Ο Παύλος και η Αγγελική

Του Νίκου Σύφαντου

 

Ξαναθυμηθήκαμε λοιπόν σήμερα το φασισμό. Και λέμε ξαναθυμηθήκαμε, διότι είχαμε να μιλήσουμε ως κοινωνία γι’ αυτόν απ’ το καλοκαίρι του 2019, οπότε και τον στείλαμε πολιτικά από εκεί που ήρθε.

Σήμερα ήταν η μέρα να ξαναμιλήσουμε για την αφεντιά του. Σήμερα, που η Ελληνική Δικαιοσύνη έλαβε μία ιστορική απόφαση, ποινικοποιώντας την παραστρατιωτική του δράση και βάζοντας τέλος σε όποιον στο μέλλον αποφασίσει να επιβάλλει τις ιδέες του με βία και μίσος.

Και τι έγινε λοιπόν; Τελειώσαμε, ή μήπως κάποια άλλη στιγμή, κάποιοι άλλοι μιμητές όσων σήμερα καταδικάστηκαν θα ξεμυτίσουν στην πιάτσα και θα βρούν ακροατήρια ικανά να επωάσουν ένα άλλο φρεσκογεννημένο αυγό που θα βάλει πάλι σε περιπέτειες την κοινωνία, το πολιτικό σύστημα και την ίδια τη χώρα;

Άραγε η Ελληνική Δικαιοσύνη κάνοντας σήμερα το χρέος της έβαλε οριστικό τέλος σε αυτό το φαινόμενο;

Η απάντηση είναι τόσο απλή, σε αντιδιαστολή με την πολυπλοκότητα της διαδικασίας που οδήγησε στην σημερινή απόφαση:

Η ίδια η κοινωνία, ο ίδιος ο λαός αναλαμβάνει πλέον την ευθύνη. Ανάλογα με τη συμπεριφορά του, τη σκέψη του τις αποφάσεις του.

Γιατί ο ίδιος ο λαός έδωσε φωνή στο «μόρφωμα» και το ανέδειξε σε τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Θα πει κανείς: αυτό έγινε σε μία μέρα, ή χρειάστηκε να ζυμωθούν συμπεριφορές μαζί με αντιλήψεις που οδήγησαν στο αποτέλεσμα; Φυσικά και ναι, είναι η απάντηση. Και επειδή είμαστε ένας λαός που ξεχνάμε εύκολα, θυμίζουμε ότι για να φτάσουμε στη σημερινή απόφαση, πολλοί άνθρωποι λοιδορήθηκαν, προπηλακίστηκαν εξυβρίστηκαν, χτυπήθηκαν. Με αποκορύφωμα την δολοφονία του Παύλου Φύσα που έμελλε να είναι η απαρχή του τέλους τους.

Και η πολιτική νομιμοποίηση για να γίνουν όλα αυτά, δόθηκε από την ίδια την κοινωνία, από το εκλογικό Σώμα που κατατσακισμένο από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης βρήκε (τάχα μου) αποκούμπι σε αυτούς που θα τους έστελνε στην Βουλή για «να πλακώνουν στο ξύλο τους υπόλοιπους» όπως χαρακτηριστικά έλεγαν πολλοί εκ των ψηφοφόρων τους όταν έριχναν το ψηφοδέλτιο της Χρυσής Αυγής στην κάλπη.

Πολλοί από αυτούς έτριβαν τα χέρια τους όταν τραμπούκοι ξυλοκοπούσαν και άφηναν αιμόφυρτο στην Πλατεία Συντάγματος τον Κωστή Χατζηδάκη. Οι ίδιοι και άλλοι πολλοί ζητωκραύγαζαν όταν ένα μάτσο μαυροφορεμένων ξυλοκοπούσε τον Γιώργο Κουμουτσάκο μπροστά στο άγαλμα του Άγνωστου Στρατιώτη. Οι ίδιοι και άλλοι πολλοί φασκέλωναν το κτίριο της Βουλής ζητώντας, με την εκφώνηση του γνωστού συνθήματος, να καεί. Και στο σύνολό τους απέδιδαν όλες αυτές και άλλες ακόμη πολλές ενέργειες σε «τιμωρία του Πολιτικού συστήματος που φταίει για την κατάντια της Ελλάδας»

Κανείς όταν η πολιτική νομιμοποίηση «φούσκωνε» δεν έμπαινε στον κόπο να τους καταγγείλει. Βόλευαν τα λόγια τους, ξεθύμαιναν μέσα από τα τραγικά συνθήματα που ακούγονταν από άκρη σε άκρη της Επικράτειας. Κανείς μα κανείς. Ο λαϊκισμός που αναδυόταν ως ένα νέο πολιτικο-κοινωνικό φαινόμενο σε κάθε γωνιά της χώρας τύφλωνε σπέρνοντας νέα μίση και νέα πάθη στην Ελληνική κοινωνία.

