Διάσωση της χώρας: Η κοινή ευθύνη αποτελεί προϋπόθεση για την επίτευξη του «κοινού καλού»

της Κωνσταντινας Γογγάκη*

Η συνεργασία μεταξύ πολιτικών και πολιτών για την επίτευξη του «κοινού καλού» είναι μια αξία βαθιά εδραιωμένη στη συνείδηση του αρχαίου κόσμου. Το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. και προπάντων ο 7ος είναι για την αρχαία Ελλάδα η εποχή των μεγάλων καινοτομιών, που αποβλέπουν στο κοινό καλό (ξυνόν εσθλόν, Τυρταίος, Απόσπ. 9D-12W, 15).

Tο νέο ιδανικό που προβάλλεται στην πόλη-κράτος υποστηρίζει ότι όλοι οι πολίτες είναι εξίσου υπεύθυνοι για την ευημερία και την πρόοδό της. Για τον Περικλή (Θουκυδίδης, 2. 60) είναι προτιμότερο να ευπραγεί η πόλη στο σύνολό της, επειδή έτσι μπορεί να βοηθήσει κάθε πολίτη στις δύσκολες στιγμές. Αν, αντιθέτως, οι πολίτες ευπραγούν αλλά η πόλη καταρρεύσει, τότε και ο πολίτης συμπαρασύρεται στην απώλεια μαζί με την πόλη. Ο Πλάτων, εξάλλου, υποστηρίζει ότι σκοπός της ιδεώδους πολιτείας δεν είναι η ευδαιμονία μιας ομάδας (γένος), αλλά της πόλης ολόκληρης, εννοώντας το σύνολο των πολιτών (Πολιτεία 466 a, 519 e-520 a), και ότι  ευδαιμονία δεν είναι η προσωπική επιτυχία στη ζωή, αλλά η συναίσθηση ότι με τις ενέργειές του καθένας καθιστά τους άλλους ευδαίμονες. Κι ο Αριστοτέλης, επίσης, επισημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ευδαιμονία μέσα στο κράτος χωρίς την προσωπική ευδαιμονία του κάθε πολίτη.

Έκτοτε η χρυσή βάση σ’ όλες τι μεγάλες στιγμές της πολιτικής θεωρίας και πράξης των αρχαίων Ελλήνων είναι πώς ο πολίτης και η πόλη θα προοδεύσουν φτάνοντας από κοινού στην ευδαιμονία και στην αρετή (Λυκούργος κατά Πλούταρχο), και πώς ο ένας πολίτης δια του άλλου θα γίνει δίκαιος, τέλειος (Πλάτων). Σκοπός της ευνομούμενης πολιτείας και της πολιτικής της είναι, επομένως, η ανάδειξη και αξιοποίηση της δημιουργικής πλευράς των ανθρώπων, προς το κοινό συμφέρον. Η ελληνική ιστορία έδειξε ότι το κοινό καλό αποτελεί το ενοποιητικό στοιχείο στην πολιτεία, έκφραση του οποίου είναι οι νόμοι που εξασφαλίζουν συμμετοχή και δίκαιη μερίδα στον κοινό πλούτο. Η ευδοκίμηση του ανθρώπου, επομένως και η οικονομική του επιτυχία, πραγματοποιείται με τη συμμόρφωσή του στον κοινό λόγο, καθώς η λογική εναρμόνιση του ατομικού και του κοινού συμφέροντος ενοποιεί την πολιτεία και τους πολίτες. Ο εθισμός πολιτών και πολιτικών στον καθολικό ορθολογισμό, στην έλλογη συνεργασία όλων και στο ξεπέρασμα των αντιθέσεων ανάμεσα στην ατομική συμπεριφορά και στην κοινή λογική (concidentia opposi torum), είναι ουσιαστικά και υποδομή της οικονομικής σκέψης.

