Στον δημόσιο λόγο απαντούν δύο απόψεις για τον διάλογο και τη συναίνεση. Η πρώτη, περισσότερο διάχυτη, διαπερνά όλο το πολιτικό φάσμα, ιδιαίτερα το συντηρητικό, υποσημειώνει την ανάγκη συναίνεσης. Οι Ελληνες, θεωρεί, δεν ομονοούν και το πληρώνουν.
Εδώ κυριαρχούν οι όροι ομόνοια, διχόνοια, μη συνεννόηση... Για να θυμηθούμε τον ποιητή: «Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει “πάρ’ το” λέγοντας “και συ”». Γιατί δεν ομονοούμε;
Αλλοτε φταίνε οι ξένοι, άλλοτε ο «ατομιστικός χαρακτήρας του Ελληνα», όπως ήθελε η πολύ διαδεδομένη θέση στον Μεσοπόλεμο, που μας σπρώχνει να ορεγόμαστε το αρχηγιλίκι, να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε με τον διπλανό.
Η δεύτερη άποψη, πιο επεξεργασμένη, απαντά σε δύο εκδοχές, μία που ανακαλεί τον Μαρξ και μία τους επιγόνους του, τον Αλτουσέρ, αλλά και τον Φουκό. Πώς μπορούν να διαλεχθούν κοινωνικές τάξεις με αντικρουόμενα συμφέροντα και με διαφορετική ιστορική αποστολή απαντούν κομμουνιστικά κόμματα.
Συναίνεση, σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, σημαίνει αποδοχή της αντίληψης του άλλου, άρνησης σ’ ένα βαθμό της δικής μας και εγκλωβισμό σε ένα δεσμευτικό πλαίσιο δράσης. Καθώς ο αντίπαλος είναι ισχυρότερος ή ιδεολογικά κυρίαρχος, συναίνεση σημαίνει επικύρωση της κυριαρχίας του. Κατά συνέπεια, όχι στη συναίνεση με τους κυρίαρχους, τους ισχυρούς.
Σε εξαιρετικές καταστάσεις, εξεγέρσεις και εισβολές, οι εκφραστές των δύο απόψεων βάζουν νερό στο κρασί τους. Εξωτερική επιβουλή, εισβολή, καθεστώτα έκτακτης ανάγκης.
Παραδειγματικό είναι το κάλεσμα του Ν. Ζαχαριάδη το 1940 για παλλαϊκή αντίσταση στον φασισμό, το κείμενο του Δ. Γληνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», και καλέσματα στη διάρκεια της χούντας του Παπαδόπουλου για κοινή δράση με στόχο τη δημοκρατία. Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα συνιστούν αντικείμενο διερεύνησης, αλλά δεν είναι της παρούσης.
Και οι δύο απόψεις εγείρουν ζητήματα. Η πρώτη θεωρεί αυτονόητο ότι οι ομοεθνείς οφείλουν να τα βρίσκουν μεταξύ τους, για το κοινό τους καλό.
Τι κι αν οι ομοεθνείς διαφέρουν μεταξύ τους κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, είναι ισχυροί ή αδύναμοι; Ετσι, καταλήγει να προβάλλει ως εξηγήσεις της αδυναμίας συνεννόησης ατομικά, και σπανιότερα συλλογικά, πάθη ή ξένο δάκτυλο.
Η δεύτερη άποψη βλέπει αντικρουόμενα συμφέροντα και εξουσιαστικές πρακτικές, αλλά καταλήγει να τα βλέπει και τα δύο ως μηδενικό άθροισμα και θαρρεί ότι οι αδύναμοι μπορούν να προφυλαχθούν από τους ισχυρούς αποφεύγοντας κάθε συνδιαλλαγή με αυτούς.
Ετσι, και οι δύο αντιλήψεις παραβλέπουν τρία ζητήματα.
Το πρώτο αφορά τη δυνατότητα του καθαυτό διαλόγου. Αυτονόητη πριν από λίγα χρόνια, τείνει να εκλείψει για λόγους ιδεολογικούς αλλά και λόγω της αποδυνάμωσης του κόσμου της εργασίας σε όφελος των τεχνογνωστών και των εργοδοτών. Και μόνο η διατύπωση πρότασης και η συζήτησή της με τους άλλους συνιστά σημαντικό διακύβευμα.
Κάθε επικοινωνία-συζήτηση προϋποθέτει την ανάδειξη από τους εμπλεκόμενους θεμάτων προς διερεύνηση. Αυτό προϋποθέτει αξιολόγηση του τι είναι σημαντικό και επεξεργασία επιχειρημάτων από την κάθε πλευρά τα οποία κατόπιν γίνονται γνωστά στους άλλους, συμβαλλόμενους και μη.
Οι προσερχόμενοι στον διάλογο δεν έχουν προφανώς την ίδια ισχύ. Οι ισχυρότεροι μπορούν να επιβάλουν τις απόψεις τους, να μετατρέψουν την ισχύ σε συμφωνία, κανόνα και δίκαιο και να υποχρεώσουν τον λιγότερο ισχυρό να τα εφαρμόσει.
Το ενδεχόμενο αυτό ελλοχεύει. Αλλά μπορεί να συμβεί το ίδιο, όπως γίνεται συνήθως, χωρίς διάλογο. Ο διάλογος, αντίθετα, μπορεί να λειτουργήσει και αποτρεπτικά. Αυτό είναι συνάρτηση των συσχετισμών δύναμης, των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς αλλά και μιας κουλτούρας προς κατάκτηση που μπορούμε να ονομάσουμε δημοκρατική.
Ο διάλογος, επομένως, και η ενδεχόμενη συναίνεση που προκύπτει δεν είναι εκ προοιμίου μια διαδικασία επιβολής του ισχυρότερου και μία ενσωμάτωση του ανίσχυρου. Οπως τόνιζε ο Λούμαν, πρόκειται για μία διαπραγμάτευση ανακατανομής ισχύος και δημιουργίας ενός πλαισίου δράσης.
Η συναίνεση, στη βάση αυτή, μπορεί να είναι επωφελής για όλους τους συμβαλλόμενους καθώς είναι πιο έλλογη αλλά και πιο οικονομική εφόσον δυνάμει των κανόνων που εγκλείει δοκιμάζει τους συμβαλλόμενους και τη μεταξύ τους σχέση.
Ο διάλογος και η συναίνεση, εν κατακλείδι, δεν έχουν τίποτε να κάνουν με κάποιον υποτιθέμενο χαρακτήρα του Ελληνα. Είναι μία επίπονη διαδικασία που κατακτάται και μπορεί να συμβάλει στην εμπέδωση μιας δημοκρατικής κουλτούρας, όρο για μία λειτουργούσα Δημοκρατία.