Με τον κύριο Βασίλη Ζηλάκο γνωριστήκαμε, δια ζώσης, ένα βροχερό πρωινό του φθινοπώρου που πέρασε και οφείλω να ομολογήσω ότι ένοιωσα αγάπη και χαρά για ένα ποιητή και εκδότη, που σκυφτός πάνω από τις ατελείωτες διορθώσεις κειμένων, παράγει καρπούς ποιότητας. Σε μια εποχή κενότητας και αρκετών παρανοήσεων, σε μια στιγμή που ο καθένας παρασυρμένος από την εικόνα του περιτυλίγματος , χάνεται σε μια θάλασσα ανούσιων γραφών, οι εκδόσεις Κουκούτσι επιμένουν να αντιστέκονται, για ένα αναγνωστικό κοινό που ακόμη ξεχωρίζει το άριστο από το ευπώλητο και την λογοτεχνία από την όποια παρέκκλισή της. Φυσικό επόμενο λοιπόν, ήταν ο παρακάτω διάλογος …
Δ. Μ.: Ποιητής ή εκδότης, Βασίλη;
Β.Ζ.: Εάν απαντήσω βιαστικά θα προδώσω το κορμί μου. Η «στιγμή» της αίσθησης και του αισθήματος δεν μου ανήκει, διότι υπάρχω δια αυτής και μόνον. Ωστόσο, ετούτη είναι γεμάτη από εμένα κι από εσένα, από το δέντρο έξω από το παράθυρο και το σπίτι του γείτονα, από τον δρόμο και την πλατεία, από τον ήλιο, από την θάλασσα, από τον ουρανό. Ο χρόνος είναι η μητέρα του ανθρώπου, αλλά εμείς, καθώς και τα πράγματά, της δίνουμε ζωή - έναν λόγο, για να υπάρχει. Ο άνθρωπος κτίζει τον κόσμο που έχει κτιστεί πρωτύτερα για αυτόν. Έτσι, κτίζει ακόμα και τον ίδιο τον θάνατό του. Μα το εγκόσμιο τέλος, επειδή είναι το έσχατο οράν του προσωπικού χρόνου, σημαδεύει την θέση του ανθρώπου μέσα στα πράγματα. Η ελευθερία, λοιπόν, δεν νοείται χωρίς ευθύνη. Από αυτή την αρχή βλασταίνουν οι αξίες, στην εργασία, στον έρωτα, στην πολιτική, στην τέχνη. Συνεπώς δεν υπάρχει απάντηση στην συγκεκριμένη ερώτηση, διότι στο τέλος διασώζεται μονάχα η διατύπωση που μπορεί και εκφράζει την ισότητα όλων των ανθρώπων μπροστά στον Θάνατο και τον Κόσμο: Έπραξες καλώς; Ας αποφύγουμε, προς το παρόν, τους μαιάνδρους των ορισμών. Ας αποκριθούμε κρυπτικά: Μπροστά στον Θάνατο,(και μπροστά στο γίγνεσθαι του Κόσμου, που μας περιέχει και, για λίγο μόνο, το περιέχουμε) οφείλουμε να είμαστε όλοι ποιητές. Ο καθένας με την τέχνη που αγαπά. Εγώ με την ποίηση και με τις εκδόσεις. Εσύ με το αφήγημα και με την ελαιουργική. Όμως, μπροστά σε κάθε τι, που προηγείται του θανάτου, είμαστε, προς αυτό που μας έχει επιλέξει, κάτι το απολύτως καθημερινό. Εγώ ποιητής ή εκδότης. Εσύ πεζογράφος ή ελαιουργός. Αγαπάμε το Χώμα, αλλά αγαπάμε και τον αγέρα. Ικανοποιούμε τις απαιτήσεις της τέχνης μας, από την μία, μα, από την άλλη, υπακούμε στα διατάγματα του ονείρου και της πίστης. Ακολουθούμε, ενίοτε σκυφτοί , τον ρυθμό της καθημερινής ζωής , συνδυάζοντάς τον με τον ρυθμό του θαυμάσιου αινίγματος. Αγεροζούμε!
