Ο Ματτέο Ρέντζι δεν τον πολυπάει. Όσο αμόλαγε τις αντιγερμανικές μπαρούφες, τον βόλευε τον Ιταλό πρωθυπουργό –ο οποίος, βέβαια, από πλευράς πολιτικής κουλτούρας και γενικής μορφώσεως απέχει αισθητά από τον δικό μας πρώην καταληψία, που είναι ζήτημα αν έχει διαβάσει πάνω από δέκα βιβλία στην ζωή του.
Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, πόλη-φάρο του πολιτισμού, όπου και γεννήθηκε το 1975, ο σημερινός Ιταλός πρωθυπουργός δεν εμπιστεύεται τον Αλέξη Τσίπρα. Θεωρεί δε ότι η πολιτική τακτική του βλάπτει σοβαρά την Ιταλία, για την οποία ο Ματτέο Ρέντζι έχει άλλα οράματα, διαμετρικά αντίθετα από τα αντίστοιχα του δικού μας για την Ελλάδα. Στην σημερινή Ευρώπη, όμως, ο Ιταλός υπέρμαχος του «τρίτου δρόμου» τον Αλέξη Τσίπρα τον έχει ανάγκη. Γι αυτό και πιέζει τον Τζιάννι Πιτέλλα, επικεφαλής της Σοσιαλιστικής Ομάδας του Ευρωκοινοβουλίου, να στηρίζει –υπό όρους– την έστω και άτυπη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωπαϊκή κεντροαριστερά.
Το ίδιο επιδιώκει και ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, για λόγους όμως που έχουν και βαθύτερη οικονομική σημασία. Ο Γάλλος πρόεδρος και η Γερμανίδα καγκελλάριος έχουν από καιρό πεισθεί ότι στην Ελλάδα τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει. Έτσι, στην παρούσα φάση της πολύπλευρης κρίσης που αντιμετωπίζει η ΕΕ, με δεδομένη την αδυναμία της αντιπολιτεύσεως να κυβερνήσει, κατέληξαν ότι είναι προτιμότερο η Ελλάδα να οριοθετηθεί ως «χώρος άτυπου ειδικού καθεστώτος», ήτοι ως «ειδική περίπτωση», έως ότου η Ευρώπη μπορέσει να βρει έγκυρες απαντήσεις στα σοβαρά της προβλήματα –τα οποία έτσι κι αλλιώς αφήνουν αδιάφορο τον εξουσιολάγνο Αλέξη Τσίπρα.
Το μόνο που απασχολεί τον Έλληνα πρωθυπουργό και τους δυο-τρεις ανθρώπους που τον περιβάλλουν είναι η παραμονή στην εξουσία, έναντι τιμήματος που καθορίζεται από τις εξελίξεις.
Όπως μάς είπε και ο καθηγητής Παν. Ιωακειμίδης, που συμμετέχει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι από μέσα, μετά από έξι χρόνια μνημόνια, «κουρέματα» και αδιάκοπα πήγαινε-έλα, στην ουσία η ΕΕ έχει παύσει να ενδιαφέρεται για μεταρρυθμίσεις και άλλα παρόμοια στην χώρα μας. Έτσι, τον τελευταίο καιρό κλείνει αυτιά και μάτια σε όσα δυσάρεστα γεγονότα συμβαίνουν εδώ, με τον εξευρωπαϊσμό να αποτελεί πλέον καλαμπούρι ολκής. Όταν γελοίοι βουλευτές και άλλοι τινες ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα έσωσε το ΔΝΤ και την ΕΕ από την καταστροφή, αυτό σημαίνει ότι η παράκρουση έπιασε ταβάνι.
