Έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος Τόζα Βεσελίνοβιτς

ένας από τους προπονητές που άφησαν το στίγμα τους στο ελληνικό ποδόσφαιρο

Ένας από τους ανθρώπους που γεννήθηκαν με μια μπάλα στα πόδια και στο μυαλό, ένας από τους προπονητές που άφησαν το στίγμα τους στο ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν βρίσκεται πια ανάμεσα μας. 

Ο Τόντορ Βεσελίνοβιτς, άφησε την τελευταία του πνοή, αργά εχθές το βράδυ, σε νοσοκομείο της Αθήνας, ύστερα από δεκαήμερη νοσηλεία.

Από το 1977, όταν και ήρθε στην Αθήνα για τον Ολυμπιακό μέχρι και την ημέρα που έσβησε ήσυχα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, αγάπησε ιδιαίτερα την Ελλάδα και αγαπήθηκε από τους φιλάθλους, όσο λίγοι.

Ο «Σέφε» (σ.σ. δάσκαλος) όπως τον αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του, έζησε για 40 χρόνια στο σπίτι που αγόρασε στο Παλαιό Φάληρο, με την αγαπημένη σύζυγο του, Μίλκα.

Ως ελάχιστο φόρο τιμής, το ΑΠΕ-ΜΠΕ παρουσιάζει την τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο Τόζα, στις 29 Απριλίου 2015, όπου μίλησε για την ζωή του και για το ποδόσφαιρο, που ήταν η ζωή του...

516135_3c88e23200-830a1113436568b2.jpg

Ο Τόντορ Βεσελίνοβιτς, περισσότερο γνωστός ως «Τόζα», γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1930 στο Νόβισαντ και στα 15 του χρόνια άρχισε την ποδοσφαιρική του καριέρα στην ομάδα της πόλης του, Βοϊβοντίνα. Αγωνίσθηκε στη θέση του επιτελικού μέσου και του κεντρικού επιθετικού, όμως αυτό που τον χαρακτήρισε ήταν η έφεση στο σκοράρισμα, καθώς για τέσσερις περιόδους αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος (1956 με 21 γκολ, 1957 με 28 γκολ, 1958 με 19 γκολ και 1961 με 16 γκολ). Μετά από 16 χρόνια παρουσίας στην Βοϊβοντίνα κι ενώ προηγήθηκαν μικρά διαλείμματα στον Ερυθρό Αστέρα και στην Παρτιζάν Βελιγραδίου (παράλληλα ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις), έγινε ο πρώτος -τότε- Γιουγκοσλάβος που πήρε μεταγραφή στο εξωτερικό, υπογράφοντας συμβόλαιο συνεργασίας στην Σαμπντόρια. Κατόπιν, αγωνίσθηκε για τρία χρόνια στην Αούστρια Βιένης, για μία περίοδο στην Ουνιόν του Βελγίου και έκλεισε την καριέρα του στην Αούστρια Κλάγκενφουρτ της Αυστρίας, με τα «χρώματα» της οποίας έπαιξε (παράλληλα ήταν βοηθός προπονητή) μέχρι τα 39 χρόνια του. Ο κ.Βεσελίνοβιτς είχε εντυπωσιακή παρουσία και στην εθνική Γιουγκοσλαβίας με την οποία μετρά 37 συμμετοχές (1953-1961) και 28 γκολ, με παρουσία σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα (1954 και 1958). Μάλιστα στην διοργάνωση του 1958, όπου σημείωσε τρία γκολ, συναντάται με «θρύλους» του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όπως ο Πελέ, ο Βαβά, ο Ραϊμόν Κοπά και ο Ροζέρ Πιαντονί.

