Αν «ο κόσμος έρχεται ανάποδα τις Αποκριές», κάτι παρόμοιο παρατηρείται και με τα ελληνικά καρναβάλια.
Στις αρχές του προηγούμενο αιώνα διαβάζουμε ότι την τελευταία αποκριάτικη Κυριακή στην Πάτρα «εις την κεντρικήν οδόν Μαιζώνος κόσμος πολύς συνωθείτο αλληλοκτυπούμενος με κομφετί και σερπαντέν. Οι εξώσται των πέριξ οικιών κατάμεστοι... Μασκαράται, όμως, ολίγαι. Αμαξιδρομίαι ελάχισται...».
Το καρναβαλικό επίκεντρο βρίσκεται στην Αθήνα. Οι Πατρινοί είναι... παραπονούμενοι: «Πού ο αποκριάτικος αλλαλαγμός των Αθηνών; Πού ο γενικός εκείνος χαρτοπόλεμος; Πού η ζωηρότης και το ενεργόν μέρος του ωραίου φύλου; Πού η κοινωνική ισοπέδωσις και ο δημοκρατικός ο ακράτως λαϊκός χαρακτήρ των Αθηνών;».
Αλλά τις ίδιες μέρες, από τις περιγραφές του αθηναϊκού Καρνάβαλου διαφαίνεται ότι και στην πρωτεύουσα ζητούμενα ήταν ακριβώς εκείνα που φαντάζονται ως πραγματικότητα στην Αθήνα οι Πατρινοί.
Ακριβώς όταν οι τελευταίοι «ζηλεύουν» τους πρωτευουσιάνους (Απόκριες του 1906) οι Αθηναίοι εγκαταλείπουν απογοητευμένοι τον δικό τους Καρνάβαλο:
«Οι δημοσιογράφοι που παρακολουθούσαν την παρέλαση «αφήσαντες τας θέσεις των», μετά το τέλος της παρέλασης, «εσήκωσαν τους γιακάδες των εις ένδειξιν της... κρυάδας των Απόκρεω. Εβαλον τα μαντήλια των διά να σφογγίσουν τα δάκρυά των επί τω σταργγαλισμώ του πτωχού Καρναβάλλου».
Το αξιοσημείωτο ήταν ότι ο «ακράτως λαϊκός χαρακτήρ» άρχισε με το τέλος του Καρνάβαλου στο κέντρο της Αθήνας. Το «Κομιτάτο» (επιτροπή που διοργάνωνε τις εκδηλώσεις και βράβευε τα αποκριάτικα άρματα) έγινε στόχος αποδοκιμασιών με μαξιλάρια. Κι έτσι άρχισε ο «μαξιλαροπόλεμος» με ό,τι πρόχειρο υπήρχε και «καπέλα κυριών κατεστράφησαν, ομβρέλλαι χρησιμεύσασαι ως ασπίδες διερράγησαν και κεφάλια εδέχθησαν βολάς...».
Το περίεργο είναι ότι πάλι τις ίδιες μέρες, αν πιστέψουμε τις ανταποκρίσεις του αθηναϊκού Τύπου, τα πιο πλούσια λαϊκά καρναβαλικά δρώμενα εξελίσσονται σε άλλες πόλεις. Με πρώτες το Ναύπλιο και τη Λάρισα!
Εξήντα χρόνια αργότερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο απ' ό,τι στις αρχές του αιώνα. Το οργανωμένο αθηναϊκό καρναβάλι αποτελεί προ πολλού παρελθόν. Το κέντρο των Απόκρεω είναι περιορισμένο στην Πλάκα, όπου συρρέουν από την Τσικνοπέμπτη εκατοντάδες χιλιάδες.
