«Θεωρείστε πόσο μπορεί να απέχει ο Ντόναλντ Τραμπ από την πραγματικότητα. Ως φαίνεται, είναι κάτοικος ενός κόσμου στον οποίο το πιστοποιητικό γεννήσεως του Μπάρακ Ομπάμα είναι πλαστό, καθ’ όσον ο πρόεδρος είναι θεμελιωτής του Ισλαμικού Κράτους. Όσο για τους Κλίντον, είναι δολοφόνοι γιατί συγγενικό τους πρόσωπο ήταν με τον Λη Χάρβεϋ Όσβαλντ πριν αυτός πυροβολήσει τον πρόεδρο Κέννεντυ. Ο Ντ. Τραμπ είναι ηγετική φυσιογνωμία των «πολιτικών της μετα-αλήθειας», που δεν είναι άλλες από την επίδειξη εμπιστοσύνης σε ισχυρισμούς αληθοφανείς, που δεν έχουν όμως καμμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα. Υπό παρόμοιες συνθήκες, η αναισχυντία του δεν τιμωρείται, αλλά εκλαμβάνεται ως απόδειξη της βούλησής του να αντισταθεί στην εξουσία των ελίτ.
»Και δεν είναι μόνος του. Μέλη της πολωνικής κυβέρνησης διαβεβαιώνουν ότι ένας πρώην πρόεδρος της χώρας τους που έχασε την ζωή του σε αεροπορικό δυστύχημα, δολοφονήθηκε από Ρώσους. Ο δε πρόεδρος της Τουρκίας αποδίδει το πρόσφατο πραξικόπημα που επιχειρήθηκε εναντίον του στην CIA. Και βέβαια, πολλοί Βρεταννοί που αποφάσισαν να βγάλουν την χώρα τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση είχαν πεισθεί ότι ορδές από Τούρκους μετανάστες θα κατακλύσουν το Ηνωμένο Βασίλειο λόγω της επικείμενης εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ.
»Όλα αυτά είναι πολύ ανησυχητικά για ένα περιοδικό όπως αυτό που έχετε ανά χείρας και το οποίο πιστεύει ότι οι πολιτικές πρέπει να στηρίζονται σε αποδείξεις. Ισχυρές δημοκρατίες μπορούν να ταλαιπωρηθούν από ασθενείς άμυνες εναντίον της «μετα-αλήθειας». Οι αυταρχικές χώρες είναι ακόμα πιο ευάλωτες…».
Αυτά και άλλα πολλά αναφέρονται σε τελευταίο αφιέρωμα του περιοδικού The Economist, το οποίο θέτει το τεράστιο πρόβλημα του ψεύδους στην πολιτική και των επιπτώσεών του στην ανάδυση του λαϊκισμού ως φαρμάκου δια πάσαν νόσον. Βέβαια, το φαινόμενο κάθε άλλο παρά καινούργιο είναι. Πλην όμως, στην εποχή του Διαδικτύου και της ψηφιακής τεχνολογίας προσλαμβάνει τεράστιες διαστάσεις –με αποτέλεσμα τα ψεύδη και τα μίση που καλλιεργούνται να διαδίδονται με απίστευτη ταχύτητα και να προκαλούν τεράστιες ζημιές στην δημοκρατία και στην πληροφόρηση.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως πολύ αδρά γράφει ο Πιερ-Αντρέ Ταγκίεφ στο βιβλίο του Ο Νέος Εθνικο-Λαϊκισμός (εκδόσεις Επίκεντρο), το φαινόμενο αυτό κυριολεκτικά δηλητηριάζει την δημοκρατική Ευρώπη και βεβαίως αποσταθεροποιεί την συνοχή της.
«Ο λαϊκισμός, όντας ένα μη παγιωμένο ιδεολογικά πολιτικό ύφος, δεν είναι ούτε αριστερός ούτε δεξιός … Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι εξουδετερώνει την διαφορά δεξιάς/αριστεράς και εικονίζει την «αντικομματική» ή «αντιπολιτική» διάσταση των νέων λαϊκιστικών κινημάτων. Εξουδετερώνεται επίσης η διαφορά μεταξύ επαναστατικής και συντηρητικής θέσης, και οι δύο ενσωματώνονται στα ιδεολογικά θέματα με διαφορετικές δοσολογίες. Κάθε λαϊκιστής ηγέτης που απευθύνεται στον λαό διατείνεται ότι τού υποδεικνύει τους πραγματικούς του εχθρούς, τους «αποπάνω» (τις άνομες ελίτ), τους τριγύρω (το «σύστημα») ή τους από αλλού (οι εχθρικοί ξένοι, οι μετανάστες εισβολείς), και κυρίως του κρυμμένους εχθρούς στο εσωτερικό του εθνικού σώματος –εξ ου και η συνωμοσιολογική αντίληψη», επισημαίνει ο Γάλλος συγγραφέας.