Κάπου εκεί, αρχίζει η προπονητική του καριέρα με πρώτο σταθμό της Κολομβία και την Σάντα Φε. Την πρώτη χρονιά κατακτά το πρωτάθλημα και στην συνέχεια αναλαμβάνει την εθνική ομάδα της χώρας. Στο προκριματικό τουρνουά για το Μουντιάλ της Γερμανίας (1974) η Κολομβία εντυπωσιάζει, αφού υπό τις οδηγίες του «Τόζα» νικά μέσα στην Ουρουγουάη με 1-0 μία ομάδα που μέχρι τότε ήταν αήττητη στην έδρα της για 63 (!) χρόνια. Η Κολομβία είναι αήττητη αλλά η πρόκριση παίζεται στην διαφορά τερμάτων κι εξαρτάται από την αναμέτρηση Ουρουγουάη-Ισημερινός. Οι γηπεδούχοι επικρατούν με 4-0, σ΄ έναν αγώνα που άφησε αρκετά ερωτηματικά εκείνη την εποχή και παίρνει το εισιτήριο για το Μουντιάλ, ενώ οι Κολομβιανοί προκρίνονταν ακόμη κι αν η Ουρουγουάη νικούσε με 2-0, ενώ στο 3-0 θα διεξάγετο μπαράζ.

Το 1977 έρχεται στον Ολυμπιακό, παραμένοντας στον πάγκο των Πειραιωτών για τρία χρόνια και αναδεικνύοντας τους μετέπειτα διεθνείς, Νίκο Βαμβακούλα, Πέτρο Ξανθόπουλο, Τάκη Λεμονή και Γιώργο Κοκολάκη. Στην συνέχεια αναλαμβάνει για 1,5 χρόνο τον Απόλλωνα Αθηνών και ακολουθούν έξι μήνες στην Μιλιονάριος της Κολομβίας. Από το 1982 μέχρι το 1984 καθοδηγεί την εθνική Γιουγκοσλαβίας με την οποία πηγαίνει στο ευρωπαϊκό της Γαλλίας (1984). Σ΄αυτήν την διοργάνωση, αναδεικνύει ποδοσφαιρικά τον Ντράγκαν Στόϊκοβιτς, αλλά -μεταξύ άλλων- και τους Βέλιμιρ Ζάετς, Μίλος Σέστιτς, Σρέτσκο Κάτανετς, Σάφετ Σούσιτς και Μεχμέντ Μπαζντάρεβιτς, με τους πρώτους δύο να κάνουν αργότερα, σπουδαία καριέρα και στην Ελλάδα, σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό, αντίστοιχα. Η Γιουγκοσλαβία γνωρίζει τρεις ήττες στον όμιλο και φυσικά αποκλείεται από το κατά γενική ομολογία καλύτερο ευρωπαϊκό της Ιστορίας. Ομως ο αγώνας με την Γαλλία, που βρήκε νικητές με 3-2 τους «τρικολόρ», θα μείνει αξέχαστος στους ποδοσφαιρόφιλους για το απίστευτο θέαμα, το χατ-τρικ του Μισέλ Πλατινί και τα τέρματα των Σέστις και Στόϊκοβιτς. Επόμενος σταθμός στην καριέρα του είναι η Τουρκία και η Φενερμπαχτσέ. Σε τρία χρόνια, ο κ Βεσελίνοβιτς οδηγεί την «Φενέρ» στην κατάκτηση δύο πρωταθλημάτων, στο ένα εκ των οποίων δημιουργεί ρεκόρ με συγκομιδή 92 βαθμών και παραγωγικότητα 103 γκολ. Επεται η συνεργασία με την ΑΕΚ (1987-88), η Φενερμπαχτσέ (για μία περίοδο), ενώ έχει εργασθεί ακόμη, στην Γκαζιαντεπσπορ, στην Καταντζάρο, στην Βοϊβοντίνα, στον Διαγόρα Ρόδου και στην Λεβάντε.

Μετά από 70 χρόνια γεμάτα από γήπεδο και ποδόσφαιρο, ο Τόζα, ζει στο Παλαιό Φάληρο, στο σπίτι που αγόρασε οταν ακόμη εργαζόταν στον Ολυμπιακό. Λάτρης της θάλασσας και της υγιεινής ζωής, απολαμβάνει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μαζί με την επί δεκαετίες σύντροφο του, Μίλκα. Γεμίζει από ικανοποίηση όταν τον χαιρετούν στον δρόμο οι γείτονες, πηγαίνει τακτικά στο γήπεδο (σ.σ. κυρίως στην Ριζούπολη για τους αγώνες του Απόλλωνα) και παρακολουθεί ποδόσφαιρο με κάθε ευκαιρία. Στα σχεδόν 40 χρόνια που ζει στην χώρα μας, έχει αποκτήσει φίλους, οι οποίοι τον ξεχωρίζουν «γιατί είναι ένας από εμάς».

