Κατά το έτος 2009-2010, η Τουρκία έκανε το πιο αποφασιστικό βήμα του επαναπροσδιορισμού της εξωτερικής της πολιτικής. Διαχώρισε την θέση της από το Ισραήλ όσον αφορά στα περιφερειακά ζητήματα της περιοχής. Το πάλαι ποτε στρατηγικό τρίγωνο της περιοχής (ΗΠΑ-Τουρκία-Ισραήλ, με τις ΗΠΑ να είναι ο υπερπόντιος εξισορροπιστής) υπέστη τις πρώτες του ρωγμές. Το Ισραήλ, μετά από αρκετές δεκαετίες, αντιμετώπισε το ενδεχόμενο μιας πλήρους περικύκλωσης από χώρες που διατηρούσαν από κακές έως εχθρικές σχέσεις με αυτό.
Μολονότι το δόγμα «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» έχει πάντα μερίδιο στην αλήθεια της διεθνούς πολιτικής, το Ισραήλ ενδιαφερόταν να αποκτήσει δυτικό γεωστρατηγικό βάθος, οι δε Ελλάδα και Κύπρος έμοιαζαν οι ιδανικοί «συμπαίκτες» σε μία αρένα που φαινόταν από εκείνη την περίοδο πως περνά πάλι σε περίοδο έξαρσης των εντάσεων. Για την Ελλάδα και την Κύπρο, η δημιουργία μίας τριμερούς συνεννόησης, που είχε στόχο να αναβαθμίζεται συνετά, υπήρξε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για εξωτερική εξισορρόπηση απέναντι στην Τουρκία. Σήμερα, οι ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή αποδεικνύουν ότι η τριμερής αυτή σχέση έχει στρατηγικές απολήξεις και μπορεί να αναβαθμιστεί τα επόμενα χρόνια.
Ο «μύθος» της πτώσης του Ερντογάν
Τόσο στην Ελλάδα όσο και, πολύ περισσότερο, στο Ισραήλ και στην Δύση, πίστεψαν πως η έλλειψη συνεννόησης και συνεργατικού πνεύματος της Τουρκίας οφειλόταν απλά στον Ερντογάν. Αυτό αληθεύει μόνον εν μέρει, καθώς η άνοδος του ΑΚΡ στην εξουσία σηματοδότησε και την διαφοροποιημένη περιφερειακή πολιτική της Τουρκίας σε σχέση με τα ψυχροπολεμικά και πρώτα μετα-ψυχροπολεμικά έτη.
Ωστόσο, η λάθος ανάγνωση οφείλεται στην μη εξέταση μίας σημαντικής παραμέτρου, που ήρθε να επιβεβαιωθεί με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις μέρες που ακολούθησαν (και ακολουθούν) το τουρκικό πραξικόπημα. Ο Ερντογάν αποδεικνύει πως η τουρκική κοινωνία, αλλά και ό,τι συνιστά τον τουρκικό κρατικό μηχανισμό, έχει αλλάξει άρδην. Τα έτη 2003-2004 δεν ήταν απλά έτη ανόδου του ΑΚΡ στην εξουσία: Ήταν τα έτη που έθεταν την αρχή της «αποκεμαλοποίησης» της Τουρκίας. Ο Ερντογάν μετρά ήδη 13 έτη στην εξουσία και η πολιτική του κουλτούρα έχει περάσει σε κράτος και κοινωνία.
Στις εκλογές, βγήκε τόσο δυνατός ώστε μετά από μήνες να καθαιρέσει τον Νταβούτογλου, να διαπραγματεύεται για το προσφυγικό ζήτημα με την ΕΕ με απειλητικό τρόπο και, τελικά, να βγαίνει ισχυρότερος από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος.
Η αποδοχή της πραγματικότητας
Το μέλλον της Τουρκίας είναι απρόβλεπτο –αν και αυτή η έλλειψη προβλεψιμότητας του τουρκικού μέλλοντος ρέπει προς αρνητικά σενάρια. Πιθανή αστάθεια μίας τόσο μεγάλης χώρας με κρίσιμη γεωγραφική θέση, είναι ικανή να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Ασκό που αφορά ακόμη και την Συμφωνία Sykes-Picot.
Ελλάδα, Κύπρος και Ισραήλ έχουν διαφορετικούς λόγους που οδηγούν στην αύξηση της καχυποψίας τους για τα όσα συμβαίνουν και τείνουν να συμβούν στην Τουρκία, που όλο και περισσότερο αποκλίνει από την διεθνή νομιμότητα. Η προσπάθεια του Ερντογάν να συσπειρώσει όλο και περισσότερο την τουρκική κοινωνία υπέρ του, δεδομένης της οικονομικής πτώσης που ήδη παρατηρείται, είναι πολύ πιθανό να βρει διέξοδο σε μία ακόμη πιο δυναμική εξωτερική πολιτική με έντονο αντιδυτικό χαρακτήρα και «κυνήγι φαντασμάτων» που επιβουλεύονται την τουρκική συνοχή. Ποιος, όμως, είναι ο πυρήνας της πραγματικότητας που πρέπει να τύχει αποδοχής όχι μόνον από την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ αλλά και από την Δύση συνολικά; Ότι η Τουρκία, ακόμη και αν φθαρεί ο Ερντογάν μέχρι της πτώσεώς του, δεν θα είναι ποτέ ξανά εκείνη των ψυχροπολεμικών ετών.