«Νερά γελούνε», η τελευταία σου συλλογή ποιημάτων. Μια εξαιρετική δουλειά, αλλά γιατί σε άλλο εκδοτικό οίκο;
Β.Ζ.: Επειδή ήθελα να εκφράσω την αγάπη που αισθάνομαι για την σύντροφό μου, την Ειρήνη Βακαλοπούλου, επέλεξα να εκδώσω το βιβλίο στην Θεσσαλονίκη, την γενέθλια πόλη της . Νοιώθω διπλά ευτυχής για την απόφασή μου γιατί αγαπώ πολύ την Θεσσαλονίκη, αλλά και τις εκδόσεις «Σαιξπηρικόν» του ποιητή Γιώργου Αλισάνογλου. Γιατί όμως αγαπώ την Θεσσαλονίκη; Γιατί η Θεσσαλονίκη ανασαίνει την θάλασσα. Εκεί, η νεοελληνική χαμοζωή, βρίσκει τουλάχιστον μια σημαντική διέξοδο. Γιατί επίσης η Θεσσαλονίκη, παρά τις αντιθέσεις που διατρέφει, παραμένει μια πόλη σοφή. Η περιβόητη μοναχικότητα της πόλης μαρτυρά το γεγονός της σοφίας της και δεν συνέλκει, εξαιτίας αυτού που είναι, κανέναν αρνητισμό. Ετούτος δημιουργείται από τις δυνάμεις που ορίζουν τις τύχες της πόλης με τις εκάστοτε διαθέσεις τους. Για αυτό τον λόγο, οι επιδράσεις των δυνάμεων αυτών, έχουν δημοσιογραφικό ή και στενά ιστορικό ενδιαφέρον. Η πόλη της Θεσσαλονίκης γνωρίζει να αποθηκεύει, γνωρίζει επίσης και να χρησιμοποιεί. Να αφομοιώνει και να ξεπερνά. Η σημασία της στην ιστορία, η γεωγραφική της θέση, καθώς και η μορφολογία της περιβάλλουσας περιοχής, είναι οι τρεις παράγοντες που συγκροτούν και διαμορφώνουν ως τις μέρες μας, την βαθύτερη ουσία της. Ωστόσο, για να διασώσει τις αρετές της, η Θεσσαλονίκη οφείλει να παραμείνει μια πόλη «μεσαία». Με άλλα λόγια, πρέπει να φροντίσει να μην επεκταθεί άλλο, προς τα δυτικά ή προς τα ανατολικά. Φοβάμαι ,όμως, πως θα ακολουθήσει και σε αυτό τα βήματα της Αθήνας. Τότε θα πεθάνει, δηλαδή θα πάψει να αυτονομείται από τους κατοίκους της, μη μπορώντας να επιβάλλει την μεταφυσική της μέσα στην Ιστορία Η Αθήνα γιγαντώθηκε γιατί είναι μια πόλη που δεν αντιστάθηκε στην Ιστορία, στην αλλαγή που επιφέρει η σύγκρουση. Είναι μια πόλη που έμαθε μόνο να τρώει λαίμαργα και να ξερνά αμάσητη την τροφή της.
