Ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας άρχισε μετά από έξι χρόνια η δίκη για τον εμπρησμό στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin στην Σταδίου και στο βιβλιοπωλείο Ιανος, που είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 3 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων η έγκυος Αγγελική Παπαθανασοπούλου από το Αίγιο.
Στο εδώλιο κάθισαν δύο κατηγορούμενοι που αντιμετωπίζουν κατά περίσταση σειρά αδικημάτων, μεταξύ των οποίων, ανθρωποκτονία από πρόθεση, απόπειρα ανθρωποκτονίας, έκρηξη, κατασκευή και κατοχή εκρηκτικής βόμβας.
Συντετριμμένοι, οι γονείς της εγκύου Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, για λιγότερο από δύο λεπτά ανέβηκαν στοΒΗΜΑ του μάρτυρα, χωρίς όμως να θελήσουν να μιλήσουν. Ιδιαίτερα συγκινημένος ο Ζαχαρίας Παπαθανασόπουλος επιχείρησε να περιγράψει πως έμαθε τον χαμό της κόρης του από τον ανιψιό του, ο οποίος ενημερώθηκε από τα Μέσα Ενημέρωσης.
Παράσταση πολιτική αγωγής δήλωσαν και οι συγγενείς των άλλων δύο εκλειπόντων, Επαμεινώνδα Τσάκαλη και Παρασκευής Ζούλια.
Κατά την έναρξη της διαδικασίας οι δύο κατηγορούμενοι αρνήθηκαν την οποιαδήποτε ανάμειξη στον εμπρησμό, λέγοντας ότι καταδικάζουν την επίθεση. Μάλιστα, ο δεύτερος κατηγορούμενος δήλωσε πως δεν ήταν καν στη διαδήλωση αλλά στην εργασία του.
Στις καταθέσεις τους, οι υπάλληλοι του υποκαταστήματος της Marfin, περιέγραψαν τις δραματικές στιγμές που έζησαν κατά τη διάρκεια της εμπρηστικής επίθεσης, αλλά και τις αγωνιώδεις προσπάθειες να σωθούν από τις φλόγες και τον πυκνό καπνό που είχε δημιουργήσει συνθήκες ασφυξίας στο κτήριο.
«Ζήσαμε την αγωνία του θανάτου πάρα πολλή ώρα, δεν ξέραμε ΑΝ θα ζούμε στα επόμενα 5 λεπτά. Αναρωτιόμασταν, γιατί δεν βλέπουμε την πυροσβεστική, άκουσα μετά ότι εμποδίστηκε από κάποιους διαδηλωτές. Θυμάμαι ότι μας έβριζαν, περπατούσαν και μας φώναζαν "να καείτε, να καείτε"», υποστήριξε στην κατάθεσή του υπάλληλος της τράπεζας.
Στην ύπαρξη ενός ατόμου μεταξύ του πλήθους στην οδό Σταδίου που μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς φαινόταν ότι έριχνε κάποιο υγρό το οποίο αναζωπύρωνε τη φωτιά, αναφέρθηκε άλλος υπάλληλος, που βρισκόταν στο μπαλκόνι προσπαθώντας να σωθεί.
Όπως είπε στην κατάθεσή του, «προσπάθησα να κατέβω στο ισόγειο για να σβήσω τη φωτιά. Είδα φλόγες που έγλειφαν το ισόγειο και ανέβηκα πανω. Στο μπαλκόνι, στο 2ο όροφο ήταν 2 συνάδελφοι, και μου είπαν "αυτοί έρχονται και πετάνε κι άλλο". Έσκυψα και είδα κάποιον στο σημείο που είχε σπάσει η τζαμαρία, που κρατούσε κάνιστρο και κάτι έριχνε, ή έτσι φαινόταν. Το έκανε 2-3 φορές και όταν έφευγε ξαναφούντωνε η φωτιά. Φορούσε μαύρα ρούχα, ήταν νεαρός μετρίου αναστήματος καλοντυμένος, θα μπορούσε να ήταν φοιτητής, 20 -22 χρονών. Μας κοιτούσε και μας έκανε άσεμνη χειρονομία».
Το δικαστήριο διέκοψε για τις 14 Οκτωβρίου.