Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1979, δεν έχει αλλάξει ακόμη ο χρόνος. Στο 523 Τάγμα Εθνοφυλακής, σε ένα βουνό της Μυτιλήνης, όλοι κοιμούνται εκτός από τις σκοπιές και του θαλαμοφύλακες. Είναι η δεύτερη χρονιά και ακόμη αργεί η απόλυση. Είμαι μαζί με τον Μίλτο στο toll του εφοδιασμού, έχουμε βάλει μπόλικα ξύλα στην σόμπα και πάνω φέτες ψωμί και σε ένα τσίγκινο σκεύος κορν-μπιφ που θα συνοδεύσουν το κρασί που αγοράσαμε από το ταβερνάκι της Αγια-Παρασκευής. Ο Μίλτος είναι από την Καισαριανή και είναι καλλιτέχνης. Σπουδαστής στην σχολή του Κουν και βιρτουόζος του μπουζουκιού αλλά και λάτρης των τραγουδιών του Λευτέρη Παπαδόπουλου.. Σιγοτραγουδήσαμε πολλά αγαπημένα τραγούδια του εκείνο το βράδυ, όμως ο Μίλτος ξεχώρισε ένα που το είπαμε εφτά φορές…
Αχ χελιδόνι μου πώς να πετάξεις σ’αυτό τον μαύρο τον ουρανό
Αίμα σταλάζει το δειλινό και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις.
Έχουμε κάνει εικοσιένα μήνες και θέλουμε άλλους εφτά, ξεχασμένοι σε ένα ξεροβούνι.Το κρασί μας τέλειωσε, κόντευε να ξημερώσει κι ο Μίλτος συνέχιζε…
Άχου καρδούλα μου φυλακισμένη δεν βγαίνει ο ήλιος που καρτεράς
Μόνο ο ντελάλης της αγοράς σε ξεκουφαίνει σε ξεκουφαίνει
Άχου καρδούλα μου…
Εκείνη την νύχτα, έγινα λάτρης του Λευτέρη Παπαδόπουλου και ένας από τους πολλούς, σίγουρα χιλιάδες θαυμαστές του, που έχουν τραγουδήσει, χαρεί, συγκινηθεί, ονειροπολήσει αλλά και έχουν χορέψει με τα τραγούδια του. Έχω διαβάσει-απολαύσει δύο και τρείς φορές τα βιβλία του. Πως τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά παραμονιάτικα… ο λόγος είναι που μόλις τώρα τελείωσα ένα βιβλίο του καθώς μου είχε ξεφύγει και πρόσφατα το είδα σε ένα ράφι του βιβλιοπωλείου. Το βιβλίο του που έχει τίτλο «Δώδεκα πόντους και μισό» και είχε εκδοθεί το2009, έχει σαν θέματα χρονογραφήματα με τίτλο «Ματιές» που έγραφε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ».
Ένα θέμα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο αυτό, με τίτλο «η πιο ωραία περιοχή του κόσμου» και αναφέρεται στην περιοχή γύρω από την Ακρόπολη, με άγγιξε τόσο πολύ που ένοιωσα έντονα την επιθυμία να αναφερθώ σε αυτό. Ως μαθητής στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου αλλά και ως φοιτητής, με την παρέα μου, η βόλτα μας ειδικά τους ανοιξιάτικούς μήνες ήταν Διονυσίου Αεροπαγίτου, Πνύκα, Αρχαία Αγορά, Μοναστηράκι, Αδριανού-Πλάκα, στάση για πίτα-γύρο στην γωνία Αδριανού-Κυδαθηναίων και επιστροφή στο σπίτι μας μέσω Βύρωνος-Μακρυγιάννη. Τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού, η βόλτα ξεκίναγε αργότερα, αφού είχαμε απολαύσει το καινοτόμο για την εποχή πρόγραμμα «ήχος και φως» με φόντο την Ακρόπολη. Δηλαδή κάναμε κι εμείς τότε, την βόλτα μας στην πιο ωραία περιοχή του κόσμου…μια βόλτα που πολλοί στον κόσμο θα επιθυμούσαν να έχουν την δυνατότητα να κάνουν. Οι υπέροχες αυτές εικόνες δε έχουν μείνει χαραγμένες και δεν θα σβήσουν ποτέ.
Αρχές της δεκαετίας του 1960, βρισκόταν σε εξέλιξη και σε μεγάλο βαθμό η εσωτερική μετανάστευση. Έτσι κι εγώ το 1964 σε ηλικία δέκα ετών, άφησα την αγαπημένη μου Πάτρα και βρέθηκα στην Αθήνα.
Είχα όμως την ευτυχία να βρεθώ και να μεγαλώσω σε μια περιοχή που ήταν στα όρια μεταξύ του Φιλοπάππου και της Ακρόπολης. Έτσι μεγάλωσα ,στην κυριολεξία κάτω από την σκιά του Παρθενώνα. Μπάλα παίζαμε στην αλάνα που σήμερα έχει γίνει το parking του restaurant Διόνυσος. Και όταν τελείωνε η μπάλα, πηγαίναμε να πιούμε νερό στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού του σπουδαίου νεοέλληνα ζωγράφου Κώστα Παρθένη, που ακόμη δεν είχε γκρεμιστεί. Εμείς πιτσιρίκια σαφώς δεν αντιλαμβανόμαστε σε ποιο σπίτι μας φιλοξενούσαν και στενοχωρηθήκαμε αφάνταστα, όταν το σπίτι κατεδαφίστηκε, μετά τον θάνατό του, το 1967.
