Στην Πράγα με τον κ. Κ.
Έμενα σε ένα ήσυχο ξενοδοχείο πίσω από το Εθνικό Μουσείο. Χάραζε η μέρα χτυπώντας τα δάχτυλα πάνω στα σπαρμένα ανοιχτόκαρδα σύννεφα τ’ ουρανού. Τράβηξα λίγο την κουρτίνα για καταλάβω τι γίνεται έξω κι αν μαζί με το λεπτό μπουφανάκι θα έπρεπε να βάλω και το πουλόβερ που κουβαλούσα μαζί μου γι αυτές τις ψυχρές πρωινές ώρες. Το είχα χρειαστεί και στο Ελσίνκι και στη Βαρσοβία τη δεύτερη μέρα και στο Βρότλαβ, έστω για μια δυο ώρες μέχρι να ξεφλουδίσω τις πρώτες ώρες του πρωινού. Είδα στο απέναντι κτήριο, τις δυο σημαίες μια της Τσεχίας και την άλλη, συμπαράσταση στον αγώνα της Ουκρανίας απέναντι στις ορδές του Πούτιν, ήσυχες, μισονυσταγμένες, ασάλευτες να κατοπτεύουν τις πλάκες του πεζοδρομίου.
-Ωραία σκέφτηκα αφού έχει άπνοια, η ψυχρούλα είναι αντιμετωπίσιμη από το μπουφάν και το γρήγορο πρωινό περπάτημα που ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω. Η Αναστασία αναδεύτηκε στο κρεβάτι κι εγώ βγήκα από το δωμάτιο γρήγορα, γρήγορα για να μην νιώθω υπεύθυνος για την τόσο πρωινή και αναίτια αφύπνισή της. Βγήκα στην οδό Ζίτνα ή κάπως έτσι τέλος πάντων και δεν ήξερα κατά πού να κάνω, να πάρω τον κατήφορο για την πλατεία Καρόλου και να φτάσω ίσα με το ποτάμι και να πάω στο κέντρο παραποτάμια ή να καβαλήσω τον μικρό ανηφορίσκο και να βρεθώ στη δεξιά πλευρά του μουσείου και στην ευρύχωρη Βέντσεσλας, η οποία δεν μπορούσε να αποφασίσει αν είναι πλατεία ή οδός.
Βάδιζα τη Βέντσεσλας σούρνωντας πίσω μου το απόφθεγμα του μεγάλου συγγραφέα «Μην μένεις σε μια πόλη λιγότερο από δυο μέρες θα την ξεχάσεις, μην μένεις σε μια πόλη περισσότερο από μια βδομάδα θα την ερωτευτείς». Εγώ όμως την Πράγα την είχα κιόλας ερωτευτεί και το μόνο που είχα προλάβει να δω, κι αυτό στα γρήγορα, ήταν ένα από τα σπίτια του Φράντζ Κάφκα το οποίο λειτουργεί πια σαν μουσείο στην αριστερή πλευρά του Μολδάβα, πριν τυλίξει η νύχτα τη Μάλα Στράνα, το λόφο του Πετρίν και το λαμπρό Κάστρο της.
Ο Φραντς Κάφκα (Franz Kafka, 3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924) γεννήθηκε στην Πράγα, που τότε αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και πρωτεύουσα της Βοημίας. Οι πρόγονοί του υπήρξαν Εβραίοι της υπαίθρου (Dorfjuden), από την αγροτική ενδοχώρα της Βοημίας. Ο παππούς του, Γιάκομπ Κάφκα, ήταν κρεοπώλης και ο πατέρας του, Χέρμαν, τέταρτο παιδί του Γιάκομπ, εξελίχθηκε σε έναν αυτοδημιούργητο, εύπορο έμπορο υφασμάτων. Το οικογενειακό όνομα Κάφκα θα πρέπει να επιλέχθηκε από τους μακρινούς προγόνους τους, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν αναγκάστηκαν από τη νομοθεσία να εγκαταλείψουν τα εβραϊκά πατρώνυμά τους. Στα τσέχικα, το όνομα (kavka) σημαίνει την κάργια, που αποτέλεσε και το έμβλημα που χρησιμοποιούσε ο Χέρμαν Κάφκα στις επαγγελματικές του επιστολές.
