Αν ο Όλαφ Σόλτζ είναι τελικά ο προσεχής καγκελάριος της Γερμανίας, αυτό θα αποτελέσει ιστορική δικαίωση.Πρόκειται δε για κάτι που η απερχόμενη πρώτη γυναίκα καγκελάριος της ισχυρότερης ευρωπαϊκής χώρας, το γνωρίζει πολύ καλά. Στις εκλογές του 2005, όπου το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και η Χριστιανική Ένωση επικράτησαν των Σοσιαλδημοκρατών με μια ποσοστιαία μονάδα διαφορά, το τότε Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, υπό τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, πλήρωνε το τίμημα των μεταρρυθμίσεων που είχε κάνει και αυτών που ήθελε να συνεχίσει να υλοποιεί, ώστε η Γερμανία να γίνει «ισχυρή δύναμη του 21ου αιώνα».
Τότε, η Α.Μέρκελ και ο Χριστιανοδημοκρατικός συνασπισμός είχαν ταχθεί κατά των μεταρρυθμίσεων αυτών, τονίζοντας ότι θα δημιουργήσουν πληθωρισμό και ανεργία στη Γερμανία και άρα θα υπονομεύσουν το κοινωνικό κράτος. Ουσιαστικά δε, η συντηρητική Μέρκελ τασσόταν κατά της παγκοσμιοποίησης, από την οποίαν η Γερμανία εξαρτιόταν κατά 50% και πλέον. Παρ’ όλα αυτά, μπροστά στην αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης τον Οκτώβριο 2005. η Άνγκελα Μέρκελ, μαζί με τους Σοσιαλδημοκράτες σχημάτιζε συμμαχική Κυβέρνηση, η οποία ναι μεν δεν προχωρούσε τις μεατρρυθμίσεις, αλλά δεν ακύρωνε και αυτές που είχαν γίνει. Πρακτικά, η καγκελάριος αναλάμβανε τα ηνία μιας ισχυρής οικονομικά Γερμανίας, στην οποίαν κάποιοι εταίροι της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήθελαν να κόψουν τη φόρα. Ο φόβος ήταν μήπως οι μεταρρυθμίσεις Σρέντερ επεκταθούν και στον Ευρωπαϊκό νότο, με αποτέλεσμα η Ευρώπη να απαιτήσει μια ισχυρή πολιτική βούληση ικανή να μεταρρυθμίσει την ευρωζώνη.
Με πιο απλά λόγια, οι συντηρητικές δυνάμεις της Ένωσης, σε καμμία περίπτωση δεν ήθελαν το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα να έχει πίσω του και την απαραίτητη για την επιβίωση του πολιτικού εξουσία. Η Α. Μέρκελ για να φθάσει στην εξουσία υιοθέτησε πλήρως την τοποθέτηση αυτή, πλην όμως άρχισε να ανακαλύπτει κάποιες πραγματικότητες αμέσως μετά.
Σημειώνουμε ότι εκείνη την περίοδο η χρηματοπιστωτική οικονομία γνώριζε ιλιγγιώδη ιστορική επέκταση, η οποία ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να παρασύρει την ευρωζώνη σε μεγάλες περιπέτειες, αν εξακολουθούσε να έχει ένα κοινό νόμισμα, χωρίς πολιτική βάση πίσω του. Αυτή τη διάσταση την ΟΝΕ ο κ. Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε την γνώριζε επαρκώς και από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ευρώ, είχε επισήμως εκδηλωθεί υπέρ μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων.
Κάποιοι δε σήμερα, προσποιούνται ότι ανακαλύπτουν την τοποθέτηση αυτή, την οποίαν ο Γερμανός πολιτικός σε κοινό άρθρο με τους Καρλ Λάμμερς και Τίο Βαϊγκελ, από το 1994, ειχε διατυπώσει ξεκάθαρα.Τόνιζε αρκετά πειστικά την ανάγκη της ευρωζώνης των δύο ταχυτήτων και εξηγούσε για ποιους λόγους αυτή ήταν αναγκαία.
Η άποψη Σώϋμπλε είχε αρκετούς οπαδούς τόσο μέσα στη γερμανική Χριστιανοδημοκρατία όσο και στον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά μετά τη διεύρυνση του 2004 είχε πάψει να έχει απήχηση στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU).
Η διεύρυνση της ΕΕ προς την πρώην κομμουνιστική Ευρώπη, την Κύπρο και την Μάλτα, έπεισε την Α.Μέρκελ ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν πια μονόδρομος. Σαφώς δε, η ενοποίηση αυτή δεν θα γινόταν πλέον με κανόνες του παρελθόντος. Αυτό η Γερμανίδα καγκελάριος το κατάλαβε όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση χρέους, που θα μπορούσε να γίνει καταιγίδα.
Παρά τη γενική συντηρητική της προσέγγιση, η Ανγκελα Μέρκελ βοήθησε ετσι αποφασιστικά στη διάσωση του ευρώ από την απειλούμενη κατάρρευση. Και σε μια αποφασιστική καμπή των εξελίξεων,στήριξε τον Μάριο Ντράγκι ως πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στην προσέγγιση του «whatever it takes», στο «οτιδήποτε απαιτείται» του 2012 για την προστασία του ευρώ. Και στήριξε ορισμένες από τις καινοτομίες για την ενίσχυση της ευρωζώνης, όπως τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), της ημιτελούς τραπεζικής ένωσης, κ.ά. Και πολύ πιο πρόσφατα προχώρησε στο θαρραλέο βήμα της συγκατάθεσης στην πρόταση Γαλλίας και άλλων μεσογειακών χωρών και έτσι έγινε δυνατή η σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης (Recovery Fund) για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας με εκχώρηση του δικαιώματος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προσφεύγει στις αγορές για δανεισμό σημαντικού ύψους (800 δισ. περίπου).
Ως ιδιαίτερα σημαντική θα πρέπει να θεωρηθεί η υπεράσπιση από πλευράς Μέρκελ της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ (από τις επιθέσεις της Bundesbank) και της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου από τις «επιθέσεις» του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης. Επίσης στην όξυνση της μεταναστευτικής κρίσης του 2015 η Ανγκελα Μέρκελ διέσωσε την τιμή της Ευρώπης. Άνοιξε τα γερμανικά σύνορα και δέχτηκε 1,5 εκατ. περίπου μετανάστες και πρόσφυγες διακηρύσσοντας «θα τα καταφέρουμε».Είναι δε σαφές ότι η ενέργεια της αυτή,συνέβαλε αποφασιστηκά στην ήττα του κόμματος της στις τελευταίες εκλογές.Για την απερχόμενη καγκελάριο όμως, προέχει η δημογραφική τόνωση της Γερμανίας και όχι το πολιτικό χρώμα του προσεχούς καγκελάριου.Αυτή είναι εξάλλου και μια σοβαρή διάσταση της προσωπικότητας της Α.Μέρκελ, η οποία πέτυχε σε κάποιες φάσεις να γράψει αθόρυβα ιστορία.