Η εμπειρία της αποτελεσματικότητας του κοινού καλού θα θεωρούσε κανείς πως είναι πλέον εμπεδωμένη κληρονομιά, και ότι ως  παραδοσιακή αξία θα ισχύει και στη σύγχρονη Ελλάδα. Κι όμως, σήμερα ένα από τα δισεπίλυτα προβλήματα της πολιτικής φιλοσοφίας είναι η ορθή αναλογία ανάμεσα στην ευδαιμονία του ατόμου και στην ευπραγία του κοινωνικού συνόλου. Ειδικά στην Ελλάδα τα πράγματα είναι ακόμη πιο πολύπλοκα. Αν και ο σύγχρονος ελληνικός λαός δεν αποτελεί παρά τη συνέχεια του αρχαιοελληνικού κόσμου, ωστόσο, υπάρχει πλήρης αντιστροφή της συγκεκριμένης κοινωνικής αντίληψης. Όχι το κοινό καλό, αλλά το ατομικό καλό προέχει. Αντιθέτως, το εθνικό όφελος έρχεται τελευταίο, ύστερα από το ατομικό, το οικογενειακό, το κομματικό, το συνδικαλιστικό, το συντεχνιακό. Οι πολιτικοί επικαλούνται την προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο, αλλά αποσυνδέουν τις ενέργειές τους από ηθικά κριτήρια όταν είναι να ευνοήσουν τους εαυτούς τους ή το μικροαστικό τους συμφέρον. Οι πολίτες ενδιαφέρονται μονομερώς για το δικό τους προσωπικό βόλεμα ή των οικείων τους. Τα κόμματα επιδίδονται στις αλληλο-ύβρεις και στην επίρριψη ευθυνών σ’ όλους τους άλλους εκτός απ’ τους εαυτούς τους, και, ξεπερασμένα, μένουν ουσιαστικά πίσω από τις εξελίξεις. Κάποια, μάλιστα, από αυτά, επιθυμώντας τον πλήρη έλεγχο της κομματικής τους βάσης, δρουν απομονωμένα, λες κι οι άλλοι έχουν ένα είδος λέπρας που μπορεί να μιάνει τη δική τους άμεμπτη οπτική. Ο πολιτικός λόγος έχει γίνει βερμπαλιστικός, ψευτοηθικός, ανεδαφικός. Ο πολίτης μένει παθητικός, απολίτικος, αποστασιοποιημένος. Δυο κόσμοι νοσηροί, μέσα σε ένα πολιτικό περιβάλλον εχθρικό, ανεπαρκές, ιδιοτελές, που δεν συσπειρώνει τους πολίτες, αλλά τους απομακρύνει, επιδιώκοντας τη χειραγώγηση και τον δογματισμό  τους. Τα κόμματα μετρούν μόνο τα ποσοστά τους, για μια εναλλαγή εξουσίας στερεότυπη, χωρίς προοπτική, χωρίς ουσία.

Και όμως. Υπάρχουν παραδείγματα από τις σύγχρονες χώρες του Βορρά και από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, ή ακόμη περισσότερο από τη «δική» μας Κύπρο. Η πολιτική εκεί δεν έχει αυτο-υπονομευθεί, ενώ η σχέση πολιτικής και πολιτών είναι σχέση εμπιστοσύνης. Τα κόμματα συνεργάζονται, εστιαζόμενα στο κοινό πρόβλημα, για την κοινωνικά συμφέρουσα λύση. Ξεπερνούν τις αντιθέσεις, δεν προκαλούν με ψηφοθηρικής σκοπιμότητας μεγαλοστομίες και με ύβρεις, αλλά ενώνουν τις δυνάμεις τους με γνώμονα την κοινή λογική και το δημόσιο συμφέρον. Σέβονται την προσωπικότητα του άλλου κι ο αντιπολιτευόμενος δεν είναι εχθρός αλλά μέλος της ίδιας πολιτείας. Και, αναζητούν μαζί αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες εφήρμοσαν, αλλά οι νεοέλληνες απαξιώνουν.

Η εκ μέρους των πολιτικών φορέων αναζήτηση του γενικού καλού είναι, ωστόσο, απολύτως απαραίτητη στη σημερινή Ελλάδα. Δεν αναφέρεται κανείς, βεβαίως, στην ιδανική θεώρηση του Πλάτωνα για αρμονική ένωση των πολιτών, για σώφρονες πολιτικούς-νομοθέτες και για επίτευξη της ευημερίας ή και της ευτυχίας. Ούτε και υπάρχει κανείς που παραγνωρίζει την ανύπαρκτη νοοτροπία συνεργασίας, και την απληστία όλων ως προς τη νομή της εξουσίας. Αλλά αναφέρεται στην αναγκαιότητα ανάληψης της κοινής ευθύνης, που αποτελεί προϋπόθεση για τον αυτονόητο και στοιχειώδη στόχο, που είναι η διάσωση της χώρας!

Ας σταματήσει η ανόητη αντιδικία. Κι ας ψάξουν για τις μεταξύ τους διαφορές μετά...

 

*Η Κωνσταντινα Γογγάκη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Εισαγωγής στη Φιλοσοφία και Φιλοσοφίας Αθλητισμού, στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

ΑΠΟ: pronews.gr

 

Διαβάστε επίσης