Τα πλακιώτικα στέκια
Το 1966 διακόσιες χιλιάδες Αθηναίοι φεύγουν το (τελευταίο) Σαββατοκύριακο, που γίνεται τριήμερο λόγω της Καθαράς Δευτέρας, για τις πόλεις που οργανώνουν Καρναβάλι. Δεν έχουν «την τύχη ν' απολαύσουν το δικό τους και παίρνουν τους δρόμους». Οι μισοί περίπου κατευθύνονται στην Πάτρα. Τετρακόσιες εκδρομές διοργανώνονται προς την Κέρκυρα, τον Ορχομενό, τη Ζάκυνθο, την Τρίπολη, την Αλεξανδρούπολη, τη Θήβα, την Κρήτη...
Ατύχησαν όσοι διάλεξαν την Κέρκυρα. Εκεί λόγω έλλειψης χρημάτων ο Καρνάβαλος δεν βγήκε στους δρόμους. Επαγγελματοβιοτέχνες της Πλάκας και αθηναϊκοί σύλλογοι θέτουν ως στόχο και διεκδικούν να αναλάβει ο Εθνικός Οργανισμός Τουρισμού «την οργάνωσι Καρναβαλιού στην Αθήνα». Αυτό «θα μπορούσε να γίνει το επίκεντρο ενός χειμερινού φεστιβάλ. Εχουμε όλες τις δυνατότητες να συναγωνιστούμε ακόμη και τη Νίκαια, δίνοντας ένα τοπικό χρώμα δικό μας».
Παρόμοιες προτάσεις-ευχές διατυπώνονται από τα τέλη ακόμη του 19ου αιώνα: «Το Καρναβάλι των Αθηνών δύναται να γίνη ονομαστόν εις την Ανατολήν και να προσελκύη δεκάδας χιλιάδας ξένων και επαρχιωτών η πόλις μας κατά τας ημέρας ταύτας...».
Ούτε τότε «ηδυνήθη» ούτε αργότερα. Το υποκατέστησε η Πλάκα, απ' όπου δεν έλειπε το παραδοσιακό γαϊτανάκι και η γκαμήλα -σήματα κατατεθέντα των παλιών αθηναϊκών Απόκρεω.
Προς το παρόν αυτό που επιτυγχάνεται είναι να αρθούν περιορισμοί για τη λειτουργία των κέντρων διασκέδασης. Τα πλακιώτικα στέκια «θα παραμένουν ανοικτά, λόγω των Αποκρεών, καθ' όλην την νύκτα».
Η Πάτρα ήταν ήδη ασυναγώνιστη. Γι' αυτό και οι προτάσεις πριν από μισό αιώνα συνοδεύονται από τη διευκρίνιση το αθηναϊκό καρναβάλι να γίνεται «σε διαφορετικές ημέρες από τις καθεαυτό ημέρες του εορτασμού των Πατρών».
Στην πρωτεύουσα της Αχαΐας και των «αποκριάτικων ελληνικών εκδηλώσεων» εκείνη τη χρονιά το καρναβάλι θεωρήθηκε «μεγαλειώδες». Εμπλουτίστηκε με το εισαγόμενο «κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού» με αυτοκίνητα. Σύμφωνα με τους ιστορικούς του θεσμού, η ιδέα υπήρξε σημαντική για την πορεία του. Αν και η εξέλιξη δεν έγινε απ' όλους θετικά δεκτή, καθιερώθηκε και συστηματοποιήθηκε τα επόμενα χρόνια.
Για την ιστορία και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο αριθμός των επισκεπτών στην Πάτρα το τελευταίο διήμερο της Αποκριάς έφτασε στις 135.000. Απ' αυτούς οι αλλοδαποί υπολογίστηκαν σε 2.000.
Πριν από μισό αιώνα
Αναζητείται ελληνική ταυτότητα στα δρώμενα
Ενώ οι Αθηναίοι πριν από μισό αιώνα τρέχουν έξω από την πρωτεύουσα στα καρναβάλια της Πάτρας και των άλλων πόλεων, υπάρχει διάχυτος προβληματισμός για το παρόν και το μέλλον των αποκριάτικων εκδηλώσεων, όπου αυτές έχουν στοιχειωδώς οργανωμένο χαρακτήρα και υπάρχει παρέλαση Καρνάβαλου. Μαζί με μια τάση προς μια «ομογενοποίηση» και «τουριστικοποίηση». Ο ΕΟΤ «ψάχνεται». Επισήμως «ερευνά αν και κατά πόσον θα μπορούσε το περιεχόμενο του Καρνάβαλου να αποκτήση περισσότερον ελληνικό χαρακτήρα, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την προσέλευση περισσοτέρων ξένων».
