Ο θάνατος της πριγκίπισσας Νταϊάνας είναι ένα θέμα που πάντα θα προκαλεί την περιέργεια του κόσμου και πολλοί αναρωτιούνται πως θα ήταν αν επιβίωνε από το τροχαίο δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκη στο Παρίσι.
Ο γνωστός παθολόγος Δρ. Ρίτσαρντ Σέπερντ κλήθηκε να διερευνήσει τις πιο περιβόητες, συναισθηματικά φορτισμένες δολοφονίες των τελευταίων 30 ετών, από την δολοφονία του νεαρού Στίβεν Λόρενς και την σφαγή του Hungerford μέχρι τον τραγικό θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνας.
Στο τελευταίο του βιβλίο «Unnatural Causes» που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες, ο γνωστός παθολόγος, με εντυπωσιακές λεπτομέρειες αφηγείται τις αληθινές εγκληματολογικές ιστορίες πίσω από μερικές διάσημες περιπτώσεις. Και φυσικά αυτή της πριγκίπισσας Νταϊάνας.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Αυγούστου 1997, η πριγκίπισσα Νταϊάνα και ο Ντόντι αλ Φαγιέντ έχασαν τη ζωή τους σε ένα τροχαίο δυστύχημα στη σήραγγα Ντελ Αλμά του Παρισιού, εκείνος επιτόπου και εκείνη στο νοσοκομείο μετά από μια εγχείρηση. Αλλά εξακολουθούν να τίθενται ερωτήματα και οι θεωρίες συνωμοσίας να στροβιλίζονται εδώ και χρόνια.
Η πριγκίπισσα Νταϊάνα με τον Ντόντι αλ Φαγέντ σε διακοπές
Το 2004, ο σερ Τζον Στίβενς διεξήγαγε μια αστυνομική έρευνα για να διαπιστώσει εάν υπήρχε λόγος αμφιβολίας πως η πριγκίπισσα Νταϊάνα και ο Ντόντι αλ Φαγιέντ ήταν θύματα τροχαίου δυστυχήματος και ο παθολόγος Ρίτσαρντ Σέπερντ κλήθηκε να επανεξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία.
Στην Mercedes εκείνο το βράδυ, ήταν ο οδηγός Ενρί Πολ, η πριγκίπισσα Νταϊάνα και ο Ντόντι αλ Φαγιέντ στα πίσω καθίσματα και ο σωματοφύλακας του επιχειρηματία, Τρέβορ Ρις-Τζόουνς. Κανένας εκτός από τον Ρις Τζόουνς δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας.
Ο οδηγός Ενρί Πολ χτύπησε στο τιμόνι και ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα, χτυπήθηκε από πίσω από τον Ντόντι αλ Φαγιέντ, που ήταν ένας σχετικά μεγαλόσωμος άνδρας και το σώμα του, από τη στιγμή που η μαύρη Mercedes προσέκρουσε στη κολώνα της γέφυρας Ντελ Αλμά, συνέχισε να κινείται με ταχύτητα πάνω από 90 χιλιόμετρα την ώρα
Ο οδηγός της Mercedes, Χένρι Πολ, ο σωματοφύλακας Ρις Τζόουνς και οι πριγκίπισσα Νταϊάνα και Ντόντι αλ Φαγέντ στο πίσω κάθισμα.
Ο Ενρι Πολ λειτούργησε ως αερόσακος του Ντόντι αλ Φαγιέντ και πέθανε ακαριαία. Το ίδιο συνέβη και με τον Ντόντι αλ Φαγιέντ. Εχασε τη ζωή του επιτόπου.
Η πριγκίπισσα Νταϊάνα χτύπησε με λιγότερη ορμή στο μπροστινό της κάθισμα, διότι ο σωματοφύλακάς τους, Τρέβορ Ρις-Τζόουνς, καθόταν μπροστά της και ήταν δεμένος.
Οι σωματοφύλακες συνήθως δεν φορούν ζώνες ασφαλείας, καθώς περιορίζουν την κίνηση, αλλά προφανώς ο Ρις Τζόουνς, ίσως επειδή ανησυχούσε για την οδήγηση του Ενρι Πολ ή ίσως επειδή συνειδητοποίησε ότι υπήρξε κίνδυνος σύγκρουσης, έβαλε την ζώνη του την τελευταία στιγμή.
Η διαλυμένη Mercedes μετά το τροχαίο δυστύχημα
Οι ζώνες έχουν σχεδιαστεί ώστε σε περίπτωση σύγκρουσης να λειτουργούν ως εμπόδιο. Έτσι, ο Τρέβορ Ρις Τζόουνς συγκρατήθηκε από την ζώνη και χτύπησε στον αερόσακο, που είχε ανοίξει, καθώς το σώμα της πριγκίπισσας Νταϊάνας εκτοξευόταν προς τα εμπρός από το πίσω κάθισμα. Ήταν πολύ πιο ελαφριά από τον Ντόντι αλ Φαγιέντ και η ζώνη του Τρέβορ Ρις Τζόουνς απορρόφησε κάποια από την πρόσθετη δύναμη. Αυτό ελάττωσε την δύναμη της σύγκρουσης για την πριγκίπισσα Νταϊάνα.
