Το πλέον αποδεκτό βασικό αξίωμα των διεθνών αγορών είναι ότι κάθε μορφής παρέμβαση, πολιτική ή οικονομική, αποτελεί το εφαλτήριο κινήσεων τόσο των χρηματιστηρίων και κεφαλαιαγορών, όσο και των αγορών συναλλάγματος.
Σε μία περίοδο όμως, όπου η δυναμική των αγορών σηματοδοτεί την διαμόρφωση ευρύτερων πολιτικών, εύλογα θα διερωτηθεί κανείς για το αν υπάρχει δυνατότητα όσων προωθούν πολιτικές σε υψηλό επίπεδο να εκμεταλλευθούν την «εσωτερική» αυτή πληροφόρηση για ίδιο οικονομικό όφελος.
Είναι σίγουρο πως το ερώτημα αυτό όχι μόνον πλανάται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις κατά το παρελθόν κινήσεις χειραγώγησης των αγορών που προκάλεσαν αντίμετρα από πλευράς κυβερνήσεων απέδωσαν ανυπολόγιστα πολλές οφέλη σε όσους ενορχήστρωναν τις τακτικές αυτές.
Η πρώτη απόδειξη γενικευμένης επιτυχημένης χειραγώγησης αποτέλεσε ο «στραγγαλισμός της στερλίνας» από τον Σορο το 1991. Η αντίδραση της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας στις κινήσεις και τα συνεπακόλουθα κέρδη, ανέδειξαν την πρώτη ένδειξη ρωγμής στην μέχρι εκείνη την στιγμή επικρατούσα θεωρία πως οι οικονομίες και κατ επέκταση οι αγορές των ισχυρότερων χωρών ήταν προστατευμένες από τέτοιας μορφής επιθέσεις.
Έκτοτε βέβαια έχει αλλάξει εντελώς τόσο η μορφή, όσο και η φιλοσοφία λειτουργίας των αγορών. Η παροχή υπερβολικής ρευστότητας τόσο από την Fed, όσο και από την ΕΚΤ, διαμόρφωσαν ένα περιβάλλον εξαιρετικά σύνθετο σε τέτοιο βαθμό που το πλαίσιο των δράσεων και αντιδράσεων δεν αναδεικνυόταν μετά τις όποιες κινήσεις ή εξαγγελίες, αλλά σε χρόνο πρωθύστερο. Κατά συνέπεια σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον που τα τελευταία χρόνια διαμορφώνεται στα πλαίσια διαχείρισης κρίσεων –τεχνητών ή μη – το διακύβευμα, όπως το αναδεικνύουν οι αγορές, εκτιμάται σε πολλά δισεκατομμύρια όποιο και αν είναι το νόμισμα υπολογισμού.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το «έξυπνο» χρήμα μπορεί να δράσει προβλέποντας τις εξελίξεις, όπως η φούσκα της αγοράς ακινήτων και η τραπεζική κρίση το 2007. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου πολιτικές αποφάσεις με οικονομικές συνέπειες μπορού να αποτελούν επενδυτικό «προνόμιο» εκείνων που είτε έχουν προνομιακή σχέση με την πληροφορία (insiders), είτε είναι εκείνοι που άμεσα λαμβάνουν την πολιτική απόφαση.
Δεν έχουμε παρά να παρατηρήσουμε την πορεία των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων σε διάφορες σημαντικές περιπτώσεις για να αναρωτηθούμε αν τα στεγανά διάχυσης και συνεπακόλουθης εκμετάλλευσης της κάθε πληροφορίας υπάρχουν και είναι τόσο ασφαλή στο βαθμό που κανένας πολιτικός δεν μπορεί να κερδοσκοπήσει στην βάση των δικών του αποφάσεων.
Χαρακτηριστική περίπτωση στο εγχώριο πεδίο, η περίοδος του δημοψηφίσματος του 2015. Κάθε πολιτική εξέλιξη σχετιζόμενη με την διαπραγμάτευση - όπως αυτή διαμορφωνόταν από τον τότε Υπουργό Οικονομικών καθηγητή Βαρουφάκη με ειδικότητα την θεωρία των παιγνίων - καθώς και κάθε πολιτική επιλογή μετά το δημοψήφισμα, σηματοδοτούσε κατά καθοριστικό τρόπο την πορεία των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων.
Οι συνεχιζόμενες τοποθετήσεις δε διαφόρων υπουργών κατά την διαδικασία σύνταξης του πρόσφατου προϋπολογισμού, καθώς και η ανάδειξη μίας ασαφούς γνώσης της πραγματικής πορείας της οικονομίας, αποτελούν από μόνα τους γεγονότα προβληματισμού. Η αδυναμία αυτή, τεχνητή ή μη σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις, εξακολουθεί να σηματοδοτεί την πορεία των κρατικών ομολόγων.
