Η πανδημία έφερε σαρωτικές αλλαγές στην ζωή μας , στον τρόπο που εργαζόμαστε αλλά και στον τρόπου σκεφτόμαστε. Δύσκολα ή εύκολα προσαρμοστήκαμε στα νέα δεδομένα στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, στο εργασιακό μας περιβάλλον ή ακόμα και στην ψυχαγωγία που επιλέγουμε για τον εαυτό μας. Με κόστος, αλλά τουλάχιστον ικανοποιημένοι για την εύρεση μιας μίνιμουμ λύσης.
Οι μαθητές όμως όλων των βαθμίδων και ιδιαίτερα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν έχουν καταφέρει να «ξεκλειδώσουν» την νέα κατάσταση. Μη έχοντας πάει σχολείο για ενάμιση έτος, ξορκίζουν την τηλεκπαίδευση-είναι κάτι σαν μάθημα αλλά όχι μάθημα λένε- αλλά αισθάνονται ήδη κουρασμένοι και ανασφαλείς ήδη από τον Νοέμβριο. Επιθυμούν το σχολικό περιβάλλον για την κοινωνικοποιητική συνεισφορά του, ισοπεδώνοντας ταυτόχρονα την μορφωσιογόνα πλευρά του. Θεωρούν πως δεν έχει να τους δώσει τίποτα πάρα μόνο έναν φόρτο απαιτήσεων και υποχρεώσεων.
Θεωρούν πως η καραντίνα τους προσέφερε μια αυτοτέλεια στην διαχείριση του χρόνου τους μακριά από την ενοχλητική παρατήρηση των διδασκόντων μετατρέποντας το μάθημα σε μια πιο εθελούσια διαδικασία που η αξιολογική της μέθοδος ακόμα δεν έχει επιβεβαιώσει την αξιοπιστία της. Άλλωστε πως καλείται ένας εκπαιδευτικός να βασιστεί στα δεδομένα μιας μη αξιόπιστης και διαβλητής διαδικασίας; Η καραντίνα όμως αποπροσανατόλισε τα παιδιά. Διεύρυνε τα γνωστικά και πολιτισμικά τους κενά. Τα έσπρωξε προς την παραίτηση και την μοιρολατρία. Και τα απομάκρυνε από την αυτενέργεια και την ενεργητική αναζήτηση της γνώσης.
Με αποτέλεσμα όλο και περισσότερο να συναντούμε μαθητές με πολύ χαμηλή γνωστική κουλτούρα που σε βασικά φαινόμενα που έχουν διδαχθεί στο πρόσφατο παρελθόν αισθάνονται πως απλά «έχουν ακούσει κάτι». Ειδικότερα, παρουσιάζουν θεμελιώδεις ελλείψεις σε κύρια γνωστικά πεδία όπως είναι εκείνα της γλώσσας, των αριθμών, του γεωγραφικού προσανατολισμού καθώς και του ιστορικού γίγνεσθαι. Μη κατέχοντας βασικές γνώσεις που μεθαύριο θα λειτουργήσουν συνδυαστικά σε άλλα πεδία επιτείνοντας την σύγχυση. Οι εκφραστικές τους αδυναμίες, το φτωχό λεξιλόγιο, η ευκαιριακή πρόσληψη αριθμητικών ακολουθιών αλλά και η πλήρης αδυναμία γεωγραφικού προσανατολισμού είναι στην ημερήσια διάταξη. Όσο για την ιστορία; Θα άξιζε να απευθυνθεί ένα ερώτημα στους μαθητές Λυκείου σχετικά με την χρονική τοποθέτηση γεγονότων όπως η Ελληνική, η Γαλλική, η Ρωσική και η Αμερικανική Επανάσταση…
Η απάντηση και οι λύσεις βρίσκονται φυσικά στη ευχέρεια της εκάστοτε εξουσίας. Που καλείται να οικοδομήσει νέα εκπαιδευτικά προγράμματα βασισμένα στις απαιτήσεις της νέας εποχής αλλά και στις προσλαμβάνουσες που έχουν τα παιδιά. Οι συγκροτημένες προσωπικότητες που έχουν ζυμωθεί σε μια διαδικασία μάθησης με δημοκρατικά μοντέλα, που απελευθερώνουν την πρωτοβουλία του μαθητή και επιβεβαιώνουν τον συντονιστικό ρόλο του δασκάλου είναι το ελάχιστο που χρειαζόμαστε. Αλλιώς θα εξακολουθούμε να βυθίζουμε το μέλλον των παιδιών μας στην τυποποίηση και την χρησιμοθηρία.
*Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός και εργάζεται στην ιδιωτική δευτεροβάθμια εκπαίδευση.