Αυτό πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη, τόσο για τα μελλοντικά ενεργειακά projects, όσο και για κάθε εμπορική συμφωνία που θα δώσει αρωγή στην ομαλοποίηση της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι ΗΠΑ και η αναβάθμιση Ελλάδας και Κύπρου
Στην διεθνή πολιτική βασιλεύει η βραχυπρόθεσμη υφή των διακρατικών σχέσεων. Ακόμη και αν στην διπλωματική γλώσσα χρησιμοποιείται ο όρος «στρατηγική σχέση», τότε αυτή δεν ταυτίζεται επ’ ουδενί με το «άνευ όρων και ορίων σχέση», πολλώ δε μάλλον με την «διαχρονική». Το «ποτέ» και το «πάντα», βρίσκονται εκτός πολιτικής πρακτικής.
Οι ΗΠΑ επένδυσαν στην Τουρκία για αρκετές δεκαετίες στο να γίνει η δεύτερη μεταφορέας βαρών για μία περιοχή που περιελάμβανε μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας. Μαζί με το Ισραήλ, η Τουρκία υπήρξε ο άλλος πυλώνας σταθερότητας μίας κρίσιμης (γεωοικονομικής) περιοχής. Ο επαναπροσδιορισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και η χρήση του Ισλάμ από το ΑΚΡ παρερμηνεύθηκαν από τις ΗΠΑ, όπως είχε ήδη διαπιστώσει ο Edward Luttwak. Ειδικά κατά την πρώτη θητεία του προέδρου Obama, οι ΗΠΑ θεώρησαν πως η Τουρκία του Ερντογάν θα μπορέσει να γίνει η γέφυρα της Δύσης και του μουσουλμανικού κόσμου.
Οι στόχοι, όμως, του Ερντογάν δεν συνέπιπταν με τους αμερικανικούς. Για το δίδυμο Ερντογάν-Νταβούτογλου, η Τουρκία ήταν μια χώρα που μπορούσε να επιτύχει περιφερειακή ηγεμονία στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Μετά την σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεων με το Ιράν, οι ΗΠΑ, που είδαν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ να φτάνουν σε ιστορικό χαμηλό λόγω και της αμερικανικής ανεκτικότητας απέναντι στον Ερντογάν, παρατηρούν να γεννιέται ένα «νέο Ιράν». Η επιδείνωση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, όσο ο Ερντογάν ισχυροποιείται στην Τουρκία, δεν είναι πιθανό να σταματήσει. Από την άλλη πλευρά, η οποιαδήποτε παρέμβαση μπορεί να φέρει επικίνδυνες εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή.
Μία καλή λύση για τις ΗΠΑ θα είναι να στηρίξουν την Ελλάδα, το Ισραήλ και την Κύπρο, ώστε να προχωρήσουν σε περαιτέρω εμβάθυνση των σχέσεών τους, και στο αρχικό αυτό τριμερές σχήμα να συμμετέχουν σε διαφορετικό βαθμό και άλλοι κρίσιμοι παράγοντες, όπως είναι η Αίγυπτος και η Ιορδανία.
Το τέλος του φοβικού συνδρόμου για την Ελλάδα
Γίναμε μάρτυρες της τουρκικής πραγματικότητας αλλά, σε αρκετές περιπτώσεις, και της τουρκικής ετοιμότητας –η οποία δεν διεκδικεί αριστείο–σε περίπτωση κρίσης σαν αυτή του αποτυχημένου πραξικοπήματος. Η κατάσταση στην Τουρκία αναφορικά με τις μειονότητες και τα ευρέα κοινωνικά ζητήματα θα γίνεται ολοένα και πιο καταθλιπτική.
Η Ελλάδα έχει ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή και ταυτόχρονα δεν είναι χώρα που προκαλεί την εχθρότητα και την δυσπιστία. Η νατοϊκή «αλυσσίδα» του Αιγαίου μόνον ως τέτοια δεν μπορεί πλέον να χαρακτηρίζεται με την τουρκική πολιτική συμπεριφορά. Με την διεθνή νομιμότητα αλλά και με όλα τα εργαλεία που ασκείται μία σύγχρονη εξωτερική πολιτική, η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει να επενδύει σε αυτόν τον –αρχικά– τριμερή άξονα σταθερότητας, όπως τον χαρακτηρίζουν όλο και περισσότερες φωνές στις ΗΠΑ, και να επαναπροσδιορίσει υπέρ της τις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις.
Η γεωστρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας (και της Κύπρου) μπορεί να αγγίξει βαθμό που λίγα χρόνια πριν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ουτοπικός, αρκεί να επενδύσουμε πολιτικά στην ίδια μας την γειτονιά και να εντάξουμε τις διμερείς διαφορές μας με την Τουρκία σε περιφερειακό πλαίσιο σε ένα momentum όπου η Τουρκία θεωρείται ένας αδιάλλακτος δρων.
* Υποψήφιος διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων, αναλυτής στο Russian International Affairs Council