Χρήστος Χωμενίδης: «Δεν ήθελα να γίνω συγγραφέας. Ήθελα να γίνω πρωθυπουργός»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ BOVARY

Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι ένας, μάλλον, χαρούμενος άνθρωπος. Ισως γιατί του αρέσει να ζει μέσα στα πράγματα, να παρατηρεί τη ζωή, να την βάζει στα βιβλία του και, κυρίως, να την μοιράζεται με την κόρη του... 

«Εχω υπέροχες αναμνήσεις και μια υπέροχη αίσθηση από τα παιδικά μου χρόνια. Νομίζω ότι είμαι από τους ανθρώπους, που δεν νομίζω ότι είναι και λίγοι τελικά, που αξιώθηκα μια πάρα πολύ ωραία παιδική ηλικία. Οχι γιατί έζησα μέσα στον πλούτο και τη χλιδή. Η ζωή μου δεν διαφέρει σε τίποτα από τη ζωή ενός παιδιού που μεγαλώνει στην Κυψέλη, την δεκαετία του ΄70, σε ένα μικρό διαμέρισμα, με τους γονείς του. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος συνδικάτων, σωματείων -που ελπίζω ότι τότε είχαν μια άλλη αίγλη κι έναν άλλον ηρωισμό.

Ετσι αντικατοπτρίστηκε η αλλαγή στο σπίτι μας, από την Ωκεανία στον Αστέρα -δεν μπορώ να πω τι προτιμούσα

Γεννήθηκα τον Αύγουστο του ΄66, και στις 21 Απριλίου του ΄67 γίνεται η χούντα. Ο πατέρας μου ήταν 35 χρόνων και η μάνα μου 27-28. Τότε η χούντα απαγόρευσε τα σωματεία. Συνελήφθησαν παππούς και γιαγιά αλλά και ο συνεταίρος του πατέρα μου. Η μάνα μου απολύθηκε από τη δουλειά της, δούλευε στην Αγρέξ, και ο πατέρας μου προσπαθούσε να στηρίξει τη δική μας οικογένεια αλλά και του συνεταίρου του, χωρίς να υπάρχει δουλειά. Είπαμε το ψωμί-ψωμάκι».

«Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι ολοένα και μίκραινε το σπίτι μας, μετακομίζαμε σε ολοένα και μικρότερο σπίτι. Δεν αλλάζαμε γειτονιά. Η γειτονιά μάς άλλαζε. Η μαμά μου, όπως κάνω τώρα εγώ στην Νίκη, την κόρη μου, ρωτούσε τη γνώμη μου για τα πάντα. Οταν με πήγε στο μικρότερο σπίτι, όπου τελικά ζήσαμε δέκα τρία χρόνια, Δροσοπούλου 4, με ρώτησε πως μου φαίνεται. Στο δωμάτιο που προοριζόταν για μένα υπήρχε στον τοίχο ένα κουδούνι που όταν το χτυπούσες έκανε γκλιν-γκλον, κι αυτό ήταν το κριτήριό μου για το σπίτι.

Η χειρονομία να βγάλω το βιβλίο «Φοίνικα» έχει και μια λογική λύτρωσης. Να βγάλουμε το πουλί από το συκοφαντικό πλαίσιο

Πολλά πράγματα μου έδιναν χαρά γιατί πίσω από όλα υπήρχε μεγάλη αγάπη. Στα απομνημονεύματά μου, κάποτε, πρέπει να τα γράψω όλα αυτά. Οι γονείς μου, που είχαν υπάρξει πάρα πολύ ερωτευμένοι, είχαν ένα λούτρινο σκύλο που τον έλεγαν Μπαχ. Σχεδόν κάθε χρόνο, ο μπαμπάς μου τον έβαφε με νερομπογιά -έτσι υπήρχε περίοδος με τον Μπαχ κόκκινο, πράσινο, μπλε. Κι εμένα αυτό μου φαινόταν τρομερά ενδιαφέρον και αστείο. 