Ενώ ο προβληματισμός είναι γόνιμος, ο πρώτος και κύριος στόχος (προσέλευση αλλοδαπών) είναι προβληματικός. Τείνει προς την κατεύθυνση της μίμησης γνωστών ξένων καρναβαλιών, αν και αυτό μοιάζει ανέφικτο και ελλοχεύει ο κίνδυνος της παρωδίας. Παρ' όλα αυτά εκδηλώνονται προσπάθειες για την εξεύρεση «χρυσών τομών». Στο ένα σκέλος αυτής της προσπάθειας επιχειρείται προώθηση, εκλαΐκευση και τεκμηρίωση της συνέχειας των αποκριάτικων εθίμων.
Σύνδεση με τη λατρεία του Διονύσου
Ετσι, ο ΕΟΤ αναθέτει στον Κ. Ρωμαίο να μελετήσει τη σύνδεση των σύγχρονων λαϊκών εκδηλώσεων με τα διονυσιακά δρώμενα στην αρχαία Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον γνωστό λαογράφο, «ο παραδοσιακός γιορτασμός σύμφωνα με τα ελληνικά παραδοσιακά στοιχεία δεν είναι μόνο μια μίμηση ξένων επινοήσεων ή επιδράσεων, αλλά ένας εορτασμός σύμφωνα με τη φυσιογνωμία που έχουν δώσει οι περασμένοι αιώνες...».
Απαριθμούνται μια σειρά έθιμα σε διάφορες περιοχές της χώρας -από τη Θράκη και τη Μακεδονία ως την Κεντρική Ελλάδα, τα νησιά και την Πελοπόννησο-, που συνδέονται με τη λατρεία του Διονύσου: «Ο ελληνικός θεός της βλαστήσεως ήταν ο Διόνυσος, η λατρεία του οποίου ήταν διαδεδομένη σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Από την ίδια τη λατρεία αυτή και τ' Ανθεστήρια (αρχαιοελληνικές τελετές για τη διαδοχή του χειμώνα από την άνοιξη) κατάγονται τα σημερινά ελληνικά έθιμα του Καρνάβαλου».
Μια «χρυσή τομή» θα βρεθεί στην Ξάνθη. Οι ξακουστές σήμερα καρναβαλικές εκδηλώσεις εκεί γεννιούνται ακριβώς εκείνη την εποχή. Οι πρώτες Αποκριάτικες Θρακικές Εκδηλώσεις, όπως ονομάζονταν αρχικώς, ξεκινούν το 1966. Στόχος των διοργανωτών είναι «η ανάδειξη και αναβίωση της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Θράκης, καθώς και η τόνωση της οικονομικής ζωής της περιοχής. Μια στολισμένη πόλη γλεντά, θυμάται, αναβιώνει, γνωρίζει, μαθαίνει...».
Κάπου 30.000 κινητοποιούνται από τότε στις Θρακικές Λαογραφικές Εορτές, όπως θα μετονομαστούν ύστερα από δύο χρόνια. Γίνονται καθ' όλα επιτυχημένα αποκριάτικα δρώμενα με τοπικό χρώμα. Ιδού πώς πολύ χαρακτηριστικά παρουσιάζονται τότε:
«Το καρναβάλι της Ξάνθης δεν είναι μασκαράτες, ούτε και υπάρχει δεύτερο στην Ελλάδα, έτσι όπως το ενεπνεύσθη μια ομάς Ξανθιωτών [πρόκειται για την Τοπική Επιτροπή Τουρισμού] οι οποίοι ξεκίνησαν με την πεποίθησιν ότι θα το καταστήσουν έναν θεσμό εις την Θράκη και εις την Μακεδονία. Είναι εορταστικαί εκδηλώσεις λαϊκαί που λαμβάνουν μέρος όχι μόνον άψυχα κινούμενα, δημιουργήματα της ζωγραφικής και της σημερινής νοοτροπίας ή μπογιατισμένες καρικατούρες... Είναι ένα λαϊκό πανηγύρι, ένα σύνολον λαογραφικών εκδηλώσεων μέσα στην εποχή της αποκρηάς και της διασκεδάσεως...».
