Περισσότεροι από 575.000 φορολογούμενοι με έσοδα από γεωργικές δραστηριότητες θα πληρώσουν το 2017 υπέρμετρα αυξημένους φόρους εισοδήματος. Ο λόγος είναι ότι ο συντελεστής φορολόγησης των αγροτικών εισοδημάτων τους θα αυξηθεί από το 13% στο 22%, ενώ ταυτόχρονα ο συντελεστής υπολογισμού της προκαταβολής φόρου εισοδήματος θα αυξηθεί από το 75% στο 100% του κύριου φόρου!
Οι φορολογούμενοι αυτοί, όπως αναφέρει το dikailogitika.gr, θα πέσουν στην παγίδα που τους έστησε η κυβέρνηση με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 65 και της παραγράφου 3β του άρθρου 44 του ν. 4389/2016, τις οποίες ψήφισε τον περασμένο Μάιο. Συγκεκριμένα: 1) Με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 65 του ν. 4389/2016, κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θεωρείται πλέον ο φορολογούμενος ο οποίος αποκτά τουλάχιστον το 50% του ετησίου εισοδήματός του από την άσκηση αγροτικών δραστηριοτήτων και τηρεί λογιστικά βιβλία για τις δραστηριότητες αυτές. Το καθεστώς που ίσχυε πριν τη διάταξη αυτή (παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 3874/2010) προέβλεπε ότι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θεωρείται αυτός ο οποίος αποκτά τουλάχιστον το 35% του συνολικού εισοδήματός του από την άσκηση αγροτικών δραστηριοτήτων και δεν έθετε ως πρόσθετη προϋπόθεση την τήρηση λογιστικών βιβλίων. Συνεπώς, με βάση τα νέα αυστηρότερα κριτήρια που θέτει η παράγραφος 1 του άρθρου 65 του ν. 4389/2016, παύει να θεωρείται κατά κύριο επάγγελμα αγρότης όποιος αποκτά εισόδημα από αγροτικές δραστηριότητες το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστά από 35% έως και 49% του συνολικού ετησίου εισοδήματός του, καθώς επίσης και όποιος δεν τηρεί λογιστικά βιβλία, ανεξαρτήτως του εάν ασκεί κυρίως αγροτικές δραστηριότητες!
Σημειώνεται ότι οι λοιπές προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ενός ατόμου ως κατά κύριο επάγγελμα αγρότη παραμένουν.
Δηλαδή, για να θεωρηθεί κάποιος κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θα πρέπει, πέραν των δύο προαναφερθεισών προϋποθέσεων (τουλάχιστον 50% του συνολικού εισοδήματος προερχόμενο από αγροτικές δραστηριότητες και τήρηση λογιστικών βιβλίων): α) να είναι κάτοχος αγροτικής εκμετάλλευσης, β) να ασχολείται επαγγελματικά με αγροτική δραστηριότητα στην εκμετάλλευσή του τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του, γ) να είναι ασφαλισμένος ο ίδιος και η αγροτική του εκμετάλλευση. 2) Πέραν των παραπάνω αλλαγών, με τη διάταξη της παραγράφου 3β του άρθρου 44 του ν. 4389/2016, προβλέπεται πλέον ότι οι φορολογούμενοι που δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, καθώς και, γενικότερα, όλοι όσοι αποκτούν εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα σε ποσοστό μικρότερο από το 50% του συνολικού εισοδήματός τους δεν δικαιούνται την έκπτωση φόρου εισοδήματος που κυμαίνεται από 1.900 ευρώ έως 2.100 ευρώ ανάλογα με τον αριθμό των προστατευόμενων τέκνων, η οποία θεσπίστηκε με τον ασφαλιστικό και φορολογικό νόμο 4387/2016! Δηλαδή, οι φορολογούμενοι που εξαιρούνται από τον χαρακτηρισμό του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, αλλά και γενικότερα όλοι όσοι δεν αποκτούν αγροτικό εισόδημα σε ποσοστό τουλάχιστον ίσο με το 50% του συνολικού τους εισοδήματος δεν δικαιούνται το αφορολόγητο όριο εισοδήματος το οποίο προκύπτει από την έκπτωση φόρου των 1.900 – 2.100 ευρώ και το οποίο κλιμακώνεται από 8.636 έως 9.545 ευρώ, με αποτέλεσμα να υποχρεούνται πλέον να καταβάλουν φόρο 22% από το πρώτο ευρώ του συνολικού αγροτικού τους εισοδήματος!