Πόσο δύσκολο είναι να διευθύνει κανείς ένα μικρό εκδοτικό οίκο σε μια χώρα που η κρίση έχει προέλθει από την πνευματική παρακμή και το βιβλίο διακινείται με κριτήριο το χαρακτηριστικό ευπώλητο;
Β.Ζ.: Η ερώτησή σου θέτει τον ορίζοντα για την απάντησή της. Ο πνευματικός χαρακτήρας της κρίσης εξηγεί το γιατί στην Ελλάδα η αγορά του βιβλίου διαρκώς ολισθαίνει, αλλά σε άλλες εξασθενημένες οικονομικά χώρες, αυτός ο τομέας επιχειρηματικής δραστηριότητας, ακολουθεί έναν πιο στέρεο βηματισμό ανάπτυξης. Βεβαίως και υπεισέρχονται άλλοι λόγοι, (οι διαφορετικές ιστορικές και πολιτισμικές προσλαμβάνουσες του νεότερου ελληνισμού) αλλά ο βαθύτερος λόγος είναι η πνευματική έκπτωση των Ελλήνων. Ετούτη ξεκίνησε με την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, όμως στις μέρες μας έχει διογκωθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε καν για ύπαρξη σημαντικής μαγιάς, τουλάχιστον όχι στα μεγάλα αστικά κέντρα. Εάν δεν μας προλάβουν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, μόνο μία εθνική καταστροφή θα μπορούσε να μας αφυπνίσει. Όπως καταλαβαίνεις, ένας ποιοτικός μικρός εκδοτικός οίκος, δεν πρέπει να καλλιεργεί πολλές και μεγάλες ελπίδες. Τότε μόνο, μέσω της συνειδητοποίησης αυτής, το έργο του, παρά τις όποιες δυσκολίες, θα εναντιωθεί στην βίαιη ορμητικότητα του ποταμού που αλλάζει άρδην το σκηνικό. Η μερίδα των σοβαρών ατόμων και των πραγματικών αναγνωστών μειώνεται συνεχώς. Τα «κοινωνικά μύδια» δηλητηριάζουν την αντίληψή μας κάνοντάς μας να πιστεύουμε ότι υπάρχει ψαχνό. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένας εσμός αδιάφορων και ευνουχισμένων ανθρώπων. Θα είμαι ευτυχής εάν δεν αλλάξουν τα στατιστικά στοιχεία για το χώρο του βιβλίου, αλλά βεβαιωθώ πως οι σημερινοί Έλληνες έχουν αληθινά κίνητρα και πως με αυτά καθοδηγούν την ζωή τους. Από την άλλη, ο χώρος του ελληνικού βιβλίου δεν ήταν ποτέ ένας υγιής χώρος. Το δε δίκτυο διανομής είναι ανοργάνωτο και απορυθμισμένο, γιατί είναι φτιαγμένο δίχως επιχειρηματική φαντασία. Έτσι, το αναγνωστικό κοινό είναι αναγκασμένο να ενημερώνεται μόνο μέσω των βιβλιοπωλείων. Συνεπώς το υπάρχον δίκτυο παρεμποδίζει την λειτουργικότητα των ποιοτικών μικρών εκδοτικών οίκων. Στα υπάρχοντα προβλήματα προστέθηκε, από το 2000 και μετά, η ανάγκη των εκδοτών να ψάχνουν απεγνωσμένα για πελατεία. Η αγορά γέμισε με πληρωμένα βιβλία. Στον χώρο της ποίησης αυτό εξίσωσε τους καλούς με τους με τους μέτριους και τους κακούς ποιητές. Πολλοί εκδότες σήμερα μεσολαβούν μεταξύ της επιθυμίας του γράφοντος και στην πραγματοποίηση της επιθυμίας του. Η αισθητική των βιβλίων άλλαξε επίσης. Έγινε τραγελαφική, αντιγράφοντας σε σχεδιαστικό επίπεδο τις έξεις της διαφήμισης. Η τυπογραφία υποχώρησε. Το διαδίκτυο θόλωσε ακόμα περισσότερο την γενική εικόνα. Η οικονομική κρίση διασάλευσε τις σχέσεις μεταξύ εκδοτικών οίκων και βιβλιοπωλείων. Οι εκδοτικοί οίκοι ή τα βιβλιοπωλεία άρχισαν να προσφέρουν κι άλλες υπηρεσίες για να τα φέρουν πέρα. Οι μικροί ποιοτικοί εκδοτικοί οίκοι προσπαθούν να διασώσουν την πολυσυλλεκτικότητα και την πολυφωνία μέσα σε ένα περιβάλλον που είναι εχθρικό για τα μικρά βιβλιοπωλεία. Ένας οίκος σαν το Κουκούτσι θαλασσοδέρνεται. Δεν υπάρχει εκ μέρους μου καμία γόνιμη διάθεση να συνεχίσω να ασκώ αυτό το επάγγελμα για να εξυπηρετώ το μεράκι μου για το βιβλίο. Πιστεύω πως αυτή η νοοτροπία συνθλίβει το άτομο. Την δυνατότητά του να γίνει άξιο της (δικής του) ευτυχίας. Για αυτό τον λόγο, διατελώ το καθήκον εκείνο που επιθυμώ, ενώ περιμένω και εξετάζω τις συνιστώσες που θα με οδηγήσουν να συνεχίσω ή να διακόψω το επάγγελμα του εκδότη.
