Εισήγηση της Σίας Αναγνωστοπούλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος ΒΙΝΤΕΟ

Αναλυτικά η ομιλία:
Η επόμενη Βουλή, η Αναθεωρητική Βουλή, θα συμπέσει με τη συμπλήρωση
διακοσίων χρόνων από ένα κορυφαίο γεγονός της ελληνικής ιστορίας, την Ελληνική
Επανάσταση. Είναι η αρχή του ελεύθερου πολιτικού βίου του ελληνικού έθνους, είναι η αρχή
μιας συναρπαστικής πορείας στη νεωτερικότητα που έκανε αυτό το έθνος, μια συναρπαστική
πορεία με πολλές φωτεινές στιγμές, αλλά και με άλλες σκοτεινές στιγμές.
Θέλω, λοιπόν, να πω ότι το να γυρίσουμε να δούμε αναστοχαστικά αυτή την περίοδο
και να δούμε ποια πράγματα πρέπει να ξαναφωτιστούν σε σχέση με αυτό που έγινε στο
παρελθό8ν, για να δούμε πώς θα προχωρήσουμε στο μέλλον, είναι πάρα πολύ σημαντικό. Το
άρθρο 3 συμπυκνώνει όλη αυτή τη συναρπαστική πορεία. Αν το πάρετε λέξη προς λέξη και
παραπέμψετε στην ιστορία αυτής της νεωτερικότητας, θα δείτε ότι παραπέμπει σε όλα τα
θέματα, γι’ αυτό είναι σημαντικό.
Μπορεί σήμερα, διακόσια χρόνια μετά ελεύθερου ελληνικού βίου και ελληνικής
νεωτερικότητας, να καθίσει το Κράτος και η Εκκλησία να βρουν εκείνα τα θέματα τα οποία
μπορεί να δημιουργούν «γκρίζες» ζώνες, μέσα από τις οποίες αναπαράγεται και μεταφέρεται
μονίμως στο παρόν ένα βαρύ αδρανές υλικό, αυτό το βαρύ αδρανές υλικό που δημιούργησε
τις σκοτεινές πλευρές της ελληνικής νεωτερικότητας; Και θα πω τι εννοώ.
Σήμερα νομίζω ότι υπάρχει αυτή η εμπειρία, υπάρχει αυτή η ωριμότητα, χωρίς
συγκρούσεις, χωρίς διχασμούς να σταθούμε σε τρία θέματα. Ούτε για επιθετική εκκοσμίκευση
ούτε για τίποτε τέτοιο, όπως διάφοροι λένε, όπως άκουσα και χθες, ότι θα επέλθει μεγάλη
καταστροφή χωρίς λόγο.
Ας πάμε, λοιπόν, στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Προσέξτε: Αυτή η πρόταση δεν είναι
ούτε εξισορροπητική και αδιάφορη και από την άλλη μεριά, δεν είναι ούτε πρόταση ρήξης,
αλλά διευρύνει το ερμηνευτικό πλαίσιο. Το Σύνταγμα, πάνω απ’ όλα και πέρα απ’ όλα, έχει
και μια άλλη λειτουργία, παιδαγωγική λειτουργία. Μην ξεχνάμε ότι τα επαναστατικά
συντάγματα δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Αποτέλεσαν, όμως, τον παιδαγωγικό και ιδεολογικό
μπούσουλα μέχρι σήμερα που μιλάμε.
Άρθρο 3, λοιπόν. Το πρώτο σκέλος της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ: Ουδετερόθρησκος
χαρακτήρας του κράτους. Ποια από τις δημοκρατικές δυνάμεις διαφωνεί σήμερα ότι η ρητή
διακήρυξη ότι το κράτος είναι ουδετερόθρησκο δεν συμπυκνώνει τις πιο φωτεινές στιγμές της
ελληνικής νεωτερικότητας; Από τον Ρήγα Φεραίο, που -όπως τον έχει αποκαλέσει ο Νίκος
Αλιβιζάτος στο βιβλίο του «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του»- είναι η αριστερή συνείδηση του

Συντάγματος, μέχρι και σήμερα, πόσες φωνές δεν έχουν ακουστεί από τους μεγάλους
διανοητές, φιλελεύθερους αστούς, αριστερούς, ότι το κράτος πρέπει να είναι
ουδετερόθρησκο;
Υπάρχει ανάγκη σήμερα για μια τέτοια ρητή διακήρυξη; Ναι, περισσότερο από ποτέ.
