Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2024 κατέγραψε πλεόνασμα ύψους 11,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον αρχικό στόχο του. Ωστόσο, πίσω από αυτόν τον αριθμό κρύβονται μεγάλες ανισορροπίες. Το πλεόνασμα αυτό προέρχεται κυρίως από την υπερφορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολούμενων και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, καθώς και από την αύξηση των έμμεσων φόρων για όλους τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, οι οποίοι σήκωσαν δυσανάλογα το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Η επιτυχία σε επίπεδο αριθμών δεν μπορεί να κρύψει την πίεση που βιώνουν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και της πραγματικής οικονομίας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η κυβέρνηση προχώρησε στη χορήγηση ενός επιδόματος 250 ευρώ στους συνταξιούχους που θα το αποδίδει μία φορά τον χρόνο κάθε τέλος Νοέμβρη, ως μια προσπάθεια ανακούφισης απέναντι στο αυξημένο κόστος ζωής. Το ποσό αυτό αποδεικνύεται στην πράξη ανεπαρκές μπροστά στη ραγδαία αύξηση των τιμών σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες. Το κύμα ακρίβειας που σαρώνει την ελληνική αγορά εξανεμίζει άμεσα κάθε οικονομική ενίσχυση, αφήνοντας τους συνταξιούχους εκτεθειμένους απέναντι στη συνεχιζόμενη αύξηση του κόστους διαβίωσης, των λογαριασμών ρεύματος και τη μείωση του εισοδήματός τους από τους έμμεσους φόρους.
Η πρόσφατη μη καταβολή των συντάξεων το Πάσχα, σε συνδυασμό με τη μη χορήγηση οποιασδήποτε ενίσχυσης στους συνταξιούχους προκειμένου να κάνουν γιορτές, ανέδειξε με τον πλέον σαφή τρόπο τη φετινή χρονιά την ανάγκη για μια βαθύτερη, ουσιαστική πολιτική ενίσχυσης των εισοδημάτων τους. Η ύπαρξη του δημοσιονομικού χώρου που διαμορφώνεται πλέον με το υπερπλεόνασμα των 11,4 δισεκατομμυρίων ευρώ δημιουργεί νέες δυνατότητες και επιβάλλει νέες επιλογές. Είναι πλέον σαφές ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, επιτρέποντας σε όλους τους συνταξιούχους να λαμβάνουν τις αυξήσεις που δικαιούνται. Η προσωπική διαφορά, που λειτούργησε ως εργαλείο συγκράτησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης τα προηγούμενα χρόνια, δεν έχει πια λόγο ύπαρξης σε μια οικονομία που αναπτύσσεται.
Ταυτόχρονα, η επαναφορά της 13ης και της 14ης σύνταξης δεν μπορεί να θεωρείται πλέον αδύνατη. Αντιθέτως, πρέπει να αποτελέσει πολιτική προτεραιότητα, ως ένα ελάχιστο δείγμα κοινωνικής δικαιοσύνης και αναγνώρισης των θυσιών που υπέστησαν οι συνταξιούχοι την περίοδο της κρίσης. Η σταδιακή, έστω, αποκατάσταση αυτών των χαμένων εισοδημάτων θα ενισχύσει άμεσα την πραγματική οικονομία.
Παράλληλα, οι πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, που δοκιμάζονται σκληρότερα από την ακρίβεια λόγω χαμηλών εισοδημάτων, πρέπει να στηριχθούν μέσα από τη θεσμοθέτηση ενός νέου τύπου ΕΚΑΣ. Το νέο αυτό επίδομα θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια αξιοπρεπούς διαβίωσης, ώστε να διασφαλίζει επαρκές εισόδημα σε όσους το έχουν πραγματικά ανάγκη. Το ύψος της ενίσχυσης και τα κριτήρια χορήγησής της πρέπει να συνδέονται άμεσα με τα πραγματικά δεδομένα του κόστους ζωής, διαμορφώνοντας ένα αποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας για τους πιο αδύναμους.
Την ίδια στιγμή, η υπερφορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς διέξοδο. Η καθιέρωση μακροχρόνιων και ευνοϊκών ρυθμίσεων για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, σε συνδυασμό με τη φορολογική ελάφρυνση, αποτελεί αναγκαίο βήμα για να μπορέσουν οι μικρές επιχειρήσεις να διατηρηθούν ζωντανές.
Η σημερινή συγκυρία προσφέρει την ευκαιρία να μετατραπεί το λογιστικό επίτευγμα του πλεονάσματος σε ουσιαστικό κοινωνικό μέρισμα, να στηριχθούν οι συνταξιούχοι, να προστατευθεί η εργασία, να ενισχυθούν οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Η επιστροφή της ανάπτυξης πρέπει να αφορά όλη την κοινωνία, όχι μόνο τους δείκτες.