Λαϊκή Ενότητα: Κατά του νόμου της συνεπιμέλειας

 

Σε ανακοίνωση αναφέρεται:

Το νομοσχέδιο Τσιάρα που ψηφίστηκε από τη ΝΔ επιχειρείται να
«πλασαριστεί» από την κυβέρνηση ως ένας εκσυγχρονισμός του οικογενειακού
δικαίου, που κινείται προς το συμφέρον των παιδιών, με απλουστευτικές
επικλήσεις του ιδανικού σεναρίου να συνεργάζονται αρμονικά δύο γονείς
μετά το διαζύγιο για την ανατροφή τους. Όμως, για μια ακόμα φορά, κάτω
από τον επικοινωνιακό τίτλο του νομοσχεδίου, κρύβεται η εντελώς αντίθετη
πρόθεση: αγνοώντας επιδεικτικά τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα που οφείλει
να έχει το οικογενειακό δίκαιο, την δομική κοινωνική ανισότητα των δύο
φύλων και την συχνή άσκηση  ενδοοικογενειακής βίας, στην συντριπτική
πλειοψηφία των περιπτώσεων ανδρικής,  απηχεί τις θέσεις και τα
συμφέροντα των πιο σκληρών υπέρμαχων της πατριαρχίας, πλήττοντας τα
δικαιώματα των παιδιών και της γυναικείας γονικής πλευράς, λειτουργώντας
ως μέσο εκβιασμού για την υποταγή τους.
Το νομοσχέδιο διατείνεται ότι θέλει να δώσει λύση στις περιπτώσεις
εκείνες όπου, μετά το διαζύγιο ή τον χωρισμό, ο ένας γονέας παρεμποδίζει
αναίτια ή εκδικητικά την επικοινωνία με τον άλλον. Κάτι τέτοιο δεν
ισχύει. Κατ’ αρχάς, ο όρος συνεπιμέλεια, ο οποίος στο νομοσχέδιο
συγχέεται με την γονική μέριμνα, δεν είναι καινοτόμος για το σημερινό
οικογενειακό δίκαιο. Ο ισχύων νόμος προβλέπει διαμονή με τον ένα γονέα
και σταθερή επικοινωνία με τον άλλο, η οποία, σε περίπτωση παραβίασης
της, μπορεί να επιδιωχθεί ακόμα και με ασφαλιστικά μέτρα. Προβλέπει
επίσης την δυνατότητα άσκησης από κοινού της γονικής μέριμνας, με
κριτήριο το συμφέρον του παιδιού και εφόσον κρίνεται ότι οι σχέσεις
μεταξύ των δύο γονέων το επιτρέπουν.
Τί γίνεται, όμως, στην περίπτωση που οι σχέσεις μεταξύ των δύο γονέων
δεν το επιτρέπουν; Το νομοσχέδιο Τσιάρα αφήνει περιθώρια για διαιώνιση
αντιδικιών σε βάρος του τέκνου με αόριστες προσθήκες όπως η ασαφής
αναφορά στην «εξίσου» άσκηση της γονικής μέριμνας και το γενικό τεκμήριο
επικοινωνίας, που παρέχει το ελεύθερο σε έναν κακοποιητή πρώην σύζυγο ή
σύντροφο να συνεχίζει να κακοποιεί ακόμα και μετά το διαζύγιο ή τον
χωρισμό θεσπίζοντας υποχρεωτικό ελάχιστο χρόνο επικοινωνίας των παιδιών
με το γονέα στην κατοικία του οποίου δεν διαμένουν. Συγχρόνως, για την
αφαίρεση της υποχρεωτικής επικοινωνίας θα απαιτείται η πολύχρονη,
ψυχοτραυματική και δύσκολη διαδικασία της οριστικής δικαστικής καταδίκης
του κακοποιητικού γονέα για ενδοοικογενειακή βία ή εγκλήματα κατά της
γενετήσιας ελευθερίας ή οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής
και χωρίς το Δικαστήριο να μπορεί να κρίνει διαφορετικά με βάση τις
περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και τον πραγματικό κίνδυνο που διατρέχει
το παιδί.
Παράλληλα, εισάγει μια σειρά από ενδεικτικά κριτήρια κακής άσκησης της
γονικής μέριμνας, όπως η υπαίτια παρακώλυση της επικοινωνίας, η
διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης με τον άλλο γονέα και η
αδικαιολόγητη μη καταβολή της επιδικασθείσας διατροφής. Αυτό σημαίνει
ότι, σε περίπτωση παιδικής κακοποίησης, ένας κακοποιητής γονέας όχι μόνο
θα μπορεί να έχει εκ του νόμου μακρόχρονη επικοινωνία κατά το 1/3 του
χρόνου με του κακοποιούμενο τέκνο για όσο χρόνο δεν θα έχει
καταδικαστεί, αλλά θα μπορεί να επιδιώξει να αποκλείσει τον άλλο γονέα
