Εισήγηση της βουλευτού Αχαϊας Σίας Αναγνωστοπούλου στην επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων επί του σ/ν του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων: «Συνέργειες Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με τα Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, Παλλημνιακό Ταμείο και άλλες διατάξεις».
Αναλυτικά η ομιλία:
Το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα και με το οποίο εγκαινιάζουμε τη νέα χρονιά, θεωρώ ότι είναι ένα νομοσχέδιο ιστορικής σημασίας, έχοντας επίγνωση και ως ιστορικός, του όρου της διατύπωσης που χρησιμοποιώ.
Καταρχάς, θα έλεγε κανείς, ότι εντάσσεται, εμπεδώνει και ενισχύει τη στρατηγική του ενιαίου χώρου της Ανώτατης Εκπαίδευσης, έτσι όπως έχει εγκαινιαστεί με την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και συνεχίστηκε με την αναδιάταξη και αναδιάρθρωση του Ιόνιου Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σε συνέργεια με τα αντίστοιχα Τ.Ε.Ι..
Θα έλεγα όμως, ότι εδώ έχουμε μια μεγάλη ιδιαιτερότητα. Έχουμε περισσότερα Ιδρύματα αριθμητικά - σημαντικά ιδρύματα, όχι ότι τα προηγούμενα δεν ήταν - και έχουμε και μια μεγάλη έκταση στο χώρο, μια γεωγραφικότητα πολύ εκτεταμένη, άρα έχουμε συνέργειες και στον χώρο και ως προς τον αριθμό των Ιδρυμάτων.
Σε αυτό θα επιμένουμε πάρα πολύ και δεν έχει μόνο σημασία για λόγους δημοκρατίας, αλλά όταν ειδικά στην Ανώτατη Εκπαίδευση η διαβούλευση ξεκινάει από κάτω σε ένα σχέδιο που έχει εκπονήσει μεν το Υπουργείο, αλλά είναι οι ίδιοι οι φορείς, οι ενδιαφερόμενοι που συζητάνε, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία γιατί μέσα από αυτή την συζήτηση αποδεσμεύονται νέες δυνάμεις και ξαναβρίσκουνε το ρόλο τους σε ένα νέο πλαίσιο. Το κυριότερο όμως είναι ότι αυτές οι δυνάμεις που αποδεσμεύονται, είναι αυτές που θα δώσουν και προοπτική στην υλοποίηση του νομοσχεδίου. Σε ένα νόμο αρχίζει να φαίνεται η υλοποίησή του όταν οι άνθρωποι που εμπλέκονται είναι αυτοί που θα το κουβαλήσουν στην πλάτη τους. άρα, αυτό είναι πολύ σημαντικό κι εμείς που προερχόμαστε από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, την υπηρετούμε και ξέρουμε πόσο σημαντικό είναι να μην έρχεται ένα νομοσχέδιο από πάνω, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη του τις πραγματικότητες που έχουν δημιουργηθεί ήδη στα ανώτατα ιδρύματα.
Σε τι ερωτήματα απαντάει το παρόν νομοσχέδιο; Γιατί το κρίσιμο πάντα όταν έχουμε ένα νόμο και αφορά την εκπαίδευση και ειδικά την ανώτατη εκπαίδευση, είναι σε ποια ερωτήματα θέλει να απαντήσει, δηλαδή τι τίθενται από την εποχή μας, αλλά και από την πραγματικότητα του τόπου μας, της χώρας μας. Βγαίνουμε από μία μεγάλη κρίση. Τι ανέδειξε αυτή η μεγάλη κρίση; Ανέδειξε ένα πάρα πολύ σημαντικό πράγμα τουλάχιστον για το δικό μας κόμμα και για τη δική μας κυβέρνηση. Χωρίς αλληλεγγύη όλων των δυνάμεων του τόπου που να συντείνουν σε ένα σχέδιο αναπτυξιακό, παραγωγικό με πρόσημο κοινωνικό, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να βγούμε από την κρίση. Αυτό αν το συνδυάσει κανείς με την παγκοσμιοποίηση και τις προκλήσεις που θέτει, τα ερωτήματα είναι βασανιστικά και οι απαντήσεις πρέπει να είναι αυτού του επιπέδου. Η ανώτατη εκπαίδευση πάντα στη χώρα μα στα ανώτατα ιδρύματα αποτέλεσαν την ατμομηχανή οποιουδήποτε σχεδιασμού έκανε αυτό το κράτος. Άρα, λοιπόν, μας ενδιαφέρει να δούμε τι απαντήσεις δίνει το παρόν νομοσχέδιο.