Στην πραγματικότητα, έσπασε μόνο μερικά οστά και είχε ένα μικρό τραύμα στο στήθος -αλλά αυτό περιελάμβανε μια μικροσκοπική οπή σε μια φλέβα σε έναν από τους πνεύμονές της.
Το παραϊατρικό προσωπικό που έσπευσε στον τόπο του δυστυχήματος, πίστεψε πως η πριγκίπισσα Νταϊάνα ήταν τραυματισμένη αλλά σταθερή, κυρίως επειδή ήταν σε θέση να μιλά και να επικοινωνεί. Κι ενώ όλοι έπεσαν με τα μούτρα να βοηθήσουν τον Τρέβορ Ρις Τζόουνς ο οποίος είχε τραυματιστεί σοβαρότατα στο κεφάλι, η σκισμένη φλέβα της πριγκίπισσας Νταϊάνας, σιγά-σιγά αιμορραγούσε εσωτερικά.
Ο σωματοφύλακας της πριγκίπισσας Νταϊάνας, Ρις Τζόουνς
Στο ασθενοφόρο, η πριγκίπισσα Νταϊάνα, άρχισε σταδιακά να χάνει τις αισθήσεις της. Μάλιστα, το ασθενοφόρο υποχρεώθηκε να κινείται με εξαιρετικά χαμηλή ταχύτητα προκειμένου να αποφύγουν τα τραντάγματα που θα επιβάρυναν την κατάστασή της. Όταν η πριγκίπισσα Νταϊάνα υπέστη καρδιακή ανακοπή, έγινε κάθε προσπάθεια για να επανέλθει και στο νοσοκομείο μπήκε κατευθείαν για εγχείρηση, όπου εντόπισαν το πρόβλημα και προσπάθησαν να επιδιορθώσουν την ζημιά στη φλέβα. Αλλά, δυστυχώς, μέχρι τότε ήταν πολύ αργά.
Αν είχε μπει στο ασθενοφόρο αμέσως η τύχη της θα ήταν διαφορετική; Κανείς δεν ξέρει.
Το γεγονός ότι η πριγκίπισσα Νταϊάνα είχε τις αισθήσεις της, είναι χαρακτηριστικό της πληγής σε μια ζωτική φλέβα. Ανατομικά, είναι κρυμμένη βαθιά στο κέντρο του στήθους.
Οι φλέβες, φυσικά, δεν υπόκεινται στην ίδια άντληση υψηλής πίεσης με τις αρτηρίες. Αιμορραγούν πολύ πιο αργά. Στην πραγματικότητα, αιμορραγούν τόσο αργά ώστε η ταυτοποίηση του προβλήματος είναι αρκετά δύσκολη. Και αν εντοπιστεί, η επιδιόρθωση είναι ακόμα πιο δύσκολη. Ο συγκεκριμένος τραυματισμός της πριγκίπισσας Νταϊάνας, είναι τόσο σπάνιος που σε όλη του την καριέρα ο γνωστός παθολόγος δεν πιστεύει πως έιχε ξαναδεί.
Η πριγκίπισσα Νταϊάνα θα είχε σωθεί αν είχε μεταφερθεί εγκαίρως με το ασθενοφόρο
Το τραύμα της πριγκίπισσας Νταϊάνας ήταν πολύ μικρό αλλά σε δύσκολο μέρος. Ο θάνατος της πριγκίπισσας Νταϊάνας προκαλεί τον κλασικό προβληματισμό που δημιουργείται σχεδόν σε κάθε θάνατο: Τι θα συνέβαινε αν... Αν είχε χτυπήσει στο μπροστινό κάθισμα υπό μια ελαφρώς διαφορετική γωνία, αν είχε εκσφενδονιστεί με μικρότερη ταχύτητα, αν, δηλαδή, φορούσε ζώνη ασφαλείας. Αν είχε δεθεί, πιθανότατα θα εμφανιζόταν μπροστά στον κόσμο δύο ημέρες αργότερα με ένα μαυρισμένο μάτι, ίσως με κάποια προβλήματα στην αναπνοή εξαιτίας των σπασμένων πλευρών και ένα σπασμένο χέρι.
Τα αίτια του θανάτου της πριγκίπισσας Νταϊάνας, γράφει ο παθολόγος, είναι αδιαμφισβήτητα. Αλλά γύρω από αυτή την μικροσκοπική, αλλά θανατηφόρα πληγή σε μια πνευμονική φλέβα, υφαίνονται πολλά άλλα γεγονότα, μερικά από τα οποία πιστεύει πως είναι αρκετά αδιαφανή για να επιτρέψουν μια πληθώρα θεωριών να ανθήσει.
Αλλά ο Ρίτσαρντ Σέπερντ, συμφωνεί απολύτως με τα ευρήματα της έρευνας. Ήταν ένα τραγικό δυστύχημα.