Υπάρχει καμία βοήθεια στο έργο σας από τους επίσημους θεσμούς, υπό το πρίσμα της αρωγής στην ποιότητα;
Β.Ζ.: Πρεσβείες ξένων χωρών, μορφωτικά ή/ και πολιτιστικά ιδρύματα, τράπεζες και άλλοι φορείς υποστηρίζουν , υπό όρους, τις ελληνικές εκδόσεις. Προσωπικά δεν ζητώ καμία βοήθεια από χορηγούς, ιδρύματα και τράπεζες. Δεν θέλω να είμαι υπόχρεος σε καμία συλλογικότητα που εδράζει ολόκληρη την υπόστασή της στην ισχύ μερικών ατόμων.
Ποια είδη λογοτεχνικής έκφρασης ενδιαφέρουν εσάς, σαν εκδοτικό οίκο;
Β.Ζ.: Η πεζογραφία, η ποίηση, το δοκίμιο, οι λογοτεχνικές και οι φιλοσοφικές μελέτες. Θα ήθελα να εντάξω στους προσανατολισμούς των εκδόσεων και το σοβαρό θεολογικό βιβλίο, αλλά στην Ελλάδα μερικοί εκδοτικοί οίκοι, που έχουν πλουτίσει από το εμπόριο του θρησκευτικού βιβλίου, αλλά και η ίδια η Εκκλησία, ασκούν άτυπο βέτο. Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα νομίζει πως η θεολογική διάσκεψη εξαντλείται στις διδαχές, στους βίους των αγίων και, εσχάτως, στον διάλογο της ψυχολογίας με την χριστιανική ηθική.
Τι είναι τελικά λογοτεχνία; Τεράστια τομίδια προσωπικών αφηγήσεων ή ένας τεχνηέντως αφαιρετικός λόγος με άξονα το βίωμα και τη φαντασία;
Β.Ζ.: Η ερώτηση αποσκοπεί στο να θέσει υπό την αντίληψή μας την πραγματική διατύπωσή της. Γράφουμε για να πούμε τον πόνο μας ή γράφουμε για να πούμε τον πόνο των άλλων; Υποψιάζομαι πως το πρώτο μέλος της διάζευξης αναφέρεται στην πρώτη περίπτωση, διότι οι πιο πολλοί δεν μπορούν να προχωρήσουν πέρα από την αναψηλάφηση των τυχών τους. Αυτή η αδυναμία αποτυπώνεται όχι τόσο στην θεματολογία όσο στην ικανότητα και στον τρόπο του συγγραφέα να την εξυφαίνει, ανακλάται επίσης στην γλώσσα, στον βαθμό εμβάθυνσης σε αυτήν, που παρακολουθεί, κάθε φορά, την ένταση της επώδυνης ενδοσκοπικής διαδικασίας, αφού μέσα στο βίωμα της γλώσσας συγκρούεται η πολλαπλότητα των ονομάτων μας με τον εαυτό, το αιώνιο με το παροδικό, το ιστορικό με το συγκαιρινό, η ψυχή του κόσμου με την ψυχή του ανθρώπου, ενόσω ο συγγραφέας καλείται να επιλέξει, να συνδυάσει, να μαντέψει, και να εφεύρει. Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, σε καιρούς παρακμής, αρκετοί συγγραφείς αποτυγχάνουν οικτρά, γιατί μιμούνται στενά την γλώσσα και την ψυχή της εποχής τους, ενώ άλλοι συνεισφέρουν στο θαύμα. Αγνοώ εκουσίως τα άτομα εκείνα που το μόνο το οποίο επιδιώκουν από την λογοτεχνία είναι να τοποθετήσουν ένα οικόσημο πάνω από το κατώφλι του σπιτιού τους. Ωστόσο θέλω να τονίσω πως η λογοτεχνία είναι μια τέχνη που δεν διδάσκεται αλλά καλλιεργείται. Απαιτείται , λοιπόν, το ταλέντο, δηλαδή, η ενόραση, το βάθος, η τραγική αγωνία, που εχθρεύεται την έπαρση και τον δογματισμό. Το να μπορείς να μιλάς με τον διάβολο και με τον Θεό συγχρόνως, το να μπορείς να σκέφτεσαι τον θάνατο δημιουργικά, και ως φίλο και ως εχθρό, το να βλέπεις το αιώνιο μέσα στο παροδικό, το να μην μιμείσαι την εποχή σου, αλλά με το ένα πόδι να πατάς σε αυτήν και με το άλλο έξω, είναι τα δώρα που δίνονται ή που δεν δίνονται στον άνθρωπο με την γέννησή του. Οι λέξεις (και η σύνθεσή τους) είναι το καθρέφτισμα αυτής της δωρεάς Το ενενήντα τοις εκατό των ανθρώπων που γράφουν δεν τα διαθέτουν. Κατά βάση ηθογραφούν ή νομίζουν πως γράφουν. Εφόσον όμως τα διαθέτεις κάνεις την πραγματική διαφορά - εάν φυσικά δουλεύεις για τον στόχο σου, που είναι, για κάθε συγγραφέα, ένας και μόνο ένας: να γράφει, να διορθώνει και να γράφει καλύτερα! Έτσι, ρωτάω, πώς είναι δυνατόν να εξοστρακίσει κανείς το βίωμα και την φαντασία; Όταν ο λόγος του συγγραφέα ισορροπεί πάνω στο σημείο συνάντησης της λογοτεχνίας με την ζωή, ονομάζουμε τον πεζογράφο ποιητή!
Γιατί μερικοί εμπορικοί εκδοτικοί οίκοι ρίχνουν το επίπεδο του λογοτεχνικού βιβλίου στην κατηγορία της παραλογοτεχνίας ή της ερωτικής πρόζας περιπτέρου μιας άλλης εποχής;
Β.Ζ: Γιατί αυτό ζητά ο κόσμος και γιατί οι ιδιοκτήτες των εμπορικότερων εκδοτικών οίκων σκέφτονται ως αυθεντικοί επιχειρηματίες. Θέλουν να κληρονομήσουν μια καλή δουλειά στα παιδιά τους και θέλουν, οι ίδιοι, να έχουν μια καλή και ποιοτική ζωή με ανέσεις. Ούτε ο κόσμος ούτε και οι συγκεκριμένοι εκδότες ενδιαφέρονται για το υψηλό πνεύμα, για εκείνο που οι Γερμανοί αποκαλούν Κουλτούρα. Ο κόσμος θα ήταν απείρως πιο προβληματικός αν ενδιαφέρονταν όλοι οι άνθρωποι για τα ανώτερα επιτεύγματα του πολιτισμού. Το θέμα είναι άλλο. Να υπάρξουν αντιστάσεις. Το ταπεινό, το μικρό και το καθημερινό να μην γίνονται ευτελή. Να μπορεί ο κόσμος να έχει εύκολη πρόσβαση και στον ένα και στον άλλο πόλο. Να δημιουργηθεί σεβασμός μεταξύ των δύο μερών. Να γεννηθεί ξανά ο κόσμος.