Συνέργειες τριών μεγάλων ιδρυμάτων πανεπιστημιακών με δύο μεγάλα τεχνολογικά ιδρύματα της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας. Το πρώτο ερώτημα το έθεσε και ο Υπουργός για να ξεκινήσουμε από αυτά που είναι πιο εύκολο να απαντηθούν. Δεν είναι ελάσσονα, αλλά είναι πιο εύκολα να απαντηθούν γιατί είναι μερικά και να πάμε στο πιο γενικό. Τεχνολογική εκπαίδευση και πανεπιστήμια 21ου αιώνα. Λένε πολλοί, το λέει και η Νέα Δημοκρατία ότι η Τεχνολογική Εκπαίδευση να πανεπιστημιοποιηθούν, να γίνουν πανεπιστήμια εφαρμοσμένων επιστημών κ.λπ.. Εγώ θα έλεγα, παρόλο που κάποια στιγμή το σκεφτόμουν και εγώ η ίδια προσωπικά, αναζητώντας όμως τι γίνεται στη διεθνή κοινότητα, είδα ένα πράγμα. Όχι μόνο ο όρος «εφαρμοσμένες επιστήμες» δεν είναι δόκιμος, αλλά η αντίληψη ότι ένα τεχνολογικό ίδρυμα το βαπτίζω πανεπιστήμιο, είναι αποτυχημένη από την δεκαετία του ’90 και η Αγγλία αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα. Είναι αποτυχημένη και μέλει να αποτύχει και για έναν άλλο πρόσθετο λόγο είναι. Όταν δούμε τι είναι το πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα και είναι μία συζήτηση που στη χώρα μας θα έπρεπε να είχε γίνει, ευτυχώς γίνεται τώρα έστω και με καθυστέρηση, έστω και μετά από μία κρίση, για να το κωδικοποιήσω με μία διατύπωση πολύ ωραία της φίλης και συναδέλφου, της Φωτεινής Βάκη, είναι αυτό που υπηρετεί τον Αριστοτέλη και τη βιοτεχνολογία, που έχει την κριτική θεωρία και το επιστημονικό επιχειρηματικό πάρκο.
Μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Αυτό είναι το μείζον ερώτημα. Μπορεί η μια επιστήμη, το ένα σύστημα επιστημών, θεωρητικές και θετικές επιστήμες, να αιμοδοτήσουν η μία την άλλη, το ένα το άλλο σύστημα; Αν δεν μπορεί να γίνει αυτό, τότε αποτυγχάνουμε σε αυτό που λέγεται πανεπιστήμιο 21ου αιώνα. Είναι μεγάλη μου η χαρά και ελπίζω ότι στην κατά άρθρο συζήτηση, επειδή έχουμε κάνει και έναν πίνακα με τα νέα τμήματα, να δείξουμε πόσο σημαντικό είναι ότι στις θεωρητικές επιστήμες, για παράδειγμα, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ιδρύονται νέα τμήματα τα οποία είναι συνδυαστικά και ενισχύονται οι θεωρητικές επιστήμες με τη βοήθεια των επιστημών που θα ονομάζαμε τεχνολογικές ή θετικές, όπως θα τις έλεγα εγώ.
Επομένως, αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα, γιατί η πρόκληση που αντιμετώπισαν τα πανεπιστήμια, στην Ευρώπη και διεθνώς, ήταν η έλλειψη αιμοδοσίας και αλληλοτροφοδοσίας του ενός επιστημονικού τομέα στον άλλο και αυτό έκανε τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές να συρρικνώνονται ως μη έχουσες πια καμία υλική υπόσταση. Από την άλλη μεριά, έκανε τις τεχνολογικές επιστήμες να γίνονται απολύτως αγοραίες, δηλαδή ό,τι ζητάει η αγορά. Το πανεπιστήμιο, λοιπόν, του 21ου αιώνα στην Ελλάδα πρέπει να καθοδηγήσει την αγορά. Πρέπει αυτό να δώσει το έναυσμα και να είναι η ατμομηχανή για το τι θέλει και να υπαγορεύσει στην αγορά και όχι το αντίθετο, για να μπορούμε να πούμε ότι θα έχουμε μια ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσωπο.
Θα έρθω σε ένα άλλο θέμα, το οποίο για μένα είναι πολύ σημαντικό, το οποίο έθιξε και ο κύριος Υπουργός και χαίρομαι για αυτό. Ας πάρουμε τα τρία μεγάλα ιδρύματα τα οποία μπαίνουν σε συνέργεια για αυτό το μεγάλο εγχείρημα, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, το Γεωπονικό και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, το οποίο ιδρύθηκε το 1838, θεωρώ ότι ξαναβρίσκει την αποστολή του μέσα σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό, ο οποίος εκπονείται από την Κυβέρνηση. Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο είναι το παλαιότατο πανεπιστήμιο της χώρας, αλλά όχι μόνο της χώρας. Είναι των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου.
