Θεωρούσα και συνεχίζω να θεωρώ, πως οι χαρακτηριζόμενοι ως πνευματικοί άνθρωποι, διαθέτουν ελεύθερο, δημοκρατικό πνεύμα και ισχυρή ικανότητα κριτικής.
Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα υπήρχαν πνευματικοί άνθρωποι , που απορρίπτουν τη σάτιρα, το χιούμορ και την καυστική ακόμη ειρωνεία , από τον πολιτικό τους λεξιλόγιο.
Δεν θα μπορούσα να υποπτευθώ καν, πως θα ένοιωθαν αποστροφή σε μια λέξη καθημερινής χρήσης που ευτυχώς η ατυχώς είναι κοινωνικά φορτισμένη ,και βεβαρημένη από τη βιωτή θιασωτών της.
Μ’ αυτή τη λέξη θέλησα να καταγράψω μια πραγματικότητα όπως αυτή μας υποχρέωσε να ασχοληθούμε όχι ακριβώς με τη λέξη καθ’ εαυτή, αλλά με τη συμπεριφορά αυτών που θέλουν συνειδητά να την υπηρετούν.
Ο καθένας μας έχει τις απόψεις του σε βασικά ζητήματα της ζωής και σε καμιά περίπτωση , δεν επιθυμεί να υπεισέλθει στα ενδότερα του ιδιωτικού βίου του άλλου.
Όμως κανένας, δεν έχει το δικαίωμα να αδιαφορεί η και να προσβάλει την δημόσια εικόνα και την αισθητική της κοινής μας ζωής, όπως αυτή καθημερινά εξελίσσεται και πραγματώνεται.
Είναι απλοϊκή η σκέψη να επαναλάβει κανείς, πως εκεί που τελειώνει η δική μου ελευθερία αρχίζει, η ελευθερία του πλησίον μου. Δεν μπορείς να βιώνεις ειρηνικά την ελευθερία σου και ο απέναντι να σε υποχρεώνει να υποφέρεις την ελευθεριότητά του.
Δυστυχώς στις μέρες μας πολλοί ομιλούν για νόμους που θέλουν να ρυθμίσουν τις σχέσεις μειοψηφιών και αφήνουν ανεξέλεγκτα να υποφέρουν οι πλειοψηφίες είτε με την ανυπαρξία νόμων είτε με νόμους που έχουν κάποιοι άλλοι ατιμωρητί ατονήσει η και στην πράξη καταργήσει.
Δεν έχω την αξίωση να υιοθετήσουν όλοι τις απόψεις μου. Προσωπικά όμως, είμαι θιασώτης της τακτικής να μην ανέχομαι τη καταδυνάστευση κανενός και όταν αυτή η ελευθερία ζωής περιορίζεται και φαλκιδεύεται.
Αποτελεί φυσιολογική μου αντίδραση να χρησιμοποιώ όλα εκείνα τα όπλα που μου παρέχει η παιδεία και το ήθος μου. Μεταξύ αυτών των όπλων αντίδρασης είναι και η σάτιρα, το χιούμορ, η καυστική ειρωνεία και κριτική, που σκοπό έχουν να επαναφέρουν κάποιον, στην τάξη.
Αυτού του είδους την κριτική θεωρώ απαραίτητη και αναγκαία, όταν μάλιστα απευθύνεται σε πολιτικά πρόσωπα ή σε πολιτικές πράξεις που έρχονται κόντρα στη φιλοσοφία της ζωής, στην κοινή από αιώνες παραδοχή των ηθών αξιών και των εθίμων μας.
Δέχθηκα απαρέσκεια και δυσμενή σχόλια για άρθρα μου που είδαν το φως της δημοσιότητας και για κείμενά μου που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο.
Θεωρώ και συνεχίζω να θεωρώ τη σάτιρα ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των πνευματικών ανθρώπων προκειμένου μέσα απ’ αυτή να επιχειρείται ο εμπαιγμός, προσώπων και καταστάσεων που αξίζει να αντιμετωπιστούν έτσι, με σκοπό τη βελτίωση συμπεριφορών, προσώπων , καταστάσεων και πολιτικών.
Μέσα από τη λεπτή ίσως κι’ ακόμη τη σκληρή ειρωνεία και την υπερβολή, είναι δυνατό πολλές φορές να επιτευχθεί το ποθούμενο.
Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, θεωρείται από πολλούς πως αναπτύχθηκε στην υγιέστερη μορφή της, λόγω της κοινωνικής σάτιρας της θεατρικής κωμωδίας και της αυστηρής κριτικής που ασκούσε ο μεγάλος σατιρικός δραματουργός -ποιητής Αριστοφάνης σε μια εποχή ειρήνης και άνθησης της Αθήνας, κατά την οποία κυριαρχούσε η προσωπικότητα του Περικλή.
Ένας νεώτερος σατιρικός ποιητής υπήρξε και ο Ανδρέας Λασκαράτος ένας, από τη φύση του, με σπινθηροβόλο πνεύμα, άνθρωπος, ιδιαίτερα ανήσυχος, έξυπνος και ετοιμόλογος. Υπήρξε έντονα σατιρικός και αμετακίνητος στις απόψεις του, παραδίδοντας έργα που έρχονται σε σύγκρουση με τις αντιλήψεις της εποχής του. Το γεγονός ότι δε δίσταζε να εκφράζει ελεύθερα και ανεπηρέαστα τις απόψεις του στηλιτεύοντας την υποκρισία, αποτέλεσε την κύρια αιτία για τη φυλάκιση, τους διωγμούς και τους αφορισμούς που υπέστη κυρίως από την εκκλησία αλλά και από τους διάφορους θιγόμενους της εποχής του.
Ένας ακόμη τρίτος υπήρξε ο Σουρής με πλούτο γνώσεων με συνέπεια κι εξαίρετος δημοσιογράφος της έμμετρης σάτιρας των γεγονότων της εποχής, Έγραψε και αρκετές έμμετρες κωμωδίες, οι οποίες καυτηρίαζαν τα κακώς κείμενα της εποχής.
Το έργο του χαρακτηριζόταν από την ποιητική του γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να βρίζει. Συχνά μάλιστα αυτοσαρκαζόταν.
Τι θα πούμε λοιπόν γ’ αυτούς τους πνευματικούς ανθρώπους που σατίριζαν στην εποχή τους πρόσωπα και πράγματα και χρησιμοποιούσαν λέξεις του λαού φορτισμένες και κοινωνικά βεβαρυμμένες που το άκουσμα τους δεν ήταν και τόσο ευχάριστο;