από την γονική μέριμνα, επικαλούμενος «παρακώλυση επικοινωνίας» και
«διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης» με το παιδί, η θέληση του οποίου
δεν λαμβάνεται καν υπόψη.
Το νομοσχέδιο Τσιάρα αγνοεί επιδεικτικά την έμφυλο πρόσημο της
συντριπτικής πλειοψηφίας των περιστατικών ενδοοικογενειακής κακοποίησης,
την ανυπαρξία εξειδικευμένων οικογενειακών δικαστηρίων που θα
συνεργάζονται με ειδικούς ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών, την πλημμελή και
μεροληπτική διαχείριση και διερεύνηση των καταγγελιών ενδοοικογενειακής
βίας, την ανυπαρξία δομών στήριξης θυμάτων οικογενειακής βίας. Το παιδί,
ακόμα και στις μεγαλύτερες ηλικίες, δεν ερωτάται για το τί θέλει το
ίδιο, παρότι και στις πιο «καλές» περιπτώσεις, αποκόπτεται από ένα
σταθερό ψυχοκοινωνικό περιβάλλον, σε μια χρονική περίοδο της ζωής του
όπου η σταθερότητα του κοινωνικού και οικογενειακού περιβάλλοντος
(σχολείο, φίλοι, συγγενείς) είναι αναγκαία για την ομαλή ανάπτυξή του.
Μετατρέπεται σε «μπαλάκι», από το ένα σπίτι στο άλλο, από την μία
γειτονιά (ή ενδεχομένως και την μία πόλη) στην άλλη, από το ένα είδος
συμπεριφοράς και ανατροφής στο άλλο, χωρίς να μπορεί να εκφράσει ατομική
βούληση.
Χωρίς η Πολιτεία να ενκσύψει για να επιλύσει τα βαθειά προβλήματα
κακοποιητικών συμπεριφορών σε βάρος παιδιών και έμφυλης καταπίεσης, μόνο
κατ’ επίφαση είναι προοδευτικές οι λύσεις οριζόντιας, άτεγκτης και
τυφλής δήθεν «εξίσωσης». Την ίδια, μάλιστα, ώρα οι δολοφονίες γυναικών
από συζύγους ή συντρόφους τους έχουν πάρει τρομακτικές διαστάσεις και
πολλές φορές συντελούνται μπροστά στα μάτια των κοινών παιδιών ή με
πρόσχημα την επικοινωνία με τα παιδιά, ενώ τα στατιστικά στοιχεία
δείχνουν ότι η ενδοοικογενειακή βία σε βάρος γυναικών και παιδιών έχει
αυξηθεί και πως οι περισσότεροι βιασμοί παιδιών και γυναικών
συντελούνται μέσα στο ενδοοικογενειακό περιβάλλον. Είναι, άλλωστε, λόγω
ακριβώς των διακρίσεων και των σεξιστικών στερεοτύπων σε βάρος των
γυναικών, που αυτές έχουν πολύ συχνά μικρότερη ή και ανύπαρκτη
οικονομική δυνατότητα να ενάγουν δικαστικά και να αποδείξουν την
κακοποίηση των ίδιων και/ή των παιδιών τους από τον κακοποιητή πρώην
σύζυγο ή σύντροφο. Πόσο μάλλον, όταν η βία αυτή δεν αφήνει εμφανή διαρκή
ίχνη στο σώμα.
Επιπλέον, από το νομοσχέδιο Τσιάρα για την αλλαγή του οικογενειακού
δικαίου σε σχέση με τα παιδιά, απουσιάζει κάθε αναφορά σε οικογένειες
που δεν εμπίπτουν στο μοντέλο των ετεροφυλικών σχέσεων, κάθε προοδευτική
ρύθμιση για τα δικαιώματα και ώριμα αιτήματα μη ετεροφυλικών ζευγαριών
και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας για ισοτιμία στον γάμο, στην τεκνοθεσία και
στις γονικές σχέσεις.
Το νομοσχέδιο της ΝΔ για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου δεν
είναι προχειρογραμμένο. Απηχεί σκόπιμα τις θέσεις και τις απόψεις
συντηρητικών δυνάμεων διεθνώς,  που επιτίθενται σε κατακτήσεις του
γυναικείου φεμινιστικού κινήματος. Παραβιάζει κατάφωρα την Διεθνή
Σύμβαση για Δικαιώματα του Παιδιού και υποκρύπτει πρόθεση διαιώνισης της
πατριαρχικής επιβολής, διαμέσου της εργαλειοποίησης των παιδιών.
Τα κοινωνικά κινήματα πρέπει να αγωνιστούν για να μην εφαρμοστούν οι
αντιδραστικές διατάξεις και για την υπεράσπιση των κεκτημένων του
προοδευτικού κινήματος.

Διαβάστε επίσης