Η κατεδάφιση του σπιτιού του Παρθένη, αποτυπώθηκε σε πίνακα του μεγάλου ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου. Μια φορά, μας κάλεσε με την παρέα μου-πιτσιρίκια δεκάχρονα- και μας κέρασε ο μπάρμπα Σπύρος Βασιλείου στα περίφημα κούλουμα που διοργάνωνε κάθε Καθαρή Δευτέρα, στο σπίτι του στην Ροβέρτου Γκαλι.
Το σχολείο μου ήταν στην Πλάκα, φοίτησα στο 14ο Γυμνάσιο που βρισκόταν στην οδό Σχολείου, πάροδος Αδριανού, δίπλα στην ιστορική ταβέρνα του Τσεκούρα. Τα βαρέλια πλένονταν έξω από την αυλή του σχολείου μας, για να δεχθούν των μυρωδάτη ρετσίνα κι εμείς είμαστε οι βοηθοί του, έναντι του σχετικού χαρτζηλικίου.
Σιγοτραγουδούσαμε στην «ΛΗΔΡΑ» του Μαρκόπουλου μαζί με τον Ξυλούρη, «τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα» από την «Θητεία» και έτσι μάθαμε τον Μάνο Ελευθερίου όπως και την «Ιθαγένεια» σε στίχους του «Κ.Χ. Μύρη». Τα βράδια μας στις Εσπερίδες με τον Αργύρη κλείναμε τα μάτια στο τραγούδι «μην κουραστείς να μ’αγαπάς» και στα «χρυσά κλειδιά» με τον Ζωγράφο, μάθαμε να απαγγέλουμε Βάρναλη και Εγγονόπουλο.
Γνώρισα μαζί με την παρέα μου, στο ξεκίνημα τον Μητσιά και την Γαλάνη που έκαναν τις πρόβες τους δίπλα στο σχολείο μας. Πρωτοετείς φοιτητές πλέον, στην χειμερινή «Αρχόντισσα», σιγοψιθυρίζαμε τους στίχους σου στο «ποια χέρια πήραν τα κεριά κι ήρθε ξανά το βράδυ» και κλείναμε τα μάτια στο «βροχή και σήμερα, βροχή στη στέγη μας….». Τα καλοκαίρια η διασκέδασή μας ήταν μεταξύ της ταράτσας του Σινέ-Παρί στην Κυδαθηναίων, του σινέ-Ερέχθειον και βεβαίως δεν χάναμε παράσταση στο Ηρώδειο που είχαμε την δυνατότητα του μαθητικού εισιτηρίου. Δευτεροετείς και τριτοετείς φοιτητές ανακαλύψαμε δευτεροετείς φοιτητές γνωρίσαμε τα ταβερνάκια στην Καισαριανή, που πηγαίναμε με τα πόδια, με παρέα που είχε μπουζουκάκι και κιθάρα και όταν έμεναν λίγες παρέες τραγουδούσαμε την «Απονη ζωή» και «…ήλθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» και βέβαια ολίγον…Θεοδωράκη. Σάββατα δε από νωρίς χορεύαμε το “mammy blue” στις disco «Καρυάτιδες» και «Μέκκα» που ήταν στην αρχή της Λυσίου της Πλάκας.
Με τις θύμησες αυτές, ζήλεψα, όταν διάβασα το βιβλίο, γιατί εδώ και πολλά χρόνια μένω στην Πάτρα και πολύ σπάνια πλέον έχω την δυνατότητα να κάνω την ωραιότερη βόλτα του κόσμου και να θυμηθώ όλα τα μέρη που περιγράφει στο βιβλίο και τα έχω απολαύσει σπιθαμη-σπιθαμή. Να’ναι πάντα καλά ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, που έχει το χάρισμα με μια απλή διήγηση… εμένα με έφερε πολλά χρόνια πίσω, έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα ότι περπάτησα μαζί του, στην ωραιότερη περιοχή του κόσμου. Και η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, όπως χτυπάει κάθε φορά που ακούω το υπέροχο τραγούδι του «Δεν θα ξαναγαπήσω» με την φωνή του Καζαντζίδη, κι έχω την επιθυμία να σηκωθώ με τα χέρια ψηλά. Μια επιθυμία που μόνο αυτός πάντα, μας ζωντανεύει με τους στίχους του.
Για αυτά, που μας χάρισε απλόχερα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, γύρισα απόψε, τριάντα εφτά χρόνια πίσω, παραμονή πρωτοχρονιάς, όταν με το Μίλτο από την Καισαριανή, μας βρήκε το χάραμα της νέας χρονιάς του 1979, παρέα με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Μια παρέα που μας συντροφεύει για πολλά χρόνια μέχρι και σήμερα, ίσως και απόψε…