Πώς μπορεί να αντισταθεί η ποιότητα σε ένα δίκτυο πώλησης και διακίνησης μη ποιοτικών τίτλων; Και πώς θα φτάσει το καλό λογοτεχνικό βιβλίο στην επαρχία;
Β.Ζ.: Μόνον εάν οι μικροί εκδοτικοί οίκοι, που εκδίδουν καλά και όμορφα βιβλία, διαπιστώσουν πως δεν γίνεται να συνεχίσουν να εργάζονται απομονωμένα ο ένας προς τον άλλο. Πρέπει να μάθουμε να συνεργαζόμαστε. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα κοινό δίκτυο διανομής και πρέπει να κατασκευαστεί ένα κοινό ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο για όλους εμάς «τους μικρούς και ποιοτικούς εκδότες». Τέλος, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως ο κοινός παρανομαστής, η αγορά, δεν φτιάχνεται από μόνη της αλλά διαμορφώνεται. Θεωρώ πως ο σημαντικότερος εχθρός είναι η ακηδία, η έλλειψη φαντασίας και ο ατομικισμός, τυπικά ελληνικά ή/και νεοελληνικά χαρακτηριστικά. Από την πλευρά τους, οι κάτοικοι της επαρχίας πρέπει να ξυπνήσουν από τον λήθαργο της αποχαύνωσης και να δουν τα πράγματα αλλιώς. Να αποκτήσουν θάρρος και αυτοπεποίθηση, να αισθανθούν ξανά περηφάνια και αγάπη για τον τόπο τους. Να αρχίσουν να κτίζουν τον εαυτό τους με επίκεντρο όχι μόνο την γενέθλια γη αλλά και τον ευρύτερο κόσμο. Να αντιληφθούν πως παράδοση δεν είναι η προσκύνηση της στάχτης μα η μεταλαμπάδευση της φωτιάς. Τότε ο σπόρος, που φυτέψαμε, θα βλαστήσει.
Το «Κουκούτσι» δίνει την ευκαιρία έκδοσης σε νέα ονόματα στο χώρο της λογοτεχνίας, πώς γίνεται η επιλογή συγγραφέων;
Β.Ζ.: Σαφώς, γιατί έτσι οφείλει και πράττει ένας εκδοτικός οίκος. Προτείνει το νέο ή/και το καινοφανές. Το παραδίδει στο φως. Κριτήριό μας; Η γλώσσα και η αλήθειά της. Χωρίς άμυνες δικές μας ή του έργου.
Η εμμονή στην ποιότητα θεωρείς ότι θα δικαιώσει την εκδοτική σας προσπάθεια;
Β.Ζ.: Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου ως προς την οικονομική ωφέλεια του εγχειρήματος. Σίγουρα θα υπάρξει κάποια έξωθεν ηθική ανταμοιβή, αλλά αμφισβητώ την διαχρονία της. Η εποχή του αληθινού εντύπου βιβλίου έχει παρέλθει οριστικά και τα μουσεία δεν δέχονται καινούργιες αφίξεις. Επίσης δεν πιστεύω πως κάνω κάτι σπουδαίο. Κανείς στις μέρες μας δεν επιτελεί την πραγματική διαφορά στον χώρο του βιβλίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κυκλοφορούν όμορφα βιβλία.
Ποιο είναι το μέλλον της βιβλιαγοράς σε μια χώρα που βιώνει παρατεταμένη κρίση;
Β.Ζ.: Πιστεύω πως η Ελλάδα οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε μια εθνική καταστροφή. Το μέλλον, συνεπώς, και με τα δικά μου κριτήρια, θα μας οδηγήσει σε άλλες ατραπούς. Αν πέσω έξω, πράγμα εξίσου πιθανό, πιστεύω πως θα επικρατήσει η γραμμή τύπου Public. Τα μικρά βιβλιοπωλεία θα αναγκαστούν να κλείσουν. Ο ανεξάρτητος εκδοτικός χώρος του ποιοτικού βιβλίου θα συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο. Πιστεύω πως δεν θα υπάρξει καμία αντίσταση. Ο κόσμος θα έχει παραδώσει τα όπλα. Το καινούργιο θα ελαύνει. Κάποια ζόμπι θα εξακολουθούν να περπατάνε επί της Ασκληπιού. Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως δεν πρέπει να προσπαθούμε εφόσον το θέλουμε και πιστεύουμε στον εαυτό μας αλλά και στη σημασία του εγχειρήματός μας.