Με το καθεστώς που ίσχυε μέχρι και το φορολογικό έτος 2015, το αγροτικό εισόδημα φορολογείτο αυτοτελώς με 13% από το πρώτο ευρώ. Συνεπώς, οι φορολογούμενοι με αγροτικά εισοδήματα, οι οποίοι βάσει των νέων διατάξεων του ν. 4389/2016 δεν δικαιούνται το αφορολόγητο των 8.636 – 9.545 ευρώ θα κληθούν να πληρώσουν για τα εισοδήματα αυτά φόρους υπέρμετρα αυξημένους, καθώς ο συντελεστής φορολόγησης του αγροτικού εισοδήματός τους μέχρι το επίπεδο των 20.000 ευρώ αυξάνεται κατά 69,2%, από το 13%, που ίσχυε μέχρι το φορολογικό έτος 2015, στο 22%! 3) Επιπλέον, με τις διατάξεις της παραγράφου 38 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 (του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος) προβλέπεται ότι για το φορολογικό έτος 2016 και τα επόμενα φορολογικά έτη ο συντελεστής υπολογισμού της προκαταβολής φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων έναντι του επόμενου έτους αυξάνεται από το 75% στο 100% του κύριου φόρου εισοδήματος.
Η διάταξη αυτή θα ισχύσει και για τους φορολογούμενους που αποκτούν εισοδήματα από αγροτικές δραστηριότητες. Συνεπώς, το 2017 οι φόροι επί των εισοδημάτων μέχρι 20.000 ευρώ από αγροτικές δραστηριότητες τα οποία θα έχουν αποκτηθεί εντός του 2016 θα υπολογιστούν με συντελεστή αυξημένο από το 13% στο 22% για όσους φορολογούμενους δεν θα θεωρούνται κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Στη συνέχεια, επί του φόρου αυξημένου φόρου εισοδήματος που θα προκύψει θα επιβληθεί και προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους, η οποία θα υπολογιστεί με συντελεστή αυξημένο από το 75% στο 100%! Υπολογίζεται ότι οι φορολογούμενοι με αγροτικά εισοδήματα που θα υπαχθούν σ’ αυτό το νέο επαχθέστατο καθεστώς φορολόγησης υπερβαίνουν, τελικά, τους 575.000. Κι αυτό διότι με τις νέες αυστηρές προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, οι φορολογούμενοι που θα διατηρήσουν τον χαρακτηρισμό αυτό εκτιμάται ότι θα περιοριστούν στους 175.000, την ώρα που όλοι όσοι αποκτούν αγροτικά εισοδήματα υπερβαίνουν τους 750.000. Ειδικότερα, σύμφωνα με πρόσφατη έγγραφη απάντηση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Ε. Αποστόλου σε ερώτηση που κατέθεσαν στη Βουλή 15 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας σχετικά με τον ορισμό του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, το 2014 οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες ανέρχονταν σε 296.174 επί συνόλου 751.509 αγροτών που ζήτησαν ενιαία ενίσχυση. Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις αρμοδίων παραγόντων, δεδομένων των νέων αυστηρών προϋποθέσεων που τίθενται πλέον με τις διατάξεις της παραγράφου 3β του άρθρου 44 του ν. 4389/2016 για τον χαρακτηρισμό ενός φορολογούμενου με αγροτικά εισοδήματα ως κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, ο αριθμός των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, που θα δικαιούνται τα αφορολόγητα όρια των 8.636-9.545 ευρώ, θα περιοριστεί, περίπου κατά 120.000, στις 175.000.
Στην έγγραφη απάντηση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης διευκρινίζεται μάλιστα ότι «στις περιπτώσεις όπου ο αγρότης ασκεί και άλλη εξωαγροτική δραστηριότητα, θα πρέπει, κάθε έτος με την υποβολή της φορολογικής δήλωσης να ικανοποιεί το κριτήριο του ποσοστού αγροτικού εισοδήματος. Δηλαδή, το ποσοστό του αγροτικού εισοδήματος θα πρέπει να είναι, τουλάχιστον, 50% του συνολικού ετήσιου εισοδήματός του, λαμβάνοντας υπόψη το καθαρό κέρδος της αγροτικής δραστηριότητας που προκύπτει από λογιστικό προσδιορισμό (σ.σ. με αφαίρεση δαπανών αγροτικής παραγωγής από έσοδα πώλησης αγροτικών προϊόντων) σε σχέση με το συνολικό καθαρό κέρδος από λογιστικό προσδιορισμό... Εάν η εν λόγω προϋπόθεση δεν ικανοποιείται τότε ο ενδιαφερόμενος αγρότης θα χάσει την ιδιότητα του επαγγελματία αγρότη για ένα ή περισσότερα έτη, έως ότου από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης προκύψει το απαιτητό ποσοστό αγροτικού εισοδήματος (σ.σ. τουλάχιστον το 50% του συνολικού ετήσιου εισοδήματός του)».