Ο ρόλος που επιτέλεσε το Πανεπιστήμιο αυτό ήταν ένας ρόλος υπερεδαφικός ανάμεσα στους άλλους ρόλους, δηλαδή η αποστολή του ήταν η εκπαίδευση και η διαπαιδαγώγηση του ελληνισμού εντός και εκτός Ελλάδος. Από την άλλη μεριά, όμως, ήταν και η ατμομηχανή για να καταστήσει το Ελληνικό Κράτος ένα φωτισμένο κράτος, ότι καλώς ανήκει σε αυτό το δυτικό κόσμο και το ελληνικό έθνος στα φωτισμένα έθνη. Λειτούργησε, λοιπόν, υπερεδαφικά και ως ατμομηχανή, η οποία είχε τον τεράστιο ρόλο να κάνει αυτό το κράτος ένα κράτος δυτικό, με τις επιστήμες, με την καινοτομία που εισήγαγε και λοιπά.
Το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο του 1920 είναι ένα Πανεπιστήμιο το οποίο εξορθολόγησε και έφερε την καινοτομία, ούτως ώστε να αναδειχθούν οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Ήταν το κατεξοχήν Πανεπιστήμιο της γης και της ζωής, όπως αποκαλείται κιόλας. Άρα, λοιπόν, είναι ένα Πανεπιστήμιο καινοτόμο και παραγωγικό, η ατμομηχανή των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας και για αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, από την άλλη, που είναι και το νεότερο, έχοντας 35 χρόνια λειτουργίας, ήταν το πιο καινοτόμο Πανεπιστήμιο, αυτό που έφερε τη διεπιστημονικότητα, άγνωστη μέχρι τότε στα καθ' ημάς, αλλά πολύ εκτεταμένη τότε ήδη στην Ευρώπη.
Μας έδωσε καινούργιους ορίζοντες στις ήδη παραδοσιακές επιστήμες, τροφοδότησε λοιπόν την επιστήμη στην Ελλάδα με ένα νέο τρόπο. Θα έλεγα δανειζόμενη το έμβλημα του Πανεπιστημίου Σμύρνης που είχε ονειρευτεί, οραματιστεί ο Βενιζέλος φως εξ’ ανατολών. Μια διεπιστημονικότητα έτσι όπως καλλιεργείται στην Ελλάδα.
Αυτά λοιπόν τα τρία Πανεπιστήμια, κάνουν μια συνέργεια πάρα πολύ σημαντική με τα δύο ΤΕΙ της Στερεάς Ελλάδας και Θεσσαλίας, τα οποία σε αρκετά τμήματά τους έχουν επιδείξει καινοτομία, έρευνα πολύ σημαντική, συνεργούν για ποιους λόγους; Για εμένα αυτές οι συνέργειες είναι καταρχάς ένα μεγάλο θέμα αλληλεγγύης και δείγματος μιας άλλης προοπτικής για ανάπτυξη σε αυτή τη χώρα. Ξεπερνάει τους τοπικισμούς και τις τοπικότητες.
Ένα μεγάλο πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην ανώτατη εκπαίδευση και ήταν πρόβλημα της ανάπτυξης της ίδιας της χώρας και θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό οδήγησε και στην χρεοκοπία, ήταν ότι αυτή η ίδρυση τμημάτων κατακερματισμένων και διάσπαρτων στον τόπο, δημιουργούσαν ανταγωνισμούς ανάμεσα στις πόλεις και από την άλλη μεριά, δεν ωθούσαν τα Ιδρύματα να συνεργήσουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο το οποίο θα είναι υπεράνω τοπικοτήτων. Συν βέβαια επέτρεπαν να δημιουργούνται και πελατειακά δίκτυα. Τώρα με αυτές τις συνέργειες που έχουμε φτιάχνεται, ιδρύεται, διαμορφώνεται ένας ακαδημαϊκός χώρος ο οποίος είναι πάνω από τους τοπικισμούς και τις τοπικότητες ή αν θέλετε όλα αυτά τα επιμέρους κομμάτια, οι τόποι, συλλειτουργούν πρέπει να συλλειτουργήσουν πάνω από τους ίδιους τους τους εαυτούς. Για μένα αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Περνάμε σε ένα άλλο επίπεδο. Αν η δεκαετία του ΄90-2000 χαρακτηρίστηκε στον τόπο μας από τον φοιτητή και τον πανεπιστημιακό καταναλωτή γιατί εν τέλει το δημιουργό τμήμα σε κάθε πόλη ξεκάρφωτο το ένα από το άλλο τι σήμαινε ή ακόμα και αν δεν ήταν αυτή η αρχική πρόθεση εκεί κατέληγε, ο φοιτητής καταναλωτής όπως το ακούμε συνέχεια ή ο πανεπιστημιακός καταναλωτής. Τώρα λοιπόν, το να φτιάχνεται ένα ακαδημαϊκό έδαφος, ξαναπαίρνει τη λειτουργία του και ο πανεπιστημιακός και ο φοιτητής καταρχάς σε μια κοινότητα ακαδημαϊκή που εκεί έχει πολύ μεγάλη σημασία το πώς θα λειτουργήσει.
