Σύμφωνα με το άρθρο 7, του Συντάγματος των Σκοπίων (1992): «Η Μακεδονική γλώσσα με το Κυριλλικό αλφάβητο είναι η επίσημη γλώσσα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας…».
Βασιζόμενος στο ανωτέρω άρθρο και στην Συμφωνία των Πρεσπών (17/6/2018) ο Πρωθυπουργός της FYROM Ζόραν Ζάεφ (1/12/2018), ομίλησε για «Μακεδόνες» του Αιγαίου και για την πιθανότητα, μετά από 27 έτη ύπαρξης της FYROM, να εισαχθεί και να διδάσκεται η «μακεδονική», όπως οι ίδιοι αυτοαποκαλούν την σερβο-βουλγαρική διάλεκτο, στην βόρεια Ελλάδα.
Ακόμη και ο πιο καλοπροαίρετος αντιλαμβάνεται την προκλητική και αλυτρωτική συμπεριφορά που υιοθετεί σταδιακά και η παρούσα Κυβέρνηση της FYROM απέναντι στην Ελλάδα. Να υπενθυμίσουμε ότι ο Ζάεφ και η Κυβέρνησή του «υποτίθεται» ότι δεν ανήκουν στους εθνικιστικούς κύκλους των Σκοπίων, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν, στο εσωτερικό της χώρας, τις προηγούμενες δεκαετίες. Όμως με τέτοιου περιεχομένου δηλώσεις ενισχύονται οι αλυτρωτικές τάσεις.
Από το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών γνωρίζουμε ότι αναγνωρίζεται η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα (άρθρο 1,3). Όμως στο ίδιο κείμενο υπάρχει η διευκρίνιση πως η γλώσσα αυτή ανήκει στην σλαβική οικογένεια και δεν σχετίζεται με την αρχαία Ελλάδα ή τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό (άρθρο 7,4) κάτι που όπως φαίνεται τους Σκοπιανούς δεν ενδιαφέρει και ιδιαίτερα.
Η ανωτέρω όμως δήλωση είναι κατά του πνεύματος και του γράμματος της συμφωνίας των Πρεσπών σύμφωνα: α) με το άρθρο 19 της ίδιας Συμφωνίας, β) το προοίμιο όπου αναφέρει ότι «Δεσμεύονται (τα μέλη) να ενισχύσουν, να διευρύνουν και να εμβαθύνουν τις διμερείς τους σχέσεις και να θέσουν σταθερά θεμέλια για την εδραίωση και τον σεβασμό των καλών γειτονικών σχέσεων…», κάτι που τορπιλίζεται από τέτοιου είδους δηλώσεις και διεκδικήσεις και γ) το άρθρο 6, το οποίο απαγορεύει την καλλιέργεια προπαγάνδας. Στην προκειμένη περίπτωση το Πρώτο Μέρος (Ελλάδα) πρέπει να γνωστοποιήσει διεθνώς (να καταγγείλει) ότι το Δεύτερο Μέρος (FYROM) δεν δρα σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην Συμφωνία, διότι δεν δικαιούται, ούτε σύμφωνα με το κείμενο των Πρεσπών, να ομιλεί για «μακεδονική» γλώσσα στην Ελλάδα, διότι όπως αναφέραμε και ανωτέρω στο κείμενο διευκρινίζεται ότι πρόκειται για γλώσσα, η οποία ανήκει στην σλαβική οικογένεια (άρθρο 7,4).
Αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι η γλώσσα είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την ανάδειξη της ιδιαιτερότητας ενός λαού και την σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας και συνείδησής του. Στην περίπτωση όμως της γλώσσας που ομιλούν οι κάτοικοι της FYROM υπάρχει η πρωτοτυπία ότι δεν ισχύει η προϊστορία αιώνων της γλώσσας όπως αυτή αποκαλύπτεται σε κάθε άλλο ευρωπαϊκό λαό και δεν είναι προϊόν φυσικής εξέλιξης αλλά τεχνικής επεξεργασίας. Η ιδέα όμως ότι η γλώσσα συνιστά ένα από τα βασικά θεμέλια του έθνους αποτέλεσε και το εφαλτήριο επί του οποίου στηρίχθηκε το οικοδόμημα της FYROM. Επίσημα η «μακεδονική» γλώσσα αναγνωρίστηκε από τον Τίτο, στις 2 Αυγούστου 1944. Όμως η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα τόσο λεξιλογικά, όσο γραμματικά και συντακτικά είναι μία διάλεκτος της βουλγαρικής με επιμειξία πολλών σερβικών, τουρκικών, ελληνικών και αλβανικών στοιχείων. Είναι συγκεκριμένα ένα τοπικό ιδίωμα, ένα μείγμα των διαλέκτων που ομιλούσαν οι κάτοικοι των περιοχών Βέλες, Πρίλεπ, Κίτσεβο και Βιτωλίων (Μοναστήρι). Το ιδίωμα αυτών των περιοχών ήταν και το πιο οικείο στην πλειονότητα των κατοίκων της FYROM. Έτσι, ειδική επιτροπή (πολιτικά κατευθυνόμενη από την ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας), στις 3 Μαΐου του 1945, κατέληξε στην οριστικοποίηση της γραφής και στους κανόνες γραμματικής και ορθογραφίας της γλώσσας. Η απόφαση λοιπόν για την δημιουργία και την καθιέρωση της λεγόμενης «μακεδονικής» γλώσσας έχει τον χαρακτήρα της πολιτικής απόφασης και όχι της φυσικής εξέλιξης και ανάγκης των κατοίκων.
Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι οι πρώτοι λόγιοι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το τοπικό σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο βαπτίστηκε αργότερα ως «μακεδονική» γλώσσα ήταν Βούλγαροι, οι οποίοι κατήγοντο από την περιοχή της FYROM. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αδελφών Δημήταρ (1810-1862) και Κωνσταντίνου Μιλαντίνοβ (1830-1862) από τη Στρούγκα, οι οποίοι δημοσίευσαν, το έτος 1861, στο Ζάγκρεμπ συλλογή λαϊκών ασμάτων με τίτλο: «Βουλγαρικά λαϊκά άσματα» (Balgarski narodni pesni), και όχι «Μακεδονικά λαϊκά άσματα». Ο Γκρίγκορ Πριλίτσεβ (1830-1893) μετέφρασε στην τοπική διάλεκτο της Αχρίδας την Οδύσσεια και την Ιλιάδα. Ο ίδιος, το έτος 1860, είχε βραβευτεί για το ποίημα του «Ο Αρματωλός», το οποίο έγραψε στα ελληνικά. Ο Στέφαν Βέρκοβιτς (1821-1893), το έτος 1860, κυκλοφόρησε στο Βελιγράδι μία συλλογή ασμάτων με τον σερβικό τίτλο: «Τα λαϊκά άσματα των Βουλγάρων της Μακεδονίας» (Narodne pesme makedonski Bugara).
Επίσης, η τοπική διάλεκτος της FYROM ανεπτύχθη έτι περαιτέρω με την γλωσσική παρέμβαση από πλευράς Βουλγαρίας μεταξύ των ετών 1878-1912, δηλαδή από την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου έως τους Βαλκανικούς πολέμους. Την άποψη αυτή στηρίζουν με τις εμπεριστατωμένες μελέτες τους οι σλαβολόγοι R. Auty και H. Birnbaum, οι οποίοι θεωρούν ότι η περίοδος αυτή ήταν καθοριστική για την προπαρασκευή της γλωσσικής εξέλιξης των κατοίκων της FYROM, οι οποίοι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο δημιουργούν την λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα και το ξεχωριστό «μακεδονικό» έθνος.
Μετά το έτος 1913, τα βουλγαρικά σχολεία που λειτούργησαν, από την Εξαρχία, στην περιοχή, από το έτος 1870, έγιναν σερβικά ή έκλεισαν. Την περίοδο αυτή, του μεσοπολέμου, η περιοχή της FYROM ονομαζόταν Νότια Σερβία και το ιδίωμα της τοπικής διαλέκτου «νοτιοσερβικό». Έτσι, η σερβική γλώσσα αποτέλεσε την συνέχεια της βουλγαρικής, την οποία προσπάθησαν οι Βούλγαροι να επιβάλουν μέσω της Εξαρχίας και της παιδείας στην τοπική διάλεκτο. Λόγω τούτου η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα είναι στην ουσία μία σερβο-βουλγαρική γλώσσα, μία τεχνικά εκσερβισμένη Βουλγαρική, η οποία επιβλήθηκε ως επίσημη γλώσσα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ώστε να αποφευχθούν οι όποιες εκ νέου βουλγαρικές διεκδικήσεις.
Για τους Βούλγαρους πρόκειται για μία τοπική παραλλαγή της βουλγαρικής γλώσσας. Γι’ αυτό άλλωστε μπορούν θαυμάσια και συνεννοούνται οι κάτοικοι της FYROM με τους Βούλγαρους ομιλώντας ο καθένας το ιδίωμά του. Έτσι μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι μορφολογικά μοιάζει με τη Βουλγαρική και φωνητικά με την σερβική. Σε αυτήν λοιπόν την γλώσσα έδωσαν την ονομασία «μακεδονική».
Την προώθηση της «μακεδονικής» γλώσσας ανέλαβε πρώτη η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Σκοπίων, το έτος 1946. Ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται το έργο του Koneski, «Μακεδονική βιβλιογραφία και μακεδονική βιβλιογραφική γλώσσα», του έτους 1945. Μετά το 1953, καθοριστικό ρόλο διεδραμάτισε, το Ινστιτούτο της «Μακεδονικής» γλώσσας και η «Μακεδονική» Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών. Τα πρώτα επιστημονικά δημοσιεύματα είναι: «Η γραμματική της μακεδονικής γλώσσας», «Το ορθογραφικό λεξικό» και το τρίτομο «Λεξικό της μακεδονικής γλώσσας». Έτσι, η λεγόμενη «μακεδονική» έγινε η τρίτη επίσημη γλώσσα της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας, από κοινού με την σερβοκροατική και την σλοβενική.
Δυστυχώς όπως φαίνεται δεν αρκεί στους Σκοπιανούς η Συμφωνία των Πρεσπών. Και αφού πέτυχαν να τους παραχωρήσουμε τον όρο «Μακεδονία», ταυτότητα και γλώσσα «Μακεδονική» τώρα θέτουν και ζήτημα διδασκαλίας της «μακεδονικής» γλώσσας στην Ελλάδα και μάλιστα πριν η Συμφωνία υπογραφεί από τα δύο μέρη. Μήπως τελικά μας προϊδεάζουν για το τι πρόκειται να ακολουθήσει;
(Δημοσίευση: Εκκλησιολόγος, αρ.591, 8/12/2018)