Πριν από είκοσι χρόνια, καλοκαίρι, το κέντρο της Πάτρας γέμιζε καπνούς και πανικό. Ηταν γύρω στις 4.45 το απόγευμα της 7ης Ιουλίου του 1998 όταν άρχισαν να αναπηδούν οι πρώτες φλόγες δίπλα σε ένα κλιματιστικό μηχάνημα στην οροφή ενός κεντρικού πασίγνωστου κτιρίου στο οποίο φιγουράριζε η ταμπέλα «Μουστάκης».
Ήταν τότε που ήρθε στη μνήμη των περισσότερων μια άλλη φωτιά, που είχε τυλίξει την ίδια περιοχή σκορπίζοντας στάχτη στον αέρα του κέντρου πριν από 18 χρόνια. Η ταμπέλα τότε έγραφε «Τοξαβίδης» και έριχνε τους τίτλους τέλους σε ένα άλλο πολυκατάστημα που ταυτίστηκε με την άνοδο του καταναλωτισμού σε μια πόλη που διέθετε ακόμη το προνόμιο να κρατάει στα ψηλά του πίνακα τα αγοραστικά της μεγέθη.
Εκείνο το απόγευμα, της 7ης Ιουλιου του 1998, ένα κατάστημα- μύθος για την Πάτρα, έκλεινε τον κύκλο του μέσα στις φλόγες και 65 οικογένειες εργαζομένων έμειναν στον δρόμο από ένα βραχυκύκλωμα. Ο Μουστάκης καταστρεφόταν ολοσχερώς, τα γειτονικά μαγαζιά απειλούνταν και το ξενοδοχείο Μediterranee εκκένωνε άρον άρον τα δωμάτιά του.
Μέσα στο πολυκατάστημα εκείνη την ώρα βρίσκονταν δέκα υπάλληλοι και ελάχιστοι πελάτες. Ήταν νωρίς το απόγευμα και δεν επικρατούσε η γνωστή κοσμοσυρροή. Οι ειδικοί είπαν ότι σε αντίθετη περίπτωση, θα θρηνούσαμε θύματα.
Τις φλόγες αντελήφθη μια πωλήτρια η οποία άρχισε να φωνάζει. Άπαντες αναζήτησαν την έξοδο πανικόβλητοι ενώ η φωτιά άρχισε να «κατακτά» το κτίριο.
Το τμήμα που έγινε πρώτο στάχτη, ήταν ένα από τα καμάρια του πολυκαταστήματος. Το τμήμα τουριστικών ειδών, σκι και κάμπινγκ.
(Η φωτιά που τα έκανε όλα στάχτη. Από την "Πελοπόννησο" της εποχής)
Όταν οι φλόγες τύλιξαν το εσωτερικό το καταστήματος άρχισαν οι εκρήξεις. Η μαρκίζα κατέρρεε συμπαρασύροντας και δύο πυροσβέστες που ευτυχώς τραυματίστηκαν ελαφρά.
Χρειάστηκε να περάσουν 3 ώρες για να δαμαστούν οι φλόγες. Από την Πυροσβεστική Υπηρεσία έγινε η εκτίμηση ότι οι ζημιές ανέρχονταν σε εκατομμύρια. Άκρη για την αιτία πρόκλησης της φωτιάς δεν βγήκε, τουλάχιστον όχι με ακρίβεια.
Η Νία Μπουρίτσα, σύζυγος του Παντελή Μπουρίτσα, γενικού διευθυντή του καταστήματος, εκτιμά ότι ήταν μια συνάρτηση της παλαιότητας των κτιρίων και των καλωδίων που είχαν υποστεί φθορές με αποτέλεσμα να προκληθεί βραχυκύκλωμα λόγω των υψηλών θερμοκρασιών και της συνεχούς λειτουργίας του κλιματισμού.
