Πάνω από 40 καθηγητές, πολιτικοί επιστήμονες, ιστορικοί, οικονομολόγοι και άνθρωποι του πνεύματος γενικά, πήραν μέρος σε ένα Συνέδριο που διοργανώθηκε από την Ελληνο-Αμερικανική Ένωση και το Hellenic American College (HAEC) σε συνεργασία με το Hellenic-American University (HAU) και έφερε τον τίτλο «Αναζητώντας την Μεταρρύθμιση στην νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα».
Ανοίγοντας το Συνέδριο και την συζήτηση που ακολούθησε, ο πρόεδρος του HAU κ. Λεωνίδας-Φοίβος Κόσκος τόνισε ότι «από την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο ελληνικός κόσμος έθεσε ως στόχους του την μετακίνησή του από την υπανάπτυξη στον αναπτυγμένο κόσμο, την διαμόρφωση ισχυρών θεσμών, την πρόοδο μέσω της παιδείας και της αριστείας και, τελικά, την ένταξη στο ευρύτερο ευρωπαϊκό σύστημα. Οι επιδιώξεις αυτές διατυπώθηκαν ρητά κατά την έναρξη του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, δηλαδή την ώρα της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, αλλά και σε διαδοχικές περιστάσεις κατά την πορεία του εδώ και δύο αιώνες. Η μεταρρύθμιση, ως το αίτημα για συνολική προσαρμογή στις απαιτήσεις της νεωτερικότητας και της ένταξης στον σύγχρονο κόσμο, υπήρξε από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Πλην όμως, τίθεται το ερώτημα τί έχει γίνει μέχρι σήμερα και με ποια αποτελέσματα».
Απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα προσπάθησαν να δώσουν ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) κ. Γιάννης Στουρνάρας, οι καθηγητές κ.κ. Χαρ. Παπασωτηρίου και Νικηφόρος Διαμαντούρος, ο πρέσβης επί τιμή κ. Αλέξανδρος Μαλλιάς και ο επικεφαλής του Γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα κ. Λεωνίδας Αντωνακόπουλος. Με πρώτον τον διοικητή της ΤτΕ, όλοι οι ομιλητές συμφώνησαν στην ανάγκη να γίνουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις στην χώρα, καθ’ όσον από αυτές πλέον εξαρτάται και η επιβίωσή της στον μεταβαλλόμενο κόσμο μας.
Κατά τον κ. Γιάννη Στουρνάρα, για παράδειγμα, «η επιστροφή στο παλιό εσωστρεφές πρότυπο, όπου η ανάπτυξη ήταν εξαρτώμενη από την εγχώρια ζήτηση, κυρίως την κατανάλωση, η οποία χρηματοδοτήθηκε από εξωτερικό δανεισμό, είναι ανέφικτη και ανεπιθύμητη. Το κράτος οφείλει να κάνει προσεκτικό και στοχευμένο σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων, ώστε να δημιουργούνται τα σωστά κίνητρα για τον ιδιωτικό τομέα και να αποφεύγονται προβλήματα και στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν στο παρελθόν».
Ωστόσο, αναγνώρισε ο ομιλητής, ο οποίος εγκαινίασε και το Συνέδριο, «τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων είναι μακροχρόνια και το κόστος άμεσο. Αυτό εξηγεί το γιατί κάποιες μεταρρυθμίσεις, ενώ νομοθετήθηκαν, δεν υλοποιήθηκαν. Επιπλέον, το κόστος αφορά λίγους και το όφελος πολλούς. Οι λίγοι, που ενδεχομένως χάνουν άμεσα από μία μεταρρύθμιση, εναντιώνονται και παρεμβαίνουν με σφοδρότητα στον δημόσιο διάλογο, ενώ οι πολλοί, που ωφελούνται, δεν την υπερασπίζονται με την ίδια θέρμη».
Από την πλευρά του στο κλείσιμο του Συνεδρίου ο πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής κ. Άγγελος Δεληβορριάς υπογράμμισε: «Η συνέχιση της προσπάθειας να προσδιοριστεί και να εμβαθύνουμε στο νόημα της μεταρρύθμισης εκφράστηκε σε αυτό το Συνέδριο με έναν εκτεταμένο θεωρητικό προβληματισμό, που ως κεντρικό άξονα είχε την κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια και εξετάστηκε από μία πλευρά συγκρατημένης απαισιοδοξίας για τον παρελθοντικό όσο και για τον μελλοντικό της ρόλο. Αναζητήθηκαν οι εσωτερικοί λόγοι και αντιπροτάθηκε αντί της λέξης μεταρρύθμιση το νόημα του μετασχηματισμού μίας δεδομένης πραγματικότητας. Τα προβλήματα της εν Ελλάδι μεταρρύθμισης, πέρα από τις οικονομικές της προεκτάσεις, συναρτήθηκαν με την διεθνή συγκυρία, με την σχέση πολιτικής-κομμάτων εξουσίας, με την αδυναμία των θεσμών και με την αδράνεια του κοινωνικού σώματος».