Δεν πηγαίναμε διακοπές. Πηγαίναμε για μπάνιο με τη μαμά μου στη Βουλιαγμένη, στην Ωκεανίδα, μια λαϊκή παραλία με γυναίκες με μαύρα μαγιό που ήταν στα ρηχά, σαν φώκιες... Και άντρες με πλεκτά κολλητά μαγιό που στερέωναν από μέσα το βαλμένο σε δερμάτινη θήκη, πακέτο τσιγάρων. Οταν έπεσε η χούντα και άρχισαν να φτιάχνουν λίγο τα επαγγελματικά πράγματα του πατέρα μου, αλλάξαμε και τα Σαββατοκύριακα τουλάχιστον πηγαίναμε για μπάνιο στον Αστέρα. Ετσι αντικατοπτρίστηκε η αλλαγή στο σπίτι μας, από την Ωκεανία στον Αστέρα -δεν μπορώ να πω τι προτιμούσα».

«Δεν ξέρω γιατί δεν με έστειλαν σε δημόσιο σχολείο. Τις πρώτες τάξεις του δημοτικού πήγα σε ένα μικρό ιδιωτικό που το είχε μια κυρία. Τα μεσημέρια τρώγαμε μέσα, κάτι τρομερές πίτες που έφτιαχναν. Θυμάμαι την δασκάλα μου στην πρώτη δημοτικού, την κυρία Φωτούλα, που ήταν παχιά, με φακίδες, κοκκινομάλα, χήρα χωροφύλακος. Μου φαινόταν εκατό ετών. Για κάποιο λόγο θεωρούσε παιδαγωγικό, κατά τη διάρκεια του μαθήματος, να σηκώνεται ένα παιδί και να της κάνει μασάζ. Μετά στη β΄δημοτικού είχαμε την κυρία Σέλινα, μια αδύνατη μαυροφορεμένη γυναίκα, το αντίθετο της πρώτης, με μαύρα γυαλιά τα οποία φορούσε μέσα στην τάξη. 

Κατάλαβα ότι άλλαξε η κατάσταση όταν έβαλε στη διαπασών η μαμά μου έναν δίσκο του Θεοδωράκη

Πάντα κάποιος στην τάξη επέρδετο. Κι εκείνη εφάρμοζε την συλλογική ευθύνη, γιατί καθώς κανείς δεν παραδεχόταν ότι το έκανε, σήκωνε τυχαία ένα παιδί και το χτυπούσε με τον χάρακα στην παλάμη, δέκα φορές. Θυμάμαι ακόμα αυτή την αίσθηση. Κι όλα αυτά υπό τη φωτογραφία του Φοίνικα, του πουλιού του Παπαδόπουλου. Κι η χειρονομία να βγάλω το βιβλίο «Φοίνικα» έχει και μια λογική λύτρωσης. Να βγάλουμε το πουλί από το συκοφαντικό πλαίσιο.

Η μητέρα μου με είχε γράψει στο Κολλέγιο από τότε που γεννήθηκα. Ηθελε να πάω εκεί. Ο μπαμπάς μου είχε φίλους από την Κυψέλη, όπως τον Κώστα Ρηγόπουλο τον ηθοποιό, τον οποίο είχε πάει ο μπαμπάς μου στον αδελφό της μαμάς του, τον Γιώργο Γληνό, ηθοποιό του Εθνικού και ο Γληνός είπε στον Ρηγόπουλο ότι κάνει για ηθοποιός. Ο άλλος φίλος του μπαμπά μου ήταν ένας φιλόλογος ο Νέστορας Μπούρας. Ενα πάμφτωχο παιδί που δούλευε εργάτης. Ως εργάτης μπήκε στη Φιλοσοφική, ως εργάτης την τελείωσε, για να δουλέψει μετά φιλόλογος στο Κολλέγιο, όπου και έγινε διευθυντής του Οικοτροφείου. Ετσι οι γονείς μου είχαν επισκεφτεί το σχολείο και η μάνα μου είχε ενθουσιαστεί». 

«Για να μπούμε στο Κολλέγιο δίναμε εξετάσεις στην Τρίτη δημοτικού, και κάναμε φροντιστήριο, δύο φορές την εβδομάδα... Νομίζω ότι έπαιρναν έναν στους δέκα, τότε... Ξέρω τι έκρινε τις εξετάσεις για να μπω. Μας έδειξαν τρεις εικονίτσες, σαν κόμικ: Ενας άνθρωπος με μπαστούνι και σκύλο στο πεζοδρόμιο που περνάει τον δρόμο και μας ρώτησαν τι είναι αυτός ο άνθρωπος. «Τυφλός», κι εγώ το είχα καταλάβει. 