Οι δε απαραίτητες θεωρίες συνωμοσίας που εμπλουτίζουν όλα τα παραπάνω αποτελούν και το κερασάκι στην τούρτα. Έτσι, στα σημερινά ευρωπαϊκά συμφραζόμενα, όπου η άνοδος των περισσότερο ή λιγότερο εθνοτικοποιημένων λαϊκισμών συνδέεται με την κρίση του πολιτικού φιλελευθερισμού (που εκτείνεται ως την σοσιαλδημοκρατία) και με μία παθολογία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (εκφυλισμένης από τις χειραγωγήσεις των Μέσων), η νεολαϊκιστική προσφορά καλύπτει όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Ο «δεξιός» λαϊκισμός, εκ της αντικειμενικής του θέσεως ή αυτοπαρουσιαζόμενος ως τέτοιος, υπερβάλλει ως προς τις πραγματικές απειλές (για παράδειγμα, η παραβατικότητα, η ανασφάλεια, η τρομοκρατία ή ο εθνοτικός κατακερματισμός) και προσθέτει καινούργιες ή φανταστικές –έστω και αν στηρίζονται σε παρατηρήσιμα φαινόμενα (η μετανάστευση ως εισβολή, η «εξισλαμιστική» συνωμοσία ή η ισλαμική κατάκτηση της Ευρώπης, η παρακμή). Η λαϊκιστική δεξιά τείνει να προκαλεί πολιτικές πάντα συνδεόμενες με τα καταστρεπτικά αποτελέσματα του «αδηφάγου καπιταλισμού» ή της «φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», καθώς και με έναν «ρατσισμό», έναν «φασισμό» ή έναν «πεταινισμό», αποδιδόμενοι αποκλειστικά στον πολιτικό αντίπαλο. Σφάλλει λόγω τύφλωσης, άρνησης του πραγματικού και αντιπερισπασμού.
Η λαϊκιστική αριστερά διαρκώς αποφεύγει να θέτει ενοχλητικά προβλήματα και να αντιμετωπίζει υπαρκτές προκλήσεις, επιλέγοντας την φυγή προς τα εμπρός, την επιδεικτική ανάμνηση των αγώνων του παρελθόντος και την προκλητική προσφορά ανατροπής των παραδοσιακών κοινωνικών δεσμών. Αντικαθιστά το κοινωνικό ζήτημα από ορισμένα «κοινωνικά ζητήματα» (φύλο, ομογονεϊκότητα, γάμοι ομοφυλοφίλων, κλπ.), που τα υποστηρίζει και τα επιλύει με τον τρόπο των πιο εξτρεμιστών περιθωριακών ή «προλεταριοειδών» διανοουμένων.
Υπό παρόμοιες συνθήκες, παρατηρείται μία οδυνηρή παραμόρφωση του πραγματικού, με την ρητορική των κυβερνωσών ελίτ να μην διαφέρει πολύ από τις άναρθρες κραυγές του λαϊκισμού.
Η Ευρώπη παραδέρνει έτσι μεταξύ φόβου και αβεβαιότητας, με το ψέμμα να γίνεται πρώτη ύλη της πολιτικής και αδίστακτων Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Αυτομάτως, η τοποθέτηση των ενοχλητικών προβλημάτων μονοπωλείται από τους περισσότερο ή λιγότερο ξενόφοβους δεξιούς λαϊκιστές ηγέτες, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τις κοινωνικές ανησυχίες χωρίς να μεριμνούν για ρεαλιστικές και αποδεκτές πολιτικές λύσεις. Αυτό που έχουν κοινό αυτοί οι πολιτικά ανταγωνιστικοί λαϊκισμοί είναι η ανευθυνότητα –η οποία αποτελεί και μείζον ευρωπαϊκό πρόβλημα.