Όσοι μπορούσαν να δουν καθαρά, καταλάβαιναν πως το κακό ερχόταν. Και δεν άργησε: Το 0,09 του παρελθόντος, έγινε και 7 και 8 και 9 τοις εκατό. Και άφηνε περιθώρια αυτή η στρεβλή νομιμοποίηση και για νέα υψηλότερα ποσοστά, ώσπου κάποια στιγμή τα γεγονότα ήρθαν από μόνα τους να «πατήσουν το φρένο».

Η δολοφονία του Παύλου Φύσα και η πολιτική βούληση της κυβέρνησης Σαμαρά ήταν η αρχή. Μαζί και οι ψύχραιμες φωνές της Αριστεράς, όσες δεν είχαν «μεθύσει» από την καθολική σχεδόν επικράτηση του λαϊκισμού στη χώρα μας, μαζί και οι ψύχραιμες δυνάμεις του τόπου που είχαν από πολύ νωρίτερα καταλάβει για πού πήγαιναν τα πράγματα.

Από εκεί και στο εξής τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.

Όμως σήμερα, αύριο, μετά από δύο τρία πέντε χρόνια; Τι θα γίνει αν κάτι νέο γεννηθεί; Πάλι όλα από την αρχή; Θα περιμένουμε να δολοφονηθεί άνθρωπος και να βρεθούν «μία χούφτα» άλλοι για να πάνε κόντρα στο ρεύμα και να νικηθεί ξανά ο φασισμός; Και για να έχουμε καλό ερώτημα, (και απάντηση μαζί), τι είναι τελικά ο φασισμός;. Είναι μόνο οι «βαρεμένοι» που χαιρετούν φασιστικά και υψώνουν ναζιστικούς χαιρετισμούς; Είναι μόνο εκείνοι που προσκυνούν το κάδρο του Αδόλφου, αναθρέφουν και εκπαιδεύουν στρατιωτικές ομάδες έτοιμες για όλα;

Φυσικά και όχι. Ο φασισμός μπορεί να συνθέθηκε με τις ορδές του Χίτλερ και τις τραγικές συνέπειες του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά συνεχώς αναπτύσσεται σαν λερναία ύδρα, τρεφόμενος από την φτηνή τροφή του λαϊκισμού που δυστυχώς σήμερα περνά σαν σαΐτα μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.

Και τι είναι λαϊκισμός; Είναι η εύκολη και αβασάνιστη διατύπωση άποψης, η οποία κυκλοφορεί και πέπτεται με ευκολία χωρίς βαθύτερη σκέψη και κυρίως χωρίς να διϋλίζεται με την αξία της γνώσης. Δυστυχώς αυτό το φαινόμενο εκτείνεται και σήμερα σε μεγάλες μάζες της κοινωνίας. Και ανάλογα με τους καιρούς (οικονομική κρίση, κορονοϊός, Ελληνοτουρκικά, μεταναστευτικό) βρίσκει έδαφος για να εξελιχθεί.

Σύμμαχός του, η α λα κάρτ ανάγνωση των γεγονότων και ο τυφλός κομματισμός που «βαφτίζει» τους νεκρούς της βίας ανάλογα με το ποιος κάρφωσε το μαχαίρι, ή ποιος πέταξε τη βόμβα, σε «θύματα» και θύματα.

Ξεχνούν τρομάρα τους όλοι αυτοί, ότι η βία δεν έχει χρώμα, πως φασισμός δεν είναι ιδεολογία, αλλά συνώνυμο της βίας.

Θα μπορούσαν να τους το πουν από εκεί επάνω ο Παύλος Φύσας, η Αγγελική Παπαθανασοπούλου (νεκρή από τις μολότοφ στην Marfin)  και πολλοί άλλοι που έφυγαν από τα χέρια ενός τυφλωμένου δολοφόνου.

 

 

Διαβάστε επίσης