Όχι για τις παρερμηνείες που μπορεί να δημιουργεί το Σύνταγμα, αλλά για τον παιδαγωγικό
ρόλο που πρέπει να έχει το Σύνταγμα και γι’ αυτό που έχουμε μπροστά μας και τα φαινόμενα
που βλέπουμε να αναδύονται και στη δική μας κοινωνία. Όταν σε ένα κράτος, όπως είναι το
δικό μας, ευρωπαϊκό, νεωτερικό, δημοκρατικό, υπάρχει η καθολικότητα, έχει κανείς αντίρρηση
ότι πρέπει αυτή να είναι ρητά διακηρυγμένη με τον όρο «ουδετερόθρησκο κράτος»; Όταν στα
σχολεία μας αυτή τη στιγμή το ένα τρίτο της νεολαίας του μαθητικού πληθυσμού είναι μη
ορθόδοξοι, πρέπει το κράτος ρητά να διακηρύσσει ότι είναι συμπεριληπτικό;
Θα μου πείτε ότι υπάρχει το άρθρο 13.
Το άρθρο 13, λοιπόν, βεβαίως προστατεύει. Το κράτος είναι προστάτης των
θρησκευτικών ελευθεριών, των δικαιωμάτων των μη ορθοδόξων, ετεροδόξων, αλλοθρήσκων
κ.λπ. Όταν, όμως, δεν είναι διακηρυγμένη η ουδετεροθρησκία του κράτους, αφήνεται πάντα
και εκεί μεταφέρεται το αδρανές υλικό της ιστορίας -και το καταλαβαίνετε τι εννοώ ειδικά τη
σήμερον η2μέρα- μια υπόνοια και μπορεί να ερμηνευτεί ότι το κράτος είναι ανεκτικό στις
άλλες θρησκείες. Ένα ουδέτερο κράτος δεν είναι ανεκτικό. Ένα ουδέτερο κράτος είναι
αδιάφορο θρησκευτικά στον δημόσιο χώρο. Εξ ου και προτείνουμε την καθιέρωση του
πολιτικού όρκου για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τους Βουλευτές κ.λπ.
Είναι, λοιπόν, πολύ μεγάλης σημασίας και παιδαγωγικής και για τη Δημοκρατία μας
σήμερα και 2δεν έχουμε να φοβηθούμε απολύτως τίποτε.
Έρχομαι στο δεύτερο, που είναι η επικρατούσα θρησκεία. Όντως, το «επικρατούσα
θρησκεία» είναι άλλη μια διατύπωση στα ελληνικά Συντάγματα για τα οποία έχει χυθεί πάρα
πολύ μελάνι. Ας ξεκινήσουμε από τον Κοραή. Τι λέει ο Κοραής για τη διατύπωση αυτή; Ότι
δεν χρει2άζεται κ.λπ.
Θα σας πω, όμως, ένα πράγμα. Ξέρουμε όλοι -το ακούσαμε και χθες- ότι το
«επικρατούσα θρησκεία» καθιερώνεται ως πολιτικός όρος μετά τους θρησκευτικούς πολέμους
στον 16 ο -17 ο αιώνα και συγχρόνως επινοείται ο πολιτικός όρος της «ανοχής». Επικρατούσα
θρησκεία εκείνη την εποχή και για να σταματήσουν οι θρησκευτικοί πόλεμοι εννοούσε ότι το
κράτος έχει μια επίσημη θρησκεία, αλλά είναι ανεκτικό σε όλες τις άλλες θρησκείες.
Σε εμάς εισάγεται με το Σύνταγμα του Κράτους ή της Πολιτείας των Ιονίων Νήσων το
1817 και καθιερώνεται συνταγματικά το 1844. Γιατί, όμως, καθιερώνεται, ενώ υπάρχουν
αντιδράσεις και από τον Κοραή και διάφορους άλλους; Και δεν λέω για τους
συνταγματολόγους μετά, από τον Σαρίπολο μέχρι πρόσφατα.
Καθιερώνεται για έναν λόγο. Τι φοβούνται εκείνοι οι άνθρωποι για τους οποίους
παίζεται η ιστορία μπροστά τους και πολεμούν την ιστορία που παίζεται, όχι φαντάσματα του
παρελθόντος; Έρχεται ένας ετερόδοξος μονάρχης και αυτό που φοβούνται είναι μήπως ο
ετερόδοξος μονάρχης επιβάλει τη θρησκεία του. Δεν φοβούνται τον λαό, γιατί, αν κάτι πρέπει
να ξέρουμε -και το έχουν γράψει όλοι οι σπουδαίοι συνταγματολόγοι- αν έχουμε κάτι να
υπερηφανευόμαστε στα Συντάγματά μας, τα επαναστατικά δίνουν τον μπούσουλα, είναι δύο
μεγάλες αρχές: Λαϊκή κυριαρχία, καθολικότητα της λαϊκής κυριαρχίας, το κράτος πρέπει να
εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία και ισότητα.
