σημερινή συγκυρία βρίσκει την ελληνική οικονομία σε ανοδική τροχιά, αλλά με ρυθμούς μεγέθυνσης που είναι σχετικά ασθενείς. Κατά το τρέχον έτος, ο ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί κάτω από 2%, πιθανότερα πέριξ του 1,8%. Αυτός ο ρυθμός μεγέθυνσης, είναι σαφώς κατώτερος από αυτόν που είχε τεθεί ως στόχος από την οικονομική πολιτική.
Ταυτόχρονα, η παραγωγικότητα, ο κύριος παράγοντας που προσδιορίζει τα εισοδήματα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, υπολείπεται σημαντικά των ευρωπαϊκών μέσων όρων, ενώ οι δημογραφικές τάσεις είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικές.
Πρέπει να είναι σαφές πως ο στόχος δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στην προ κρίσης «κανονικότητα», αλλά ο δομικός μετασχηματισμός της οικονομίας.
Υπάρχουν πολλές κρίσιμες προκλήσεις στο αμέσως επόμενο διάστημα, που έχουν κληρονομηθεί από προηγούμενες επιλογές της οικονομικής πολιτικής. Η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η επιστροφή καταθέσεων και γενικότερα, η ενίσχυση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος. Ο τομέας ενέργειας, με άνοιγμα της αγοράς, η προστασία των αδύναμων νοικοκυριών, με ενίσχυση και στόχευση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, και η στήριξη της νέας οικογένειας.
Η προσέλκυση επενδύσεων και η βελτίωση του άμεσου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος και η στήριξη της έρευνας και της καινοτομίας.
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών είναι μονόδρομος και πρέπει να εστιαστεί στην ενίσχυση των κινήτρων για παραγωγή και αποταμίευση και όχι στην κατανάλωση.
Αν η φορολογία στα εισοδήματα απλοποιηθεί, ενοποιηθεί ανεξάρτητα από την πηγή και πολλές από τις εξαιρέσεις καταργηθούν, πολύ χαμηλότεροι συντελεστές θα απέφεραν τα ίδια έσοδα στα κρατικά ταμεία, ενισχύοντας την ανάπτυξη και χρηματοδοτώντας και ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για τους ασθενέστερους. Όσο η φορολογική βάση είναι μικρή, οι φορολογικοί συντελεστές είναι εξαιρετικά υψηλοί, αποθαρρύνοντας την παραγωγική δραστηριότητα και την φορολογική συμμόρφωση, σε έναν φαύλο κύκλο.
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα θα πρέπει να συνοδευτεί από σταδιακή μετάβαση σε ένα σύγχρονο ασφαλιστικό σύστημα. Με το υπάρχον, πλήρως διανεμητικό σύστημα, οι εισφορές έχουν μικρή μόνο σχέση με τις μελλοντικές συντάξεις, ιδιαίτερα μετά τις οριζόντιες περικοπές, και επομένως αντιμετωπίζονται από τους εργαζόμενους ως επιπλέον φόρος και όχι ως αποταμίευση που τους ανήκει. Οι εισφορές στο υπάρχον σύστημα, που στηρίζουν το αναδιανεμητικό σκέλος του, θα πρέπει να μειωθούν ώστε να υπάρχουν και εισφορές σε προσωπικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς, με κίνητρα για αποταμίευση και ενίσχυση της εργασίας, ιδίως της νέας γενιάς. Η μετάβαση σε ένα τέτοιο σύστημα έχει σχετικά χαμηλό κόστος ενώ τα οφέλη για την οικονομία θα είναι πολύ υψηλά. Η κατάλληλη αναμόρφωση του φορολογικού και του ασφαλιστικού συστήματος από κοινού, μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας.
Η ανάπτυξή στα επόμενα χρόνια για την ελληνική οικονομία, μπορεί να είναι ισχυρή, αλλά μόνο υπό όρους. Το παράθυρο ευκαιρίας είναι σημαντικό και δεν πρέπει να χαθεί.