Το δεύτερο το να απαντήσει κανείς στο Πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα, και να προσπαθήσει να δημιουργήσει αυτές τις μεγάλες συνέργειες διαφορετικά και με τις προκλήσεις που θέτει η παγκοσμιοποίηση δεν υπάρχει μέλλον. Το κρίσιμο είναι να μη πάμε στον φοιτητή πελάτη ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά να αξιοποιήσουμε αυτά που τα ίδια τα Ιδρύματα και εν μέσω κρίσης και με αυταπάρνηση των ανθρώπων που δούλευαν σε αυτά, κατόρθωσαν να φτιάξουν. Να μην πάμε δηλαδή ούτε σε ένα νόμο Διαμαντοπούλου από τα πάνω, ούτε σε ένα νόμο ακόμα χειρότερο το περίφημο σχέδιο ΑΘΗΝΑ που έκλεινε τμήματα χωρίς καμία λογική δηλαδή, το να κλείνεις σε περίοδο κρίσης το τμήμα κοινωνικής εργασίας στο ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδος ή το τμήμα τουριστικών επιχειρήσεων δεν είχε απολύτως καμία λογική.
Σε αυτό λοιπόν το νομοσχέδιο βλέπουμε τις συνέργειες. Βεβαίως δεν μπορούνε να φτιαχτούνε αυτά τα πανεπιστήμια της μιας πόλης γιατί η πραγματικότητα του τόπου μας είναι διαφορετική, έχουν φτιαχτεί δομές σε όλες τις πόλεις και έχουν πληρωθεί από τον ελληνικό λαό άρα, πρέπει να τις χρησιμοποιήσει κανείς. Άρα λοιπόν, αυτό που έχει σημασία είναι να φτιάχνονται τέτοιες δομές από πάνω που η ακαδημαϊκότητα να υποτάσσει την τοπικότητα και όχι το αντίθετο όπως έτεινε να γίνει.
Μου φαίνεται πάρα πολύ σημαντικό, όχι μόνο τα νέα τμήματα που ιδρύονται και στο ΕΚΠΑ και στο Γεωπονικό από 2 σχολές 5 σχολές και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας πολλά καινούργια τμήματα, αλλά τα Πανεπιστημιακά Ερευνητικά Κέντρα μέσα στα ίδια τα Πανεπιστήμια. Επίσης πάρα πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση που δείχνει αυτό τον ακαδημαϊκό χώρο, στον οποίο θα συγκλίνουν οι τοπικότητες, η Τεχνόπολη Ευρίπου, όπου έχουμε την τεχνολογία, τον πολιτισμό, τις δυνατότητες συνταιριαγμένες σ’ ένα τέτοιο ινστιτούτο, ίδρυμα.
Η τελευταία κουβέντα που θέλω, να πω, είναι ότι πάντα όταν έχουμε μια αλλαγή, μια μεταρρύθμιση τέτοιου μεγέθους υπάρχουν κραδασμοί και απόνερα. Ο χρόνος δείχνει, τι απορροφάται απ’ αυτά, τι μένει στην άκρη. Ν’ αρχίσουν οι αντιδράσεις ευθύς εξαρχής, δεν είναι ούτε σωστό, ούτε νομίζω ότι είναι παραγωγικό. Το λέω αυτό για ένα λόγο. Τελειώνοντας το Πανεπιστήμιο στην εποχή μου έγινε ο νόμος πλαίσιο του 1983, δημιούργησε τεράστιους κραδασμούς, ήταν όμως ο νόμος, ο οποίος εμπέδωσε τη δημοκρατία στη χώρα κι ο οποίος δημιούργησε τη μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα, που γνώρισε ποτέ αυτή η κοινωνία. Τα αποτελέσματα αυτού του νόμου φάνηκαν, κυρίως, στη δεκαετία του 1990 με τις νέες σπουδές, στην κυριολεξία άνθηση των πανεπιστημίων και ανθρώπους νέους από κοινωνικές τάξεις που δε θα μπορούσαν, να το διανοηθούν πριν από μία εικοσαετία, να παίρνουν θέση στα Πανεπιστήμια.
Θέλω να πω μ’ αυτό ότι το Ελληνικό Κράτος, εκτός από την τελευταία δεκαπενταετία-εικοσαετία, είχε πάντα ένα στόχο: η παιδεία και, κυρίως, η ανώτατη παιδεία να είναι ένα εργαλείο, το οποίο ατμομηχανεί στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη, αλλά εμπέδωσης της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας και της κοινωνικής ισότητας. Αυτό ήταν η παιδεία σ’ αυτή τη χώρα.