Μάλιστα, έχουν τέτοια μέριμνα οι άνθρωποι του 1844 για τον όρο «επικρατούσα
θρησκεία» που βάζουν, που ο Νέγρης, που είναι πρωταγωνιστής των πραγμάτων, γράφει
μετά: «Πρέπει να την ερμηνεύσουμε, παιδιά, την επικρατούσα θρησκεία, γιατί εμείς θέλουμε

στο κράτος μας και ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι ορθόδοξοι, γιατί θέλουμε επιστήμονες,
θέλουμε τεχνίτες, θέλουμε ανθρώπους που να μας μάθουν το άροτρο, το σίδερο κ.λπ.».
Έχουν μέριμνα. Τον φοβούνται τον όρο, αλλά θέλουν να κατοχυρώσουν ένα πράγμα, αυτό
που κατοχυρώνεται με την παραμονή της διατύπωσης και σήμερα στο Σύνταγμα, ο ιστορικός
ρόλος της θρησκείας, κυρίως, όμως, αυτό που λέμε τα θρησκευτικά σύμβολα, που κάποιοι
φοβήθηκαν ότι θα χαθούν από τη σημαία, για παράδειγμα, ή οι επίσημες γιορτές.
Ακόμα και η «δυτικοτέρα της Ευρώπης», όπως αποκαλούσαν οι Έλληνες
Διαφωτιστές τη Γαλλία, ξέρετε ότι έχουν επίσημες θρησκευτικές γιορτές. Τα Χριστούγεννα τα
γιορτάζουν και οι Γάλλοι, παρ’ όλο που έχουν την πιο «επιθετική» εκκοσμίκευση. Όλα αυτά,
λοιπόν, να μην λέγονται.
Το «επικρατούσα θρησκεία», λοιπόν, παραμένει για να δείχνει αυτήν την ιστορικότητα
και σε ανάμνηση αυτής της πορείας. Γι’ αυτό το έβαλαν. Δεν το έβαλαν για να
σηματοδοτήσουν ελληνοχριστινιακή κοινότητα. Εναντίον αυτού πολέμησαν οι Έλληνες,
εναντίον της αντίληψης της εθνοθρησκευτικής κοινότητας, εναντίον του μιλετιού πολέμησαν,
αυτής της αυταρχικής αντίληψης την οποία πήρε η αποικιοκρατία, που σε εθνοθρησκευτικές
κοινότητες πάτησε, όχι σε λαϊκή κυριαρχία, γιατί δεν είχαν λαϊκή κυριαρχία. Άρα η
αποσαφήνιση, η ερμηνεία της «επικρατούσας θρησκείας» είναι πολύ σημαντική.
Ο κ. Βενιζέλος -και ο κ. Λοβέρδος- στη συζήτηση για την αναθεώρηση του 2008, το
2006 ρητά λέει ότι πρέπει να υπάρχει αυθεντική ερμηνεία του όρου «επικρατούσα θρησκεία».
Άρα η ερμηνεία αυτή είναι απαραίτητη.
Και ξέρετε γιατί είναι απαραίτητη ; Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας
660/2018, ερμηνεία του όρου «επικρατούσα θρησκεία» κάνει. Δεν βασίζεται στο άρθρο 16,
παράγραφος 2. Το άρθρο 16 παράγραφος 2 λέει «η θρησκευτική συνείδηση». Η ταύτιση του
«θρησκευτική» με το «ορθόδοξη και ομολογιακή εκπαίδευση» είναι εντελώς διαφορετικό
πράγμα και είναι υπό το φως της ερμηνείας του άρθρου 3, που αφορά την επικρατούσα
θρησκεία.
Αν διαβάσετε το σκεπτικό της μειοψηφίας του Συμβουλίου της Επικρατείας εκεί
έχουμε μια άλλη ερμηνεία του όρου «επικρατούσα θρησκεία», αυτό που και εσείς
θεωρούς2ατε ότι είναι σωστό (απευθύνεται στον κ. Λοβέρδο) και εμείς θεωρούμε ότι είναι
σωστό, ότι το «επικρατούσα θρησκεία» έχει ιστορικούς λόγους και διαπιστωτικό περιεχόμενο,
ότι όντως αυτός ο λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία είναι ορθόδοξος.