Έντυπο ή ψηφιακό το βιβλίο του μέλλοντος; Θα υπάρχει συνύπαρξη;
Β.Ζ.: Υποψιάζομαι πως σε εκατό χρόνια από σήμερα, η διακίνηση του εντύπου βιβλίου θα έχει περιοριστεί σημαντικά εξαιτίας τριών υποθέσεων. Πρώτον, γιατί όλη η πραγματικότητα (ήτοι, η περιπλάνηση του ανθρώπου - ερωτική, πολιτική, τεχνική, οικονομική) γίνεται ψηφιακή, δεύτερον, γιατί η υπέρμετρη υλοφροσύνη του πολιτισμού υποβαθμίζει τον συμβολικό παράγοντα της ύλης, δίνοντας το προβάδισμα στην έννοια-εικόνα, τρίτον, γιατί καταργείται η παραγωγική συμβολή του ανθρώπου. Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως θα πάψει να η αισθητική επένδυση στο έντυπο βιβλίο, γιατί δεν θα σταματήσουμε ποτέ να είμαστε όντα με οστά και σάρκα και να αποζητάμε, κατά συνέπεια, μια είδους ταύτιση με το πλησιέστερο στην φύση μας υλικό αντικείμενο (Το δέντρο [γη / ουρανός] - Το χαρτί - Το βιβλίο που... «πιάνεται»). Πριν φτάσουμε σε αυτό το στάδιο, της «διακόσμησης», θα περάσουμε από το στάδιο της «εξειδίκευσης». Όπως η τηλεόραση περιόρισε την θέση του ραδιοφώνου, έτσι και το ψηφιακό βιβλίο θα περιορίσει την χρήση του εντύπου βιβλίου . Αυτή την στιγμή διανύουμε το στάδιο της «συνύπαρξης».
Ελληνική ποίηση, τι ξεχωρίζεις και τι σε κάνει να αισιοδοξείς για το μέλλον;
Β.Ζ.: Πιστεύω πως γράφονται στην Ελλάδα σήμερα μερικά από τα καλύτερα ποιήματα στον κόσμο, όμως, οι ποιητές τους, δεν έχουν καταφέρει, λόγω ηλικίας, να δημιουργήσουν τον απαραίτητο μύθο που χρειάζεται η ποίηση για να λάμψει σαν μαργαρίτης στον βυθό του χρόνου. Από την κρίση αυτή δεν αποκλείεται κανένας νέος ποιητής, εξ αρχής εγώ ο ίδιος. Όταν ο βυθός «ανάψει» ξανά, τότε μόνο θα μιλήσουμε σοβαρά, με τεκμήρια. Πιστεύω επίσης πως στην Ελλάδα σήμερα γράφεται και η περισσότερη σαβούρα στον κόσμο. Για το τελευταίο δεν ευθύνονται μόνο οι εκδότες, που αναλαμβάνουν την έκδοση των «χειρογράφων», (αλλά φροντίζουν για το μέλλον της επιχείρησή τους) μα και οι στιχοπλόκοι που έχουν χάσει εντελώς το μέτρο. Η εξίσωση των πάντων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν με κάνει να αισιοδοξώ. Με αηδιάζει η αντικατάσταση της ανάγνωσης με το «λάικ». Με αηδιάζει επίσης η ματαιοδοξία των νέων ποιητών. Πρέπει να καταλάβουμε, ότι η δήλωση «είμαι Έλλην συγγραφέας» συνεπάγεται την αποτυχία. Η λεγόμενη γενιά του ’70 (αν και έχει να επιδείξει κάποια σημαντικά ονόματα),σε συνδυασμό με την βαρβαρική επέλαση της εποχής της εικόνας και του έχειν, αλλά όχι του είναι, ζημίωσαν το ήθος των ποιητών. Ζημιωθήκαμε και στιχουργικά εξαιτίας του τρόπου που αποδεχτήκαμε, άνευ όρων, τον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό. Σε δεύτερο πλάνο, η ελληνική «ψυχή / γνώση» της γλώσσας, υποχώρησε βιαίως, ενώ η πνευματική έκπτωση της ελληνικής κοινωνίας