Η Αναπτυξιακή Διαχείριση του Χρέους

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΒΕΛΗ, ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΟΜΕΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ν.Δ.

Η οικονομία και η χώρα έχουν να αντιμετωπίσουν τις βραχυπρόθεσμες, τις μεσοπρόθεσμες και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, τις υποχρεώσεις και τους δημοσιονομικούς και γεωπολιτικούς περιορισμούς του υπερσυσσωρευμένου δημόσιου χρέους. Τα Μνημόνια επιχείρησαν μια ταχεία και βραχυπρόθεσμη προσαρμογή των βασικών ισοζυγίων με εμπροσθοβαρή απορρόφηση του κόστους αυτής της προσαρμογής από την Ελλάδα μέσω της δημοσιονομικής λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης, ώστε να αποφευχθεί η ουσιαστική αναδιάρθρωση των δανειακών υποχρεώσεών της. Ωστόσο, η προσαρμογή που επιτεύχθηκε στα βασικά ισοζύγια της οικονομίας, και η οποία αξιολογείται ως επιτυχία των προγραμμάτων, δεν είναι διατηρήσιμη. Η βελτίωση της κατάστασης στο εμπορικό ισοζύγιο οφείλεται πρωτίστως στη μείωση των εισαγωγών. Παράλληλα, η περιορισμένη αύξηση και η διάρθρωση των εξαγωγών αποτυπώνουν το έλλειμμα παραγωγικού μετασχηματισμού. Η δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων μέσω της συμπίεσης των δημόσιων δαπανών, κυρίως των δημόσιων επενδύσεων, και της υπερφορολόγησης δεν συνιστά βιώσιμη επιλογή δημοσιονομικής προσαρμογής. Η κατάσταση στην υγεία και στην παιδεία είναι ενδεικτική. Τα θεμελιώδη μεγέθη και τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της οικονομίας δείχνουν ότι η πορεία της τα αμέσως επόμενα χρόνια θα είναι γεμάτη από αβεβαιότητες και κινδύνους Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις που έχει ήδη αναλάβει η χώρα ενδέχεται να υπονομεύσουν περαιτέρω την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα. Ο απεγκλωβισμός της οικονομίας από αυτή την κατάσταση προϋποθέτει θετικές εξελίξεις στα εξής δύο πεδία παρέμβασης:

α) Στην αναδιάρθρωση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας και στην ουσιαστική, και όχι φαινομενική, βιωσιμότητα του χρέους. Για να γίνει αυτό, απαιτούνται σημαντικές αλλαγές που θα διασφαλίζουν την εξυπηρέτηση του χρέους για μια μεγάλη χρονική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας η χώρα θα μπορούσε να αναδομήσει το παραγωγικό πρότυπο και το μοντέλο ανάπτυξής της. Ζωτικής σημασίας θα ήταν η επανεξέταση και η μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να περιοριστεί η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής και της λιτότητας.

β) Στη μετάβαση της οικονομίας σε σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει την ανακοπή κάθε μορφής περαιτέρω λιτότητας και αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Η αύξηση της απασχόλησης και των αμοιβών είναι η μόνη επιλογή με ισχυρό και σωρευτικά επεκτατικό αποτέλεσμα.

Παράλληλα, η εξέλιξη αυτή θα δημιουργήσει ροές ρευστότητας και θα συμβάλει στη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Η μετάβαση σε ένα καθεστώς ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, στερείται βιωσιμότητας και δεν διασφαλίζει την αναβάθμιση της χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας του δημόσιου τομέα.  Απαιτείται η μετάβαση της οικονομίας σε ένα περιβάλλον μεγέθυνσης προκειμένου να ενισχυθούν τα έσοδα και η πιστοληπτική ικανότητα του Δημοσίου. Η δημοσιονομική λιτότητα και η εφαρμογή της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης δεν έχουν οδηγήσει στην τόνωση των επενδύσεων και των εξαγωγών αντιθέτως, έχουν δημιουργήσει εύθραυστα δημοσιονομικά και εμπορικά πλεονάσματα σε βάρος του ισοζυγίου των νοικοκυριών. Τούτο αποτελεί βασική αιτία αποσταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας. Παράλληλα, η δυναμική της αποεπένδυσης διατηρείται, υποβαθμίζοντας περαιτέρω την εγχώρια παραγωγική δομή.

 Οι ανησυχητικές εξελίξεις στα ποσοστά και στη διάρθρωση της ανεργίας και της απασχόλησης, καθώς και στις σχέσεις εργασίας με τα υψηλά ποσοστά της μερικής απασχόλησης, συνεχίζονται. Η σημαντική υποχώρηση του κατώτατου μισθού, των αμοιβών, του ρόλου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ υπονομεύει τη διατηρήσιμη έξοδο της οικονομίας από τη στασιμότητα. Παράλληλα, η οικονομική στενότητα των ελληνικών νοικοκυριών όσον αφορά την κάλυψη των περισσότερων βασικών αναγκών εμφανίζει περαιτέρω επιβάρυνση.

 Συνεπώς, η διαχείριση της οικονομίας απαιτεί ώριμη πολιτική σκέψη και πραγματισμό. Η σύνδεση της εξυπηρέτησης του χρέους με τις αναπτυξιακές επιδόσεις της οικονομίας μπορεί να είναι η κατεύθυνση που θα δώσει δημοσιονομικό χώρο και βαθμούς ελευθερίας στην Ελλάδα, αρκεί να μη λειτουργεί ως υφεσιακός μηχανισμός ο οποίος θα υπονομεύει συστηματικά και σωρευτικά την απεμπλοκή της οικονομίας από επαναλαμβανόμενες κρίσεις στη διαχείριση του χρέους.

 

Διαβάστε επίσης