Το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ), συνάντησε τον Τόζα σ΄ένα από τα «στέκια» του και τον άκουσε να ξετυλίγει το κουβάρι με τις θύμησες. Τόσες πολλές και τόσο έντονες, για έναν άνθρωπο που ανδρώθηκε σε κομμουνιστικό καθεστώς, έζησε σαν βασιλιάς, ακούει να τον αποκαλούν «Σέφε», που στην γλώσσα του σημαίνει δάσκαλος και παραμένει «ένας από εμάς»...

«Το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μου», είναι η πρώτη «ατάκα» του Τόζα και συνεχίζει: «Ημουν σχεδόν στα 15, όταν με ανακάλυψε ο Μπάνε Σέκουλιτς. Ημουν ο μικρός στην Βοϊβοντίνα. Μόλις γνώρισα το ποδόσφαιρο σταμάτησα τα πάντα και ασχολήθηκα μ΄αυτό. Δύσκολοι καιροί. Πολύ δύσκολοι. Φτώχεια και ανέχεια. Ομως με το ποδόσφαιρο τα ξεχνούσα όλα. Ο Σέκουλιτς μ΄έβαλε κατ΄ευθείαν στην πρώτη ομάδα. Ηταν σαν πατέρας μας. Μας συμβούλευε για όλα. Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ και του οφείλω τα πάντα. μας είχε κάνει μία οικογένεια».

Σχεδόν αυτόματα, προκύπτει η ερώτηση για τις πιο έντονες στιγμές του ως ποδοσφαιριστής. «Είναι πάρα πολλές, όμως ξεχωρίζω μία», θυμάται ο Τόζα: «Είμαι 18 ετών και αγωνίζομαι στην Παρτιζάν Βελιγραδίου. Παίζουμε τελικό κυπέλλου με τον Ερυθρό Αστέρα, στο παραδοσιακό ντέρμπι. Μπαίνω αλλαγή στο ημίχρονο κι ενώ το σκορ είναι 0-0. Κοντά στο 65ο λεπτό κερδίζουμε πέναλτι. Και όλα τα μεγάλα αστέρια της ομάδας διστάζουν. Ο Μίτιτς λέει να το χτυπήσει ο μικρός και δείχνει εμένα. Παίρνω και στήνω την μπάλα κι έρχεται δίπλα μου ο Τσαϊκόφσκι και μου λέει, δείχνοντας τον Μρκοσιτς στην εστία του: Μικρέ, κοίτα. Έχει αφήσει ανοικτή την δεξιά γωνία του, στείλε την μπάλα εκεί. Παίρνω τρία βήματα φόρα και την ώρα που τον βλέπω να πέφτει για να καλύψει την αφύλακτη πλευρά, πλασάρω στα αριστερά και του φωνάζω: Δεν μπορείς να την πιάσεις τώρα! Νικήσαμε 1-0 και πήραμε το κύπελλο με δικό μου. Απίστευτο συναίσθημα. Ακόμη και τώρα ανατριχιάζω, σκεπτόμενος ότι στην ίδια ομάδα έπαιζαν κορυφαίοι παίκτες, όπως ο Ζέμπετς, ο Μίτιτς, ο Μπόμπεκ, ο Στάνκοβιτς και ο Τσαϊκόφσκι».

