Η διαμόρφωση και η ανάπτυξη της πόλης του Αιγίου τον 19ο αιώνα, δηλαδή η μετατροπή της από τουρκική κωμόπολη σε σύγχρονη πόλη με σαφώς διαχωρισμένες διοικητικές και οικονομικές λειτουργίες, δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς την αναφορά στην ανάδειξη της ευρύτερης περιοχής ως βασικού κέντρου παραγωγής και εμπορίας σταφίδας.
Από τους χρόνους της Δεύτερης Ενετοκρατίας υπάρχει οικιστικός σχηματισμός με όρια αναφοράς τους πέντε μαχαλάδες: Παναγία των Εισοδίων, Φανερωμένη, Ταξιαρχών, Άγιος Γεώργιος και Άγιος Αθανάσιος, όπως φαίνεται από το ενετικό τοπογραφικό σχέδιο της Βοστίτσας. Στις αρχές του 19ου αιώνα, αφού θα έχουν μεσολαβήσει επιδρομές και ο καταστρεπτικός σεισμός του 1748, το Αίγιο θα αριθμεί 300 οικίες και θα εκτείνεται από την παραλία μέχρι τη σημερινή οδό Παναγιωτοπούλων με κεντρικά σημεία αναφοράς το Διοικητικό (Κονάκι), το τουρκικό τέμενος (τζαμί), τις προαναφερόμενες εκκλησίες και το Στρατώνα (στην πλατεία Αγίας Λαύρας).
Έκτοτε, και αφού μεσολάβησε ο καταστρεπτικός σεισμός του 1817, θα έχουμε δύο οικιστικές αναπτύξεις. Η πρώτη θα αρχίσει με την αποκατάσταση του ελληνικού κράτους. Η πόλη θα επεκταθεί ως την εκκλησία της Φανερωμένης. Ο κύριος οικοδομικός οργασμός θα σημειωθεί στην περίοδο 1830-1840. Η οικοδομική θα γίνει με βάση το «Σχέδιο δια την νέαν πόλιν» του 1834. Θα χτίσουν πολλά κτίρια και σπίτια με ωραίο ρυθμό. Είναι η εποχή των μετεπαναστατικών αρχόντων, βασικά των σταφιδεμπόρων Μεσσηνέζη, Μπιρλή, Θεοδώρου, Πετμεζά, Κουτσουβέλη κ.α. που έχουν συσσωρεύσει πλούτο και επενδύουν σε κατοικίες. Η δεύτερη θα αρχίσει ύστερα από τον μεγάλο σεισμό του 1861. Η πόλη θα επεκταθεί ακόμη παραπέρα και θα φθάσει μέχρι τη δεξαμενή. Η οικοδομική επέκταση θα καθοδηγηθεί τώρα από το επίσημο σχέδιο πόλεως που θα γίνει το 1862, αλλά η εφαρμογή του θα κρατήσει πάνω από 20 χρόνια. Το σχέδιο αυτό μπορεί να θεωρηθεί αρτιότερο και ποιοτικά διάφορο από το σχέδιο του 1834. Οι οικονομικές και διοικητικές δραστηριότητες ταξινομούνται βάσει ενός τετραγωνισμένου σχεδίου. Με το σχέδιο αυτό το Αίγιο αποκτά πλέον την οριστική του φυσιογνωμία όπως είναι σήμερα, παρ’ όλες τις προσθήκες και προεκτάσεις που μεσολάβησαν έκτοτε.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εφαρμογή του σχεδίου υπήρξε δαπανηρή (απαλλοτριώσεις, δίκες, διανοίξεις οδών κτλ) και ότι η επίτευξη του έγινε δυνατή (όπως και ην εκτέλεση του έργου του υδραγωγείου) χάρη στη σώφρονα τακτική του Δημάρχου Ρωμανιόλη που εξασφάλισε για τους μεταγενέστερους δημάρχους ένα μεγάλο αποθεματικό κεφάλαιο.
Πρέπει να υπομνησθεί ότι και οι δύο οικιστικές επεκτάσεις συμπίπτουν με σημαντικά γεγονότα (αποκατάσταση ελληνικού κράτους και τέλος της Οθωνικής περιόδου), έρχονται να εξυπηρετήσουν σοβαρές πληθυσμιακές ανάγκες (είσοδος Καλαβρυτινών, περίοδος 1830-1840 και πληθυσμιακή επέκταση δεκαετίας ’60) και γίνονται δυνατές χάρη στη συγκυρία της ανάπτυξης του εξωτερικού εμπορίου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1870 με την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως έχουμε ήδη μια διαμορφωμένη πόλη με λειτουργική διάταξη των οικημάτων, του ελεύθερου χώρου και των οικονομικών και διοικητικών δραστηριοτήτων.
Τότε χτίζονται και οι ιδιωτικές κατοικίες της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης οι εκπρόσωποι της οποία είχαν ανοίξει γέφυρες με την Ευρώπη και λόγω της οικονομικής τους επιφάνειας έφερναν ξένους αρχιτέκτονες που γέμισαν την αναπτυσσόμενη πόλη με κτίρια-αριστουργήματα αισθητικής και λειτουργικότητας. Δυστυχώς ελάχιστα απέμειναν μέχρι σήμερα σαν δείγματα εκείνης της εποχής. Από τότε μέχρι και σήμερα το σχέδιο πόλης έχει υποστεί πάνω από 100 τροποποιήσεις, με αποκορύφωμα αυτή που ξεκίνησε μέσω ΟΠΑΑΦ μετά το σεισμό του 1995, χρονολογία που «ισοπέδωσε» και τα περισσότερα από τα αναπομείναντα μέχρι τότε νεοκλασικά αριστουργήματα της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης.
* Ο Φάνης Ζουρόπουλος είναι εκτελεστικός Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Τ. Πρόεδρος της Ένωσης Επαρχιακού Τύπου.