Το δώρο μου που πέρασα στο Κολλέγιο ήταν να με στείλουν στην κατασκήνωση του Κολλεγίου -είχα πάει και τα προηγούμενα καλοκαίρια σε άλλες και ήταν φρίκη. Γιατί εμένα μου άρεσε να αράζω με τα βιβλιαράκια μου, με τον Ιούλιο Βερν παρέα, και να ρεμβάζω. Η κατασκήνωση ήταν ακριβώς το αντίθετο -να τρέχεις όλη μέρα. Οταν όμως έγινε το πραξικόπημα της Κύπρου, η εισβολή και όταν μετά ήρθε κι η Δημοκρατία, αισθάνθηκαν ανάσταση. Γιατί συμβολικά στον δικό μου μικρόκοσμο η χούντα ήταν το ξύπνημα με τις σφυρίχτρες και τις αθλοπεδιές στην κατασκήνωση και η δημοκρατία το ελεύθερο καλοκαίρι. 

Εγώ κατάλαβα ότι άλλαξε η κατάσταση όταν έβαλε στη διαπασών η μαμά μου έναν δίσκο του Θεοδωράκη με τραγούδια -όχι του Αγώνα, αλλά τη Μυρτιά, τη Μαραγαρίτα-Μαραγαρώ... Και μπήκε ένας άλλος αέρας μέσα στο σπίτι. Ημουν οκτώ χρόνων. Οχι μόνον τα καταλάβαινα όλα αυτά αλλά ήθελα και να συμμετάσχω. Εβλεπα τις προκηρύξεις κι αποφάσισα να γράψω κι εγώ και να τις πετάξω από το μπαλκόνι. Δεν ξέρω πως έγινε κι έγραψα πάνω σε εκατό περίπου χαρτάκια, ΕΟΚΑ Β΄ -το είχα ακούσει στο ραδιόφωνο. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι ήταν χουντική οργάνωση». 

«Το Κολλέγιο μου φάνηκε υπέροχο. Κέρδισα πολλά. Τα πρώτα χρόνια, επειδή διάβαζα Τομ Σόγιερ και Χοκ Φιν, μέσα στη φαντασία μου σκεφτόμουν ότι κάθε πρωί πηγαίνω στον χώρο του Τομ Σόγιερ. Στο σχολείο ήταν σαν να ζούσα διπλή ζωή: Στο σχολικό υφιστάμην μπούλινγκ και ήμουν περίγελος, ενώ στην τάξη ήμουν πρόεδρος. Ευτυχώς κανένα παιδί της τάξης μου δεν ήταν στο σχολικό μου. Με κορόιδευαν και νομίζω ότι γι΄αυτό ευθυνόταν η μαμά μου. Γιατί; Κατ΄αρχήν ήμουν πολύ ψηλός, είχα ένα άφρο μαλλί -σαν λευκός Τζάκσον και τρίτον τα ρούχα που μου φόραγε η μαμά μου ήταν κάτι χίπικα πουκάμισα κι ένα παντελόνι, θυμάμαι, που είχε πάνω του στάμπες από γαλλικές εφημερίδες, Le Monde, Figaro.

Μικρός έγραφα ποιήματα. Και νωρίς κατάλαβα την παρηγορητική δύναμη της τέχνης, γιατί όταν στεναχωριόμουν έγραφα ένα ποίημα κι αυτό με παρηγορούσε

Ως γνωστόν τα παιδιά είναι τρομεροί κομφορμιστές, χειρότεροι κομφορμιστές δεν υπάρχουν, και ήταν όλα καθώς πρέπει. Εδώ στο σχολικό ήταν σαν να έχω βγει από το «Hair». Στο σχολείο με φώναζαν θάμνο. Μετά προστέθηκαν και τα μυωπικά γυαλιά. Στο σχολικό, θυμάμαι μια φορά, μου άδειασε ένα παιδί που καθόταν πίσω μου το τασάκι με τα αποτσίγαρα στα μαλλιά μου. Δεν το είπα ποτέ στους γονείς μου ούτε ότι με κορόιδευαν. Αλλά δεν ήθελα και να αλλάξω, γιατί , όπως έχω γράψει στο «Ελάφι», «σιγά μην τους κάνω τη χάρη να αλλάξω εγώ τρόπο που ντύνομαι ή κουρεύομαι για να τους αρέσω». 

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