Το 77,3% του φτωχού πληθυσμού και το 36,6% του μη φτωχού της χώρας δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 438 ευρώ.
Παράλληλα, το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (ο δείκτης που υπολογίζει το ποσοστό με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις) ανέρχεται σε 13,5%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών (ο δείκτης που υπολογίζει το ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές στερήσεις) ανέρχεται σε 16,6%.
Αυτό προκύπτει από την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών το 2023, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2022, από την ΕΛΣΤΑΤ.
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών, η οποία ανέρχεται σε 0,1 ποσοστιαίες μονάδες το 2023 (15,6%) σε σχέση με το 2022 (15,5%).
Όσον αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων 65 ετών και άνω, παρατηρείται αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2023 (12,3%) σε σχέση με το 2022 (10,8%).
Στις ηλικίες 18 έως 64 ετών παρατηρείται μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες το 2023 (13,5%) σε σχέση με το 2022 (14,6%).
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 26,9% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 24% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 39,6% για τον φτωχό πληθυσμό. Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου το 2023 είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 41,5% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 37,2% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 57% για τον φτωχό πληθυσμό.
Το 38,1% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού εκτιμάται σε 4,5%.
Το 77,3% του φτωχού πληθυσμού και το 36,6% του μη φτωχού δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 438 ευρώ.
Το 82,8% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει αδυναμία πληρωμής μίας εβδομάδας διακοπών. Το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 33,8%.
Το 39,7% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 14,4%.
Το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 28,5%, ενώ το ποσοστό για τον φτωχό και για τον μη φτωχό πληθυσμό είναι 86,3% και 15,1%, αντίστοιχα.
Το 31,4% του πληθυσμού που έχει λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται σε 51,3% για τον φτωχό πληθυσμό και σε 28,5% για τον μη φτωχό πληθυσμό.
Το 64,7% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ., ενώ για τον μη φτωχό πληθυσμό το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 24,9%.
Το 72,6% του φτωχού πληθυσμού και το 28,3% των μη φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
Ποσοστό 21,2% του πληθυσμού αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω θορύβου από τους γείτονες ή τον δρόμο, ενώ περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή προβλήματα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 20,5% του πληθυσμού, και ποσοστό 20,9% του πληθυσμού αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.
Αναφορικά με την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες- για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω- προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:
Το 26,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 58,4% και 19,8%.
Το 34,7% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι. Το ποσοστό εκτιμάται στο 67,6% για το φτωχό πληθυσμό και στο 27,2% για το μη φτωχό πληθυσμό.
Το 6,7% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,9% μέτρια, ενώ το 78,3% πολύ καλή ή καλή υγεία. Το 24,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.
Το 9,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,7% τις είχε περιορίσει, αλλά όχι πάρα πολύ. Το 23,6% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 49% και 18,3%, αντίστοιχα.
Το 32,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 69,5% και 26,3%.
Το 32,9% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι επηρεάστηκε αρνητικά η ψυχική του υγεία/ευεξία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών από την πανδημία COVID-19, ενώ το 0,8% δήλωσε ότι επηρεάστηκε θετικά και το 66,3% ότι δεν επηρεάστηκε καθόλου.
Πλήρως ικανοποιημένο από τη ζωή του, δηλώνει το 5,7% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω, ενώ καθόλου ικανοποιημένο δηλώνει το 0,7%. Πολύ ικανοποιημένο από τη ζωή του δηλώνει το 58,4% του πληθυσμού. Το μεγαλύτερο ποσοστό του φτωχού πληθυσμού (53,9%) δηλώνει καθόλου έως λίγο ικανοποιημένο από την εργασία του, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχεται σε 15,8%. Πλήρως ικανοποιημένο από την εργασία δηλώνει το 8,9% του φτωχού πληθυσμού και το 1,2% του μη φτωχού πληθυσμού. Το ποσοστό πληθυσμού που δηλώνει ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένο από την εργασία του ανέρχεται σε 0,3%, ενώ πλήρως ικανοποιημένο δηλώνει το 2,1%.
Ποσοστό 23,2% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει καθόλου έως λίγο ικανοποιημένο από τη ζωή του, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχεται σε 8,1%. Πλήρως ικανοποιημένο από τη ζωή του δηλώνει το 4,2% του φτωχού πληθυσμού και το 6,1% του μη φτωχού πληθυσμού.
Πλήρη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, δηλώνει το 1% του πληθυσμού, ενώ καθόλου εμπιστοσύνη στους ανθρώπους δηλώνει το 9,3%. Μεγάλη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους δηλώνει το 27% του πληθυσμού. Το μεγαλύτερο ποσοστό του φτωχού πληθυσμού (45,6%) δηλώνει ότι εμπιστεύεται τους άλλους καθόλου έως λίγο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχεται σε 39,8%. Πλήρη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους δηλώνει το 1% του φτωχού πληθυσμού και το 1,1% του μη φτωχού πληθυσμού.