Η ίδια θυμάται ακόμη εκείνο το μεσημέρι όταν σε ένα μεσημεριανό διάλειμμα από τη δουλειά, έβλεπε από το μπαλκόνι του σπιτιού της καπνούς και ενημερωνόταν ότι η υπόθεση μιας ζωής έπαιρνε το δρόμο για τις φλόγες, μαζί με τις μνήμες των Πατρινών από ένα μαγαζί που έγραψε ιστορία.
( Ο Λάκης Μπουρίτσας, δεξιά, σε έναν από τους περίφημους αποκριάτικους χορούς. Τα παιδιά τον έλεγαν … Μουστάκη. Αρχείο Γιώτας Παναγοπούλου).
(Το ισόγειο διαμορφωμένο για τις απόκριες. Οι υπάλληλοι ντύνονταν αναλόγως. Από το αρχείο της γνωστής συνδικαλίστριας και επί μακρόν προέδρου των εμποροϋπαλλήλων Γιώτας Παναγοπούλου, η οποία εργαζόταν στο κατάστημα).
ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΤΟ 1968
Η περιπέτεια που έφερε την Πάτρα στην κορυφή της υπόθεσης «πολυκατάστημα» ξεκινάει το 1968 όταν ο πασίγνωστος Κλαουδάτος αναζητά δίοδο για να επεκταθεί σε άλλες περιοχές της χώρας. Η Πάτρα ήρθε μετά τη Θεσσαλονίκη. Η διαφορά εδώ όμως ήταν σημαντική. Οι Κλαουδάτοι από την Κεφαλονιά, τέσσερις των αριθμό, παιδιά δύο αδελφών, έχοντας κατακτήσει την αγορά της Αθήνας, αποφασίζουν να κινηθούν στην Πάτρα επενδύοντας σε ένα όνομα που είχε ήδη γράψει μακρά ιστορία. Το όνομα αυτό ήταν «Μουστάκης» και στο άκουσμά του οι Πατρινοί ακόμη και αυτοί των γενιών που δεν πρόλαβαν να εισβάλουν περιχαρείς στο πολυκατάστημα μια παραμονή Παρωτοχρονιάς, ξέρουν πώς να κάνουν την αντιστοίχιση με την εμπορική μνήμη της πόλης.
Ο Γεώργιος Μουστάκης είχε στη Μαιζώνος ένα πασίγνωστο κατάστημα με υφάσματα. Δίπλα ακριβώς υπήρχε το κατάστημα νεωτερισμών των Μπουρίτσα- Αναστασόπουλου, με ανδρικά, γυναικεία, παιδικά λευκά είδη και εσώρουχα.
Η ιδέα της δημιουργίας ενός πολυκαταστήματος εντός του οποίου θα μπορούσε κανείς να βρει ό,τι επιθυμεί, έφερε την επιχείρηση "Κλαουδάτος στην πόλη για διαπραγματεύσεις.
Τα δύο καταστήματα έγιναν ένα στο πλαίσιο του προτεινόμενου συνεταιρισμού και έτσι προέκυψε ένα μετοχικό σχήμα με τον Κλαουδάτο να έχει το πλειοψηφικό πακέτο στην πολλά υποσχόμενη ανώνυμη εταιρεία. Για την μαρκίζα, επελέγη το όνομα του Γεωργίου Μουστάκη, ενός ήσυχου, καλοσυνάτου και ιδιαίτερα ευγενούς ανθρώπου, όπως θυμάται η κ. Μπουρίτσα. Το κατάστημά του άλλωστε ήταν σε λειτουργία από τα τέλη του περασμένου αιώνα, θεωρείτο το νούμερο ένα στο είδος του σε όλη τη νοτιοδυτική Ελλάδα και ήταν άμεσα ταυτισμένο με την εμπορική ιστορία της πόλης. Γενικός διευθυντής ανέλαβε ο Παντελής (Λάκης) Μπουρίτσας.
