Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι εάν τα προγράμματα πρόληψης της άνοιας στόχευαν στις μειονεκτικές γειτονιές και οι ιατροί συμπεριλάμβαναν τη διεύθυνση του ασθενούς στη διαδικασία εξέτασης, θα μπορούσε να επιτευχθεί μείωση του κινδύνου άνοιας. «Αν θέλετε να προλάβετε την άνοια και δεν ρωτάτε κάποιον πού ζει, σας λείπουν σημαντικές πληροφορίες», δήλωσε ο κλινικός νευροψυχολόγος Aaron Reuben, Ph.D., που ηγήθηκε της μελέτης ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο εργαστήριο ψυχολογίας και νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου Duke.
Η νόσος Αλτσχάιμερ αποτελεί την πιο κοινή μορφή άνοιας, μια νευρολογική διαταραχή που στερεί από τους ανθρώπους τις αναμνήσεις και τις γνωστικές τους δεξιότητες. Υπολογίζεται ότι 58 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πάσχουν σήμερα από άνοια, αριθμός μάλιστα που αναμένεται να φτάσει τα 150 εκατομμύρια μέχρι το 2050.
Παρά την αναμενόμενη αύξηση των κρουσμάτων και την τεράστια συναισθηματική και οικονομική επιβάρυνση που προκαλεί η άνοια στα άτομα και τις οικογένειες, δεν υπάρχουν θεραπείες ή αποτελεσματικά φάρμακα. Αυτό κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη πρόληψης, μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής, όπως η διατροφή και η άσκηση. Παρ’ όλα αυτά, η ομάδα του δρ. Reuben ήθελε να μελετήσει την πιθανή επίδραση και άλλων παραγόντων, όπως ο τόπος διαμονής των ανθρώπων. «Ήθελα να καταλάβω αν υπάρχει ένα γεωγραφικό μοτίβο στην άνοια, όπως υπάρχει στη μακροζωία», δήλωσε ο δρ. Reuben, αναφερόμενος σε περιοχές όπου οι κάτοικοι φαίνεται να ζουν περισσότερο από τον μέσο όρο. «Πολλές ατομικές επιλογές, όπως το τι τρώτε, πώς διασκεδάζετε και με ποιους αλληλεπιδράτε, εξαρτώνται σε κάποιο βαθμό από το πού ζείτε», εξήγησε.
Η ομάδα μελέτης εξέτασε τα ιατρικά αρχεία και τις διευθύνσεις 1,41 εκατομμυρίων Νεοζηλανδών, αναζητώντας μοτίβα. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια κλίμακα 1-10 για να χαρακτηρίσουν μια γειτονιά από εύπορη έως φτωχή, χρησιμοποιώντας πληροφορίες από την εθνική απογραφή σχετικά με το μέσο εισόδημα, την απασχόληση, το μορφωτικό επίπεδο, καθώς και την προσβασιμότητα στα μέσα μεταφοράς και άλλους συναφείς παράγοντες. Σε συνέπεια με τα ευρήματα μικρότερων μελετών σε ΗΠΑ και Αγγλία, οι μελετητές διαπίστωσαν ότι όσοι κατοικούσαν στις πιο μειονεκτικές περιοχές είχαν 43% αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν άνοια σε διάστημα 20 ετών παρατήρησης.
Ο δρ. Reuben και η ομάδα του ανέλυσαν στη συνέχεια δεδομένα από τη μελέτη Dunedin Study, η οποία παρακολουθεί σχεδόν 1.000 Νεοζηλανδούς από τη γέννησή τους, καταγράφοντας την ψυχολογική, κοινωνική και φυσιολογική τους υγεία, συμπεριλαμβανομένων εγκεφαλικών σαρώσεων, τεστ μνήμης και γνωστικών αυτοαξιολογήσεων στην ενήλικη ζωή. Διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι που ζούσαν σε μειονεκτικές γειτονιές καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους είχαν μετρήσιμα φτωχότερη εγκεφαλική υγεία ήδη από την ηλικία των 45 ετών, ανεξάρτητα από το οικονομικό ή μορφωτικό τους επίπεδο. Η κακή εγκεφαλική υγεία παρατηρήθηκε σε διάφορες μετρήσεις, όπως λιγότερα ή μικρότερα νευρικά κύτταρα στις περιοχές επεξεργασίας πληροφοριών, λιγότερο αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ των κυττάρων, περισσότερη ατροφία και, ενδεχομένως, μικροαιμορραγίες.
Εξετάζοντας, επιπλέον, τις μαγνητικές τομογραφίες, ήταν προφανές ότι οι άνθρωποι που ζούσαν σε φτωχότερες γειτονιές είχαν σημαντικά γηραιότερο εγκέφαλο στην ηλικία των 45 ετών. Ειδικότερα, ο εγκέφαλός τους έδειχνε περίπου 3 χρόνια μεγαλύτερος από ό,τι αναμενόταν με βάση τη χρονολογική τους ηλικία. Σημείωσαν, επίσης, χειρότερη βαθμολογία στα τεστ μνήμης και ανέφεραν περισσότερα προβλήματα στις καθημερινές γνωστικές απαιτήσεις, όπως το να παρακολουθούν συζητήσεις ή να θυμούνται πώς να πλοηγηθούν σε οικεία μέρη.
Ο τρόπος με τον οποίο η διαβίωση σε μια φτωχογειτονιά αυξάνει τον κίνδυνο για τον εγκέφαλο παραμένει ασαφής, αλλά θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων που σχετίζονται με τις υποβαθμισμένες περιοχές, όπως η χειρότερη ποιότητα του αέρα, τα χαμηλότερα επίπεδα καθημερινών κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, τα υψηλότερα επίπεδα άγχους και η μειωμένη δυνατότητα περιπάτων.
Η καταπολέμηση αυτού του παράγοντα κινδύνου, ωστόσο, μπορεί να είναι απλή και χαμηλού κόστους. Παρεμβάσεις με επίκεντρο την κοινότητα, όπως η εστίαση των προγραμμάτων πρόληψης στις υποβαθμισμένες γειτονιές ή η αναδιαμόρφωση κενών οικοπέδων σε χώρους πρασίνου, θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Σύμφωνα με τον δρ. Reuben, ωστόσο, και μόνο η συνεκτίμηση της γειτονιάς κάποιου έγκαιρα είναι ζωτικής σημασίας για να εντοπιστεί και να αναχαιτιστεί η επιταχυνόμενη γήρανση του εγκεφάλου και ο κίνδυνος άνοιας.