Από τη μια οι Γλύξμπουργκ, από την άλλη οι «κοινοί θνητοί»

της Αναστασίας Γιάμαλη, δημοσιογράφου

 

 

Οι υποθέσεις των Γλύξμπουργκ αφορούν την ελληνική κοινή γνώμη στο πλαίσιο του lifestyle αντίστοιχα ή λιγότερο απ’ όσο την αφορούν οι υποθέσεις των Ουίνδσορ ή των Γκριμάλντι ή και των Βουρβόνων. Το αίτημα των δέκα Γλύξμπουργκ να λάβουν την ελληνική ιθαγένεια, στο πλαίσιο των προβλέψεων του νόμου του 1994, δεν θα μπορούσε λοιπόν να αφήσει αδιάφορη την ελληνική κοινή γνώμη και λίγοι είναι εκείνοι που ασχολούνται με το γεγονός πως ο νόμος προβλέπει και υπογραφή των δέκα ότι σέβονται το Σύνταγμα και το πολίτευμα της χώρας και αναγνωρίζουν το δημοψήφισμα του 1974 που τους έδειξε την έξοδο.

Είναι λογικό να «τσιγκλάει» η επιλογή του επωνύμου Ντε Γκρες (της Ελλάδας) το οποίο παραπέμπει σε τίτλο ευγενείας κι ας το είχε επιλέξει κι ο θείος τους Μισέλ ο οποίος όμως ήδη από το 1965 για να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του στον θρόνο.

Το πρόβλημα με όλη αυτή την υπόθεση όπως ξεδιπλώνεται, είναι ότι για πολλοστή φορά αναδεικνύεται μια κοινωνία δύο ταχυτήτων. Για τους Γλύξμπουργκ τα πράγματα είναι απλά, για τους μετανάστες όμως που ζουν στη χώρα μας επί δεκαετίες, έχουν κάνει οικογένεια, έχουν φτιάξει τις ζωές, τα σπίτια τους, πληρώνουν τους φόρους τους, η απόκτηση της ιθαγένειας είναι Γολγοθάς και δεν αρκεί μια απλή επίσκεψη στο Ληξιαρχείο Αθηνών. Πρέπει να ξέρουν τι ήταν η Φεντερασιόν (μεγάλη πολυεθνική εργατική οργάνωση της πόλης της Θεσσαλονίκης, με ιδρυτή και ηγέτη τον σοσιαλιστή Αβραάμ Μπεναρόγια), πότε κατέκτησε η Ελλάδα τη κορυφή της Γιουροβίζιον, ποιοι πολέμησαν στη μάχη της Χαιρώνειας ( 338 π.Χ. μεταξύ του μακεδονικού βασιλείου και συνασπισμένων στρατευμάτων Αθήνας, Κορίνθου, Κέρκυρας, Λευκάδας, Μεγάρων κ.ο.κ) κι άλλα ενδιαφέροντα ερωτήματα εγκυκλοπαιδικού τύπου τα οποία βρίσκονται στην τράπεζα θεμάτων του υπουργείου Εσωτερικών, για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας.

Τα ερωτήματα αυτά απευθύνονται σε ανθρώπους που στην πλειοψηφία τους έμαθαν την ελληνική γλώσσα προφορικά, άλλωστε δεν υπήρχε ποτέ πρόβλεψη για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας σε μετανάστες στη χώρα μας. Έμαθαν μόνοι τους ελληνικά, την ώρα που άκουγαν από την εγχώρια ακροδεξιά ότι «δεν θέλουν να ενσωματωθούν» κι ενώ έκαναν στην πλειοψηφία τους βαριές και υπο-αμειβόμενες χειρωνακτικές δουλειές που κράτησαν όρθια την ελληνική οικονομία. Δουλειές από εκείνες που οι ντόπιοι δεν προτιμούσαν, για να ακούνε μετά ότι «μας παίρνουν τις δουλειές». Οι κατηγορίες των ερωτήσεων είναι τέσσερις (γεωγραφία, ιστορία, πολιτικοί θεσμοί, πολιτισμός) σαν τηλεπαιχνίδι γνώσεων, μόνο που εδώ αν χάσεις, δεν παίρνεις ιθαγένεια. Από το 2021 – επί υπουργίας Μάκη Βορίδη – ισχύει αυτό το πλαίσιο πολιτογράφησης το οποίο έχει και οικονομικό σκέλος με αναδρομική (!) ισχύ.

Αποτέλεσμα; Πολλοί και πολλές για απολύτως προφανείς λόγους (δουλειές με επισφαλή χαρακτήρα, μακρά περίοδο lockdown επί covid) παρουσίασαν μειωμένα εισοδήματα και άρα μένουν εκτός πολιτογράφησης.

Όμως γι’ αυτούς δεν συζητάμε. Σαν να μην τους αξίζει η ελληνικότητα. Σαν να πρέπει να παλέψουν γι’ αυτή.

Αν κάθε φορά που ανοίγουμε τη μεγάλη συζήτηση για την «πληγή» του δημογραφικού και τον «αφανισμό» των Ελλήνων κατανοήσουμε πόσο αναγκαίοι είναι οι μετανάστες για την αντιμετώπιση της, γιατί ακόμη κι αν ξεκινήσουμε αύριο να πολλαπλασιαζόμαστε σαν τα κουνέλια πάλι δεν θα λυθεί, ίσως να μην τιμωρούμε τους ανθρώπους αυτούς από ιδεοληψία. Στη Γερμανία η συζήτηση έχει ανοίξει κι υπάρχουν μελέτες όπως εκείνη του Bertelsmann Stiftung που εκτιμά ότι απαιτείται η είσοδος περίπου 288.000 εργαζομένων στη χώρα μέχρι το 2040 για να διατηρηθεί η ανάπτυξη στα αναγκαία επίπεδα.

Εδώ, νιώθουμε πιο άνετα να διαφωνούμε για τους Γλύξμπουργκ.