ισοπέδωσε την γλώσσα στην ποίηση, μετατρέποντας την σύνθεση σε έναν αφελή μίμο αυτής της κοινωνίας. Η λέξη υποχώρησε, η βαθειά σκέψη επίσης, ενώ προτάθηκε το νόημα, μα με την επιταγή να είναι γυμνό, δίχως να φορά την κατάλληλη πανοπλία. Ύστερα, η πνευματική και ιστορική αποκοπή της Ελλάδας από τον κόσμο της Δύσης, οι διαδοχικές απογοητεύσεις και ματαιώσεις, η μετατροπή της χώρας σε βαλκανικό ποδόλουτρο του παγκοσμιοποιημένου tedium vitae, η ιδεολογικοποίηση του κράτους, της εκκλησίας και της παράδοσης μάς αποστέρησαν την δυνατότητα να σκύψουμε ειλικρινώς πάνω από τα δικά μας αποθέματα χρυσού και να συνδιαλαγούμε μαζί τους τιμώντας τα. Υπήρξαν φυσικά, κι εξακολουθούν να υπάρχουν, φωτεινές εξαιρέσεις που αυτό το κάνουν πράξη, μα, εν γένει, δεν μάθαμε να διαβάζουμε επαρκώς σωστά τους ξένους, κι έτσι έγινε «εθνική» ανάγκη να αντιγράφουμε τους «μοδάτους» ποιητές της Εσπερίας. Την ίδια στιγμή, κι ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, η ποίησή μας πλέει σε έναν ωκεανό ζόφου, όπου ο μόνος αστέρας πάνω από τα κεφάλια των πλοηγών ποιητών κατοικείται , εδώ και πολλά χρόνια, από τον δαίμονα της μελαγχολίας. Ως εκ τούτου, τίποτα δεν φαίνεται να φωτίζει ικανώς το στερέωμα του ουρανού, γιατί ο αστέρας αυτός, ο δίχως σκέψη και δίχως ενοχή, έχει μείνει γυμνός, μόνος με συντροφιά την θλίψη του. Από την άλλη, εξίσου αρνητική επίδραση είχε για την ποίησή μας ο διαδεδομένος ιστορικισμός στις τέχνες και στις ανθρωπιστικές επιστήμες, μα ο ύφαλος αυτός είναι μεγαλύτερος κι έχει προκαλέσει στην χώρα σοβαρότερα δυστυχήματα.
Μετά το "Νερά γελούνε" τι ετοιμάζεις;
Β.Ζ.: Γράφω ποιήματα. Πρώτα σχηματίζω τα χέρια, μετά σχηματίζω τα πόδια και το κεφάλι. Κάποια στιγμή μού εμφανίζεται ολόκληρο το σώμα που μετά πρέπει να το ντύσω ή να το αφήσω γυμνό στο φεγγάρι. Γράφω επίσης ένα βιβλίο για την ιστορία του συναισθήματος της χαράς από τα αρχαία χρόνια ως τις ημέρες μας. Διαβάζω. Δίχως να δώσουν απάντηση, οι σοφοί απάντησαν. Πιστεύουμε, είπαν, στο χαμόγελο και στο κουτσό μας δόντι. Σ’ αυτά πιστεύω κι εγώ. Πιστεύω πολύ στην χαρά, στην αγάπη, στην ευγνωμοσύνη. Όταν πιστεύεις σε αυτά τα τρία, οι κότες αρχίζουν να κακαρίζουν και μετά ξημερώνει. Mα πιστεύω και στις λέξεις. Για να πω το ίδιο αλλιώς: Οι λέξεις απλώνουν την αργυρή λήθη της πανσελήνου, όπου μακριές πομπές σκιών από γράσο κι αλμύρα, μας οδηγούν στους ουράνιους βράχους και του θεού τα σκίνα. Εκεί, οι ευτυχίες παραστέκουν, αστόλιστες βαρκούλες, αλλά πιο πρώτα, τα πάθια τους χτυπιόνται κάτω απ’ του Ηφαίστου το σφυρί, αντηχώντας του θείου Ηράκλειτου τον Λόγο, μιαν αρμονία ασύμμετρη, φτώχεια, των αρχαίων νησιών μας, κι ενός καλού θανάτου -για να ξαναγίνουμε, όλοι, το δέντρο μες στην άλλη χώρα.
Δημήτρης Μαγριπλής