Από την άλλη πλευρά, στο προσφυγικό/μεταναστευτικό η Ελλάδα έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση «ειδικού καθεστώτος», επισημαίνει ο Παν. Ιωακειμίδης, με την Τουρκία να παίζει πρώτο ρόλο στην περιοχή μας. «Η τελευταία συμφωνία ουσιαστικά έβγαλε την Ελλάδα από τον πυρήνα της ΕΕ και την ομαδοποίησε με την Τουρκία ως ειδικό πεδίο δράσης. Το ότι η κυβέρνηση αποδέχθηκε τόσο ανέμελα και χωρίς πρόσθετες εγγυήσεις το καθεστώς αυτό, ερμηνεύει και την στήριξη πολλών Ευρωπαίων. Δεν ξέρω αν κάποιος άλλος ηγέτης, αντί του Τσίπρα, θα δεχόταν τόσο εύκολα η Ελλάδα να διολισθήσει σε χώρα ειδικού καθεστώτος. Στο πλαίσιο του ειδικού αυτού καθεστώτος, όμως, το βασικό που ενδιαφέρει την Ευρώπη είναι να εκπληρωθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του μνημονίου και η ανακοπή της ροής των προσφύγων. Και η κυβέρνηση Τσίπρα προσφέρει αυτά, με αντάλλαγμα την στήριξη για την παραμονή της στην εξουσία», τονίζει ο καθηγητής Παν. Ιωακειμίδης, φέρνοντας στο προσκήνιο και το δραματικό πρόβλημα της χώρας.
Από αυτά που προηγούνται μάλλον προκύπτει ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα βρει τρόπο να «πουλήσει» στο κόμμα του και στους ιθαγενείς νέα φύκια για μεταξωτές κορδέλλες. Στην συνέχεια, θα προχωρήσει σε ριζικό ανασχηματισμό, ικανό να βοηθήσει την πορεία του προς την κεντροαριστερά. Παράλληλα, όμως, το κόμμα του θα γίνει όσο ποτέ άλλοτε προσωποπαγές.
Την ίδια στιγμή, με την βοήθεια της οικογένειας του Νίκου Παππά, το Μαξίμου θα έχει τον πρώτο λόγο στο επενδυτικό γίγνεσθαι της χώρας –γι αυτό και είναι ήδη πλαισιωμένο από ικανούς οικονομολόγους χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες. Αν καταφέρει δε να πάρει και λίγο χρήμα από τον Πούτιν, τότε το σοβαρότερο πρόβλημα που θα έχει ο Αλέξης Τσίπρας θα είναι αυτό των σχέσεών του με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Έως σήμερα, με τους πραιτωριανούς του, τα επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό και η νίκη του στις τελευταίες εκλογές οφείλεται στη επιρροή αυτή. Πλην όμως το κλίμα τώρα αλλάζει και, όσο πέφτει η δημοτικότητά του, ο πρωθυπουργός θα έχει πρόβλημα.
Τί θα κάνει, λοιπόν; Πώς θα μπορέσει να κρατήσει κοντά του το κρατικοδίαιτο ΠΑΣΟΚ που τον έφερε στην εξουσία; Τί θα προσφέρει στην κοινοβουλευτική του ομάδα, πέρα από οδυνηρή φθορά εξουσίας; Αυτά και άλλα ερωτήματα κάνουν το μέλλον της χώρας άδηλο και, βέβαια, υπονομεύουν κάθε προσπάθεια εξόδου από την κρίση της. Μία κρίση που δεν είναι πλέον τόσο οικονομική, όσο βαθύτατα πολιτική, πολιτιστική και σε μεγάλο βαθμό ιδεολογική. Αυτές οι τρεις διαστάσεις την κάνουν και εξαιρετικά επικίνδυνη, γιατί στην ουσία εμποδίζουν την ανάπτυξη της καθαρής και ορθολογικής σκέψης που είναι το όχημα για την λήψη και υλοποίηση αποτελεσματικών αποφάσεων –αυτές ακριβώς που ο Αλέξης Τσίπρας δεν θέλει επ’ ουδενί.
Για μιαν ακόμη φορά, η εξουσιολαγνεία οδηγεί την χώρα σε κατάσταση αβεβαιότητας και σε πρωτοφανή φθορά των πιο παραγωγικών και ζωτικών δυνάμεών της. Έως πότε;
Επίσης, έως πότε η κοινωνία των πολιτών –κύριο θύμα της ελληνικής παθογένειας– θα αποδέχεται την απομείωση του βιοτικού της επιπέδου και την ακύρωση των προοπτικών της; Ποιες είναι τελικά οι αντιστάσεις του εγχώριου μιθριδατισμού, που ακόμα ανέχεται εμπαιγμούς και βαθύτατες ρηγματώσεις που αποδομούν εθνικές δυνατότητες; Τελικά, καλοί είναι οι «βάρβαροι» του εξωτερικού, αλλά «μέσα» τί γίνεται;…