Μαζί με τα καταστήματα και τις μετοχές, ενώθηκαν και τα μαγαζιά. Τα δύο ήδη υπάρχοντα επί της Μαιζώνος ενώθηκαν με γειτονικό ακίνητο στην οδό Αγίου Νικολάου, με το επίσης γειτονικό το κτίριο της Ερμού και το διπλανό του δημιουργώντας έναν νοητό σταυρό εντός του οικοδομικού τετραγώνου
Η Πάτρα ήταν έτοιμη να υποδεχθεί ένα τεράστιο πολυκατάστημα και να αλλάξει άρδην τις καταναλωτικές της συνήθειες.
Ο «Μουστάκης» έφερε στην πόλη την έννοια του πολυκαταστήματος και δίδαξε πολλές γενιές εμπόρων που ακολούθως επέλεξαν τη δική τους επιχειρηματική διαδρομή.
Εκεί στην τεράστια έκταση σε σχήμα Τ και τις εισόδους σε τρεις δρόμους, το οποίο εκτεινόταν σε δύο ορόφους και 2.500 τετραγωνικά ξεκίνησε ο καλπασμός, ο οποίος έφερε τον «Μουστάκη» στην κορυφή της αγοράς, κατορθώνοντας να συγκεντρώσει σε ένα χώρο όλη σχεδόν την εμπορική δραστηριότητα της πόλης, από παιχνίδια, ρούχα, εσώρουχα, μαγιό, είδη σκι και κάμπνιγκ, μέχρι ηλεκτρικές συσκευές, πλαστικά, γυαλικά, υφάσματα, μικοέπιπλα και μπιζού.
Ναυαρχίδα ήταν τα υφάσματα για αυτό και από τον «Μουστάκη» βγήκαν πολλές γενιές υφασματάδων.
Ο Πατρινός καταναλωτής έμπαινε στο πολυκατάστημα και έβρισκε κυριολεκτικά ό,τι ήθελε, αναχωρώντας με μια μεγάλη σακούλα σε χρώματα κίτρινο, πορτοκαλί και μαύρο. Δεν είχε πλέον κανένα λόγο να πάει στην Αθήνα.
Το διαφημιστικό σύνθημα ήταν άλλωστε όλα τα λεφτά: «Μουστάκης: τα έχει όλα και συμφέρει» και ακουγόταν κυρίως από τις συχνότητες του ραδιοφωνικού σταθμού Μεσολογγίου και την ΕΡΑ Πάτρας.
(Εργαζόμενοι του καταστήματος κατά τη διάρκεια κοινωνικής εκδήλωσης. Αρχείο Γιώτας Παναγοπούλου).
(Ο Λάκης Μπουρίτσας κόβει την πρωτοχρονιάτικη πίτα του 1991. Αρχείο Γιώτας Παναγοπούλου)
Έμεναν οι τράπεζες ανοικτές
Οι περισσότεροι μικροί των δεκαετιών ’70, ‘80 και ’90 έχουν να θυμούνται τον … Μουστάκη να τους υποδέχεται. Δεν ήταν άλλος από τον Λάκη Μπουρίτσα, ο οποίος επειδή είχε ένα μεγάλο μουστάκι, έκανε όλα τα παιδιά να παίρνουν όρκο ότι αυτός ήταν ο περίφημος Μουστάκης που είχε κάνει το μαγαζί ναό των παιχνιδιών με είσοδο από την οδό Ερμού.
Η Νία Μπουρίτσα θυμάται ότι τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς και των Χριστουγέννων οι τράπεζες έμεναν ανοικτές προκειμένου να καταστεί δυνατόν να αποταμιευθούν τα έσοδα από το «Μουστάκη» τα οποία ανέρχονταν σε πολλά εκατομμύρια.
Ο ανεφοδιασμός του καταστήματος ήταν εντυπωσιακός, καθώς τα προϊόντα έφευγαν με ταχύτητα φωτός από την μεγάλη αποθήκη που βρισκόταν στην περιοχή της Περιβόλας.