Πρώτη το 1888
Πώς ξεκίνησαν οι παρελάσεις
Στην Αθήνα η πρώτη οργανωμένη παρέλαση αρμάτων και μεταμφιεσμένων περιγράφεται το 1888. Κάποιος από τους διοργανωτές (Αποκριάτικο Κομιτάτο) διηγείται: «...Η Αθηναϊκή αποκριά μέχρι τότε ευρίσκετο σε μεγάλη ξεπεσούρα. Απεφασίσαμεν λοιπόν μερικοί νέοι δημοσιογράφοι και έμποροι να συστήσωμεν αποκριάτικες παρελάσεις, όπως εγίνοντο εις την Βενετίαν, την Ρώμην και την Νίκαιαν ... Αι Αθήναι και ο Πειραιεύς είχαν από της μεσημβρίας τεθή εις κίνησιν. Αι συνοικίαι είχαν ερημωθή και ούτε η Κουτσή Μαρία έμεινε σπίτι της...».
Το παραδοσιακό γαϊτανάκι, η γκαμήλα και τα ρόπαλα προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση και έκτοτε καθιερώθηκαν. Από το 1899 εμφανίζεται και ο Καρνάβαλος.
Περνώντας από διάφορες φάσεις και διακοπές λόγω των πολέμων, θα σβήσει κατά τον Μεσοπόλεμο. Ως επίσημος θεσμός θα επιχειρηθεί να ξαναζωντανέψει τη δεκαετία του 1930 χωρίς επιτυχία. Μάλλον τη χαριστική βολή δέχεται από τη δικτατορία Μεταξά, όταν απαγορεύονται οι μάσκες. Καρναβάλι χωρίς μεταμφιέσεις, σκορδαλιά χωρίς σκόρδο, όπως έλεγαν. Τα επόμενα χρόνια η αναβίωση έρχεται και ξανάρχεται, αλλά οι Αθηναίοι θα περιοριστούν στους αποκριάτικους αυτοσχεδιασμούς. Ηδη η Πάτρα έχει αναδειχθεί σε πρωτεύουσα του Καρνάβαλου με την έναρξη της δεκαετίας του 1950. Οι ιστορικοί του θεσμού τοποθετούν τις ρίζες του τη δεκαετία του 1870. Τότε εμφανίζονται τα πρώτα καρναβαλικά άρματα, και στο καινούργιο Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων» αρχίζουν οι δημόσιοι αποκριάτικοι χοροί.
Φαίνεται ότι αποκτά δική του ταυτότητα τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, όταν παίρνει λαϊκό χαρακτήρα, και καθιερώνεται ο αβγοπόλεμος με κέρινα αβγά γεμάτα κομφετί (πρόδρομος του σοκολατοπόλεμου).
Ενώ ο αθηναϊκός Καρνάβαλος πεθαίνει, καταβάλλεται προσπάθεια τη δεκαετία του 1930 να επιβιώσει εκεί. Η απόπειρα ανακόπτεται από τον πόλεμο. Το 1940-1950 οι εκδηλώσεις αναγκαστικά σταματούν. Η αναβίωση του πατρινού καρναβαλιού τοποθετείται το 1951, με τους μουσικούς ομίλους του Ορφέα και της Πατραϊκής Μαντολινάτας να πρωτοστατούν στη διοργάνωσή του.
Πηγή: ethnos.gr