8Αν διαβάσετε, λοιπόν, το άρθρο 16 παράγραφος 2, από μόνο του δεν λέει τίποτα,
εκτός και αν κάποιος ταυτίσει, υπό το φως της «επικρατούσας θρησκείας» και με αυτό το
αμφίσημο περιεχόμενο του τι σημαίνει «επικρατούσα», μόνο τότε μπορεί να ταυτιστεί με το
«ορθόδοξος». Το σκεπτικό της μειοψηφίας είναι πάρα πολύ σημαντικό για την κουβέντα που
κάνουμε. Άρα θεωρώ ότι σε αυτήν την ερμηνεία δεν πρέπει να έχει κανένας από εδώ
αντίρρηση. Εκτός και αν θέλουμε να αφήσουμε αυτό το αδρανές υλικό να το χρησιμοποιούν
κάποιοι όποτε θέλουν, αυτό το ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα, αυτό την ιδεοληπτική αντίληψη
για το «επικρατούσα θρησκεία», στο οποίο οφείλονται μερικές από τις πιο σκοτεινές στιγμές
της ελληνικής νεωτερικότητας: εθνικοφροσύνη, ξερονήσια, Μακρονήσια, φυλακίσεις και όλα
αυτά, το περίφημο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Απέναντι σε αυτά, ειδικά σήμερα με την
ακροδεξιά να ανεβαίνει σε όλη την Ευρώπη, όλο το δημοκρατικό τόξο πρέπει να είναι σε
πάρα πολύ μεγάλη εγρήγορση και στο όνομα των διακοσίων χρόνων.
Να τελειώσω λέγοντας για την απάλειψη των θρησκευτικού περιεχομένου,
θρησκευτικού χαρακτήρα αναφορών που υπάρχουν στο Σύνταγμα, σε σχέση με την
Εκκλησία, το πώς διοικείται κ.λπ.

Μένουν όλα τα στοιχεία που δείχνουν την ιστορική διαδρομή και του κράτους και των
σχέσεων του κράτους-Αυτοκέφαλης Εκκλησίας-Πατριαρχείου και ο Καταστατικός Χάρτης της
Εκκλησίας και ο Πατριαρχικός Τόμος και η Συνοδική Πράξη του 1928 δείχνουν όλη αυτήν την
ιστορική πορεία.
Ποια βγαίνουν απέξω; Ό,τι αφορά την Ιερά Σύνοδο. Για το αυτοδιοίκητο υπάρχει
νομοθεσία και είναι μία άλλη συζήτηση. Αναφέρομαι στο Σύνταγμα. Γιατί πρέπει να μείνουν
έξω αυτά; Γιατί στις σκοτεινές πλευρές της ελληνικής ιστορίας θα θυμόμαστε τις αριστίνδην
Ιερές Συνόδους επί εποχής Διχασμού, μετά επί πραξικοπημάτων και όλα αυτά. Άρα αυτό που
αφορά καθαρά την Εκκλησία πρέπει να μείνει απέξω, γιατί είναι και προστασία της ιστορίας
της Εκκλησίας.
Ας θυμόμαστε ένα πράγμα που δεν το θυμούνται μερικοί ιεράρχες: Το αυτοκέφαλο
της Ελληνικής Εκκλησίας είναι προϊόν της ελληνικής νεωτερικότητας και εμπεριέχει εν
σπέρματι επαναστατικά στοιχεία. Κάποιοι ιεράρχες θέλουν να το ξεχνούν αυτό και να
ταυτίζονται με ό,τι πιο σκοτεινό υπάρχει.
Όσον αφορά την Αγία Γραφή –το είπατε και εσείς, κύριε Λοβέρδο-, θεωρώ ότι είναι
αστείο να υπάρχει στο Σύνταγμα. Ίσα ίσα πρέπει να φύγει, γιατί το έχει πληρώσει η δική μας
ιστορία το 1901 με τα περίφημα Ευαγγελικά.
Θέλω να κλείσω λέγοντας ότι με συμφωνία για την οποία γίνεται λόγος ότι διχάζει
κ.λπ., εκκ2ρεμότητες χρόνων -διακόσια χρόνια συμπληρώνονται από την Ελληνική
Επανάσταση- μπορούν να συζητηθούν με νηφαλιότητα σε αυτήν τη χώρα, ανάμεσα στην
Εκκλησία και το κράτος, ανάμεσα στα δημοκρατικά πολιτικά κόμματα και να βγει μία άκρη
που δεν θα διχάζει.

Διαβάστε επίσης