«Τρέχαμε σαν τρελοί να προλάβουμε να δούμε αν τελείωνε κάτι να γίνει αμέσως η προμήθεια και να εξυπηρετήσουμε τον κόσμο. Η κίνηση ήταν συνεχής, όλες τις ώρες της ημέρας και όλους τους μήνες του χρόνου, δεν παίρναμε ανάσα.
Όλο το ισόγειο άλλαζε στο τέλος κάθε σεζόν. Την επομένη των Χριστουγέννων για την πρωτοχρονιά, την επομένη της πρωτοχρονιάς για τις απόκριες, μετά για το Πάσχα και ακολούθως για το καλοκαίρι. Τον Σεπτέμβριο είχαν σειρά οι τσάντες και τα σχολικά».
(Η σακούλα μεγάλου μεγέθους που κανείς δεν ξέχασε)
Οι επιδείξεις επί της Μαιζώνος
Η δεκαετία του ’70 ήταν η δεκαετία των πρώτων… θαυμάτων. Στην είσοδο του κτιρίου επί της Μαιζώνος, όπου υπήρχε ένας μακρύς διάδρομος- είσοδος με βιτρίνες, γίνονταν επιδείξεις νέων μηχανημάτων, πρωτοποριακών για την εποχή μικροσυσκευών, αλλά και ειδών. Μαζί με αυτά, γίνονταν και παρουσιάσεις ειδών σε προσφορά. Η κ. Μπουρίτσα θυμάται ότι κάποτε είχαν βγει σε προσφορά ακρυλικές κουβέρτες οι οποίες είχαν πωληθεί κατά χιλιάδες κομμάτια.
Το τμήμα ωστόσο με τον μεγαλύτερο κύκλο πωλήσεων ήταν αυτό με τα πλαστικά. Εκεί δεν έπεφτε καρφίτσα.
Στη φάση της ακμής του το κατάστημα απασχολούσε περί τα 200 άτομα.
Εκεί δημιουργήθηκαν ζευγάρια και έγιναν οικογένειες. Εκεί ήταν τόπος συνάντησης για πολλούς Πατρινούς. Το κλίμα ήταν φιλικό και εκ των συνεχών επισκέψεων δημιουργούνταν και ανθρώπινες σχέσεις.
Εκδρομές για σκι, ακόμη και όπλα
Ο «Μουστάκης» ήταν και του λαού και του σαλονιού. Ήταν αυτός που έφερε πρώτος τα είδη βουνού, πριν τη δημιουργία του χιονοδρομικού κέντρου του Χελμού και διοργάνωνε και εκδρομές για σκι στον Παρνασσό, θυμάται η κ. Μπουρίτσα. Πωλούσε ακόμη και είδη κυνηγίου, όπλα, αλλά και αρώματα, καλλυντικά, φο μπιζού, καπέλα και αξεσουάρ. Στον Μουστάκη πωλούνταν ακόμη και χαλιά. Από εκεί ξεκίνησε η Ανατόλια στην Πάτρα.
Το κατάστημα έκανε συχνά και επιδείξεις μόδας, ενώ έδινε έμφαση και στο ντεκόρ του κάθε τμήματος.
Οι κλεπτομανείς ελλείψει κάμερας και πάμπλουτος
Ο αχανής χώρος και η απουσία καμερών κι συστημάτων παρακολούθησης, είχαν μετατρέψει τον «Μουστάκη» στη χαρά του κλέφτη.
Οι υπάλληλοι είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα να εντοπίσουν τους μακρυχέρηδες και είχαν πιάσει πολλούς. Ανάμεσά τους και έναν πάμπουλτο από τον Πύργο της Ηλείας που ήταν κλεπτομανής και συνελήφθη να κλέβει γόμες και στυλό.
Γιώτα Κοντογεωργοπούλου