Η περίπτωση του δημοψηφίσματος για το Brexit αποτελεί άλλη μία χαρακτηριστική περίπτωση δυνατότητας κερδοσκοπίας πολιτικών με βάση την κεντρική πολιτική επιλογή μίας κυβέρνησης. Ειδικά όπως αυτή εξελίχθηκε κατά την διαδικασία αναμονής του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και τις δηλώσεις πολιτικών πρίν ακόμα ανακοινωθεί το τελικό αποτέλεσμα. Η ταχύτητα με την οποία έσπευσαν βασικοί υποστηρικτές της εξόδου όπως ο N. Farage – πρώην χρηματιστής – να αποδεχθούν την ήττα της θέσης τους πριν το τελικό αποτέλεσμα, διαμόρφωσε ένα κερδοσκοπικό περιβάλλον σημαντικής κινητικότητας στην ισοτιμία της στερλίνας.
Ελάχιστοι γνωρίζουν το ύψος των κεφαλαίων που «παίχτηκαν» εν αναμονή του τελικού αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. Το ερώτημα όμως που αρχίζει να αναδεικνύεται στην Βρετανία είναι κατά πόσο οι δηλώσεις διαμόρφωσαν ένα κερδοσκοπικό πεδίο για εκείνους που τις έκαναν. Ερώτημα με προεκτάσεις ως προς τον ρόλο των πολιτικών στην διαμόρφωση ή στήριξη ενός ευρύτερου κερδοσκοπικού περιβάλλοντος με πολιτικές και δηλώσεις που σκόπιμα ή από λάθος εκτιμήσεις προωθούνται.
Ο συνεχιζόμενος εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας καθώς αυτός διαμορφώνεται μέσα από τις ανακοινώσεις μέσω twitter του Ντ. Τραμπ, η πορεία των επιτοκίων από το Fedεν μέσω αντιδράσεων του προέδρου των ΗΠΑ, καθώς και η ξαφνική απόφαση αποχώρησης των στρατιωτικών δυνάμεων από την Συρία, διαμορφώνουν επίσης περιβάλλον μονοδιάστατης γνώσης αποφάσεων ή ενεργειών με σαφή επίδραση στην ισοτιμία του δολαρίου.
Πρόσφατα η κρίση μεταξύ Ιταλίας και Ε.Ε. πυροδοτήθηκε εξ αιτίας της θέσης της νέας κυβέρνησης αναφορικά με την πολιτική παροχών και κατ επέκταση του υπό διαμόρφωση ελλείμματος του προϋπολογισμού. Η κρίση διαμόρφωσε ένα τοξικό περιβάλλον στην αγορά ομολόγων. Όμως, με γνώση μόνον των δύο εμπλεκομένων πολιτικών του κυβερνητικού συνασπισμού και πιθανώς ελάχιστον άλλων πολιτικών, η σκληρή γραμμή άλλαξε «εν μία νυκτί». Η αγορά των ομολόγων ομαλοποιήθηκε διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον έντονης κερδοσκοπίας και σημαντικών κερδών για όσους είχαν την «εσωτερική» αυτή πληροφόρηση.
Τα παραπάνω αποτελούν μόνον λίγα από τα παραδείγματα που αναδεικνύουν το πόσο επιρρεπής είναι πλέον οι αγορές που καθορίζουν την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας σε πολιτικές αποφάσεις που ενίοτε γνωρίζουν μόνον λίγοι εντός των πολιτικών συστημάτων. Η σημερινή πραγματικότητα δυστυχώς χαρακτηρίζεται από έναν φαύλο κύκλο στρεβλότητας και έλλειψης εγγυήσεων προς τον απλό πολίτη για την άνευ οικονομικής ιδιοτέλειας λήψη πολιτικών αποφάσεων.
Ένα περιβάλλον που ενώ φαινομενικά τουλάχιστον αγωνίζεται για την ανάδειξη θεσμών όπως εταιρική διακυβέρνηση, μετοχικό ακτιβισμό και πρόληψη από το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος, αδυνατεί να αναδείξει τα ηθικά πλαίσια εντός των οποίων ο πολίτης να αισθάνεται πως δεν συμμετέχει σε επενδυτικές διαδικασίες όπου οι έχοντες την «εσωτερική» πληροφόρηση – πιθανώς πολιτικοί - θα έχουν την δυνατότητα να κερδοσκοπήσουν εις βάρος του.