Όπως είναι φυσικό, οι αναμνήσεις έρχονται αβίαστες και η διακοπή της σκέψης, ιεροσυλία... «Είχα και τα δύο πόδια. Είναι ελάχιστοι οι αγώνες που δεν σκόραρα. δεν μου έφτανε ποτέ να βάλω ένα γκολ. Ηθελα όσα περισσότερα μπορούσα. Σταμάτησα να παίζω στα 39 και μπορούσα άνετα να παίξω άλλα 2-3 χρόνια. Βέβαια ήταν άλλες εποχές τότε. Το ποδόσφαιρο ήταν πιο άναρχο. Αλλά και πιο όμορφο, πιο θεαματικό. Παίζαμε για να νικήσουμε. Για να βάλουμε γκολ. Τι θυμήθηκα τώρα! Είμαι προπονητής στην Βοϊβοντίνα και παίζουμε διπλούς αγώνες πρωταθλήματος με την Χάϊντουκ Σπλιτ. Πολύ καλή ομάδα τότε. Νικάμε 2-0 στο Νόβισαντ και έρχεται ένας δημοσιογράφος και μου λέει την γνώμη για τον δεύτερο αγώνα, προσθέτοντας με αρκετή έμφαση οτι είναι λογικό να χάσουμε. Και του απαντάω: Θα πάρω τον Νοβοσέλατς από λίμπερο και θα τον βάλω σέντερ φορ. Και θα νικήσουμε ξανά. Μετά από μία εβδομάδα νικήσαμε στο Σπλιτ με 4-1 και ο Μάρτιν (σ.σ. αργότερα έκανε σπουδαία καριέρα στον Ολυμπιακό ως κεντρικός αμυντικός) σκόραρε με πέναλτι. Και την άλλη ημέρα ο ίδιος δημοσιογράφος, έγραψε προς τιμήν του πως ότι μου είπε ο Τόζα, έγινε»!

Στην Τουρκία, ο Τόζα δούλεψε αρκετά χρόνια, όμως την διαφορά την έκανε με την Φενερμπαχτσέ. Και αγαπήθηκε πολύ απ τους φιλάθλους. Μάλιστα μετά από το εμφατικό 5-0 επί της Γαλατασαράι, 50.000 κόσμος άρχισε να τον αποθεώνει φωνάζοντας ρυθμικά «Βέσελ-Χότζα». Ένα προσωνύμιο που του έχει μείνει ακόμη και σήμερα και που σημαίνει «Δάσκαλε Βέσελ»...

«Είχαμε πολύ καλή ομάδα. Ένα απ τα πρωταθλήματα που πήραμε, το κατακτήσαμε με ρεκόρ βαθμών και παραγωγικότητας. Θυμάμαι τον Τόνι Σουμάχερ. Ήταν ένας αγαθός γίγαντας. Είχε μετανοιώσει και είχε στεναχωρηθεί πολύ για την φάση με τον Μπατιστόν. Στήριξα την ομάδα σ΄αυτόν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που μου φέρθηκε όταν χώρισαν οι δρόμοι μας»...

Μοιραία η συζήτηση έφτασε και στην Ελλάδα, αφού πέρασε σχεδόν την μισή του ζωή στην χώρα μας. Αποφεύγοντας τα σχετικά και χιλιοειπωμένα κλισέ, ο Τόζα δεν διστάζει, αν και προς το τέλος της φράσης του, βουρκώνει: «Γεννήθηκα Σέρβος και θα πεθάνω Σέρβος. Όμως αγαπάω πάρα πολύ την Ελλάδα και τους Έλληνες. Έχω πολλούς και καλούς φίλους. Δούλεψα πολύ και βοήθησα πολλούς μέσα κι έξω απ το ποδόσφαιρο. Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που με ξέχασαν. Αν και το μόνο που ήθελα ήταν να δώσω στους νέους προπονητές όσα γνωρίζω για το ποδόσφαιρο».

Το κλίμα αλλάζει άρδην, όταν ο Τόζα θυμάται την ιστορία με τον Νίκο Βαμβακούλα: «Λίγο μετά αφού υπέγραψα, με πήγαν να δω τον πρώτο σκόρερ στα τοπικά της Ανατολικής Αττικής. Μου έλεγαν ότι βάζει όσα γκολ θέλει, ότι είναι πολύ καλός και τα γνωστά. Είδα το ματς της Λαυρεωτικής αν θυμάμαι καλά και νομίζω ότι έβαλε 2 ή 3 γκολ. Κατέβηκα έξω απ τα αποδυτήρια να τον γνωρίσω και του είπα: "θα έρθεις στον Ολυμπιακό και πολύ σύντομα θα παίξεις αριστερό μπακ στην εθνική ομάδα"... Ο Βαμβακούλας γέλασε, απόρησε και λίγο αργότερα έκανε την καριέρα που όλοι γνωρίζετε»...