Ολοκληρώνοντας την συμπερασματική συνεδρία, ο καθηγητής κ. Νίκος Αλιβιζάτος σημείωσε: «Η πρωτοτυπία αυτού του Συνεδρίου ήταν ότι δεν αρκείτο σε διαπιστώσεις αλλά επεδίωκε και την διατύπωση προτάσεων. Συνεπώς, αυτό το μείγμα απέδωσε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Υπήρξε επίσης η σύγκρουση δύο θεμελιωδών προσεγγίσεων –της απαισιόδοξης ή συγκρατημένης, με την άλλη εκδοχή που θέλει να πιστεύει ότι η Ελλάδα αυτά τα 250 χρόνια από την Επανάσταση κατάφερε πολύ περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη βαλκανική χώρα, καθώς βρέθηκε ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες και τα επιτεύγματά της δεν θα έπρεπε να παραβλέπονται».
Στο πλαίσιο αυτό, θα θέλαμε να προσθέσουμε ότι, σε μία κοινωνία, οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις σε περιόδους σοβαρών μετασχηματισμών με πολυεπίπεδο χαρακτήρα δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, αν δεν έχει προηγηθεί η δημιουργία του κατάλληλου κλίματος. Με πιο απλά λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μεταρρυθμίσεις σε μία κοινωνία γίνονται όταν υπάρχει εύφορο ιδεολογικό έδαφος για να υλοποιηθούν, αλλά και να πετύχουν. Κάτι παρόμοιο δεν ισχύει στην Ελλάδα. Η χώρα, όπως κατ’ επανάληψιν έχουμε τονίσει από την στήλη αυτή, τα 40 και πλέον χρόνια που πέρασαν υπέστη έναν σοβαρότατο πνευματικό ακρωτηριασμό από τον οποίο μύρια όσα δεινά έπονται.
Έτσι, σε μία εποχή ραγδαίων μετασχηματισμών και γεωπολιτικών ανακατατάξεων, η χώρα έχασε σπουδαίες ευκαιρίες εκσυγχρονισμού και προσαρμογής της. Ακόμα χειρότερα, σήμερα είναι πτωχευμένη και εξαρτώμενη από την απέναντί της αλληλεγγύη των εταίρων της –τους οποίους θεωρεί και εχθρούς της!
Κολοσσιαίες, από την άποψη αυτή, είναι οι ευθύνες των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και ιδιαίτερα αυτών που για μία μακρά περίοδο εθεωρούνταν και «προοδευτικές». Το ίδιο ισχύει δε και για ένα μεγάλο μέρος των Μέσων μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ), τα οποία σε αναρίθμητες περιπτώσεις υπήρξαν φορείς σκοταδισμού και συλλογικής αποβλακώσεως. Δυστυχώς, στην χώρα μας δεν θέλουμε να καταλάβουμε ότι η πρόοδος και η δημιουργία ευημερίας προϋποθέτουν δυναμικές και κινητικές κοινωνίες, ικανές να ανταποκριθούν σε προκλήσεις και αλλαγές.
Σε όλους τους τομείς, η επιτυχία απαιτεί αλλαγές και οι αλλαγές, με την σειρά τους, απαιτούν μεταρρυθμίσεις. Θα πρέπει έτσι να γίνει κατανοητό ότι οι αλλαγές είναι επιταχυνόμενες κα αυτός είναι ο λόγος που η μη παρακολούθησή τους δημιουργεί ανισότητες. Οι νέες τεχνολογίες και η απίστευτη ταχύτητα παραγωγής, διάδοσης και ενσωμάτωσης των γνώσεων σε οργανωτικά και επιχειρησιακά δίκτυα είναι φαινόμενα που από μόνα τους επιβάλλουν νέους κοινωνικούς κανόνες, αλλά και διαφορετικές απ’ ό,τι στο παρελθόν μορφές διοίκησης και διαχείρισης ανθρώπων και πόρων.
Υπό παρόμοιες συνθήκες οι μεταρρυθμίσεις δεν αποτελούν συνωμοσία, όπως κάποιοι λένε και διαδίδουν, αλλά ζωτική ανάγκη προσαρμογής σε μία νέα εποχή. Η αντικειμενικά μετρήσιμη πραγματικότητα μάς δείχνει ότι, άλλοτε γρήγορα και άλλοτε πιο αργά, η ανθρωπότητα κινείται σταθερά προς την πρόοδο και διαψεύδει παταγωδώς αυτούς που πιστεύουν το αντίθετο. Όσο λοιπόν αρνούμεθα το γεγονός αυτό, τόσο περισσότερο θα βυθιζόμαστε στο τέλμα της άγνοιας –ό,τι χειρότερο, δηλαδή.