Κάτι αντίστοιχο, συνέβη και με αρκετούς ακόμη παίκτες της εποχής. «Ζήτησα απ τους υπεύθυνους του Ολυμπιακού να βλέπω πιτσιρικάδες. Εβλεπα τους μικρούς και του Ολυμπιακού και άλλων ομάδων σε μικρότερες κατηγορίες. Ξεχώρισα και προώθησα άμεσα στην πρώτη ομάδα τους Τάκη Λεμονή, Πέτρο Ξανθόπουλο και Γιώργο Κοκολάκη. Ο πιο ποιοτικός παίκτης εκείνης της ομάδας, πάντως, ήταν ο Μάικ Γαλάκος. Ολοι έκαναν σπουδαία καριέρα στον Ολυμπιακό και στην εθνική ομάδα. Αυτή άλλωστε είναι η δουλειά του προπονητή»...

Έτσι έγινε και με τον Μάκη Χατζή. Ήταν το 1981 όταν ο Τόζα -προπονητής του Απόλλωνα πιά- του άλλαξε θέση και από δεξί εξτρέμ τον έβαλε δεξί και αριστερό μπακ, με αποτέλεσμα να διαπρέψει με την «ελαφρά ταξιαρχία» και την ΑΕΚ. Με αφορμή τον Χατζή, ο Τόζα θυμάται, άλλη μία ιστορία: «Παίζουμε με τον Ολυμπιακό στην Ριζούπολη. Ο Κώστας Βρεττός βρίσκεται πίσω απ την σέντρα και με μία λόμπα στέλνει την μπάλα στα δίχτυα. Κι ενώ εμείς πανηγυρίζουμε γιατί βρισκόμαστε στην 4η θέση της βαθμολογίας και στοχεύουμε στην Ευρώπη, βλέπουμε τον διαιτητή και τον επόπτη ν΄ακυρώνουν το γκολ ως ...οφσάϊντ!!! Και αυτή η ομάδα ήταν πολύ καλή, με νέα παιδιά κι έμπειρους παίκτες...Μπορούσαμε να βγούμε Ευρώπη, αλλά...»!

Ολοκληρώνοντας το «κεφάλαιο-Απόλλωνας», ο Τόζα ζητά να κάνει ειδική αναφορά: «Θέλω να σταθώ στον Γιάννη Γεωργαρά. Εξαιρετικός χαρακτήρας και πολύ καλός παίκτης. Υπόδειγμα αγωνιστικής σταθερότητας και συνέπειας. Θυμάμαι την νίκη μας επί του Παναθηναϊκού με 1-0, με το γκολ του Γιάννη. Μέχρι και σήμερα, είναι φίλος μου και τον ευχαριστώ γι΄αυτό. Πηγαίνουμε μαζί στο γήπεδο και κάνουμε παρέα συζητώντας για την μεγάλη μας αγάπη. Να το θυμάσαι, εάν του δοθεί η ευκαιρία, θα κάνει καριέρα ως προπονητής. Είναι το ποδοσφαιρικό παιδί μου και όχι μόνο»...

Όταν έχεις απέναντι σου, έναν άνθρωπο που για 70 χρόνια ασχολείται ενεργά με το ποδόσφαιρο, με τόσες μεγάλες διακρίσεις και με ατελείωτη εμπειρία, ο πειρασμός να κάνεις τις κλασσικές ερωτήσεις, είναι μεγάλος. Σ΄αυτό το πλαίσιο, ακολούθησε ένας άτυπος διάλογος, απ τον οποίον ξεχωρίζει η καινοφανής τεκμηρίωση του Τόζα, στο ...«θεμελιώδες ερώτημα» Μέσι ή Ρονάλντο;

«Αναμφισβήτητα ο Μέσι είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον πλανήτη και από τους κορυφαίους στην Ιστορία. Είναι ο μοναδικός παίκτης που ανεξάρτητα απ το σημείο που αρχίζει μία φάση, έχει την ικανότητα να προβλέψει τόσο την εξέλιξη της, όσο και το πως θα τελειώσει. Ανεξάρτητα απ το εάν συμμετέχει καθολικά στην φάση ή εάν θα την τελειώσει ο ίδιος. Από την στιγμή που παίρνει την μπάλα στα πόδια του, ο Μέσι ξέρει τι θα γίνει στο τέλος της φάσης. Και αυτό είναι μοναδικό φαινόμενο»...

-ΕΡ: Ποιό είναι το καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, σήμερα;

-ΑΠ: «Το ισπανικό. Μπορεί να ξεχωρίζουν Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά σε κάθε αγώνα υπάρχει θέαμα και οι αναμετρήσεις είναι αμφίρροπες στην πλειοψηφία τους».

-ΕΡ: Ποια είναι η ποδοσφαιρική φιλοσοφία σας;

-ΑΠ: «Ο στόχος είναι το γκολ. Και μεσα απ΄το γκολ η κορυφή. Τίποτε λιγότερο. Ποδόσφαιρο, παίζουμε για να βάζουμε γκολ. Ανεξάρτητα από συστήματα και τακτικές. Ολοι οι παίκτες μπορούν να παίξουν όλες τις θέσεις».

-ΕΡ: Τι πρέπει να έχεις ένας προπονητής για να παράξει έργο;

-ΑΠ: «Να είναι δίκαιος με τους παίκτες του. Να είναι δάσκαλος και πατέρας μαζί. Να τονώνει την αυτοπεποίθηση των παικτών και να τους κάνει μία οικογένεια. Χωρίς βεντέτες και φατρίες. Να βρίσκει τον τρόπο, μέσα απ την σχέση που αναπτύσσει με τους παίκτες, ετσι ώστε να δημιουργήσει ομοιογένεια και να εφαρμόσει πειθαρχία. Σημαντικό ρόλο παίζει και η φυσική κατάσταση, αφού όταν οι παίκτες είναι γυμνασμένοι, μπορούν να κάνουν οτι τους ζητά ο προπονητής. Και οταν συμβαίνει αυτό, το αποτέλεσμα φαίνεται στο γήπεδο και κατά συνέπεια οι παίκτες αποκτούν αυτοεκτίμηση και βελτιώνονται διαρκώς».

Τελειώνοντας αυτήν την συζήτηση, θέλησα να ρωτήσω τον Τόζα, γιατί κατά την άποψη του, το ελληνικό ποδόσφαιρο βρίσκεται σ΄αυτήν την κατάσταση; «Κατ΄αρχήν δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Σε όλον τον κόσμο και με λίγες εξαιρέσεις, οι παίκτες έχουν γίνει ρομπότ, είναι μηχανές. Ασχολούνται μόνο με την σωματοδυναμική και την ταχυδύναμη, με αποτέλεσμα το επίπεδο του θεάματος να πέφτει κατακόρυφα. Σήμερα τα πάντα περιστρέφονται γύρω απ το χρήμα. Και το χρήμα το φέρνει το αποτέλεσμα. Μοιραία το θέαμα, πέφτει θύμα αυτής της κατάστασης. Επαναλαμβάνω, με ελάχιστες εξαιρέσεις», απάντησε σκεπτικός ο Βεσελίνοβιτς και ολοκλήρωσε την σκέψη του: «Όσον αφορά στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν προπονητές που να παίζουν για το ποδόσφαιρο. Θέλουν να κρατούν το μηδέν κι εάν σκοράρουν ένα γκολ να το κρατήσουν πάση θυσία. Αυτή είναι η γενική φιλοσοφία. Και το κακό είναι πως αυτό διογκώνεται, αφού οι σημερινοί παίκτες, είναι οι αυριανοί προπονητές. Χωρίς να είναι απόλυτο, αλλά παραμένει ο κανόνας».

ΠΗΓΗ: ΑΜΠΕ