Η πόλη κειτόταν μπροστά μου σαν τεράστια τούρτα και δεν ήξερα από πού να την αρχίσω. η λαχτάρα μου με εμπόδιζε να αποφασίσω. Η απόφαση παίχτηκε στις λεπτομέρειες κι επειδή χθες έφτασα στο ξενοδοχείο από την Βέντσεσλας, στην οποία γίνονταν κάποια έργα, αποφάσισα επιστρέψω στον αχανή πεζόδρομο-πλατεία Βέντσεσλας.
Τι πληγή κι αυτά τα έργα! Νομίζω ότι όταν αποφασίζω να ταξιδέψω σε μια πόλη, το δημοτικό συμβούλιο θέλει να λύσει μαζεμένα τα προβλήματα της πόλης και βάζει μπροστά όλα τα έργα που εκκρεμούσαν από αιώνες και δεν πρόλαβε να λύσει ο άμοιρος ευεργέτης της πόλης ο Κάρολος ο Δ’.
Είχα σκαρφαλώσει, ξημερώματα δεν είχε φωτίσει καλά, καλά την οδό Zitna και έστριψα αριστερά, μαλακά κύλησα στη Mezibranská μέχρι το Εθνικό Μουσείο. Δυο άστεγοι κουλουριασμένοι κάτω από τον στύλο του ιδρύματος περίμεναν ή να ξημερώσει ή να γίνει έπαρση της σημαίας πάνω από τα κεφάλια τους ή τον Γκοντό να σκάει μύτη πίσω από το γωνιακό σούπερ μάρκετ. Αλλά στο γωνιακό σούπερ μάρκετ ήμουν εγώ, κι εγώ δεν είμαι ο Γκοντό ή μήπως είμαι κι επιτέλους ήρθα;
Έσουρα το κινητό και τράβηξα δυο μισοσκότεινες φωτογραφίες το Εθνικό Μουσείο υπό γωνία. Σε καμία δεν αποτυπώθηκαν οι δυο κλοσάρ. Στη θέση τους ξεπρόβαλε ένας μαύρος μπόγος γεμάτος συναισθηματικές ασάφειες και δακρύβρεχτες επικλήσεις. Άνοιξα το κινητό για να βρω πληροφορίες για το Μουσείο, με την άκρη του ματιού παρακολουθούσα τον μπόγο κάτω από τον ιστό. Το Εθνικό Μουσείο (Τσεχικά: Národní muzeum) είναι δημόσιο ίδρυμα αφιερωμένο στις φυσικές επιστήμες, την ιστορία, τον πολιτισμό και τον λαό της Τσεχικής Δημοκρατίας. Ιδρύθηκε το 1818 από τον Kašpar Maria Šternberg, με την ενεργή συμμετοχή του ιστορικού František Palacký. Το μουσείο διαθέτει σχεδόν 14 εκατομμύρια αντικείμενα από διάφορους τομείς, όπως η φυσική ιστορία, η ιστορία, οι τέχνες, η μουσική και η βιβλιοθηκονομία, τα οποία εκτίθενται σε δεκάδες κτίρια.
Η κεντρική αίθουσα του Εθνικού Μουσείου βρίσκεται στην πλατεία Wenceslas, στο κέντρο της Πράγας. Το κτίριο, το οποίο κατασκευάστηκε σε νεοαναγεννησιακό στιλ το 1891, υπέστη σημαντική ανακαίνιση από το 2011 έως το 2018, με αφορμή την εκατονταετηρίδα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Τσεχίας και της Τσεχοσλοβακίας. Λόγω της επιβλητικής του παρουσίας στην πιο πολυσύχναστη διασταύρωση της Πράγας, το Εθνικό Μουσείο κατέχει εξέχουσα εθνική σημασία και συχνά λειτουργεί ως κεντρικό σημείο για διαμαρτυρίες, συγκεντρώσεις και δημόσιες εκδηλώσεις.
Η επίσημη γλώσσα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, τα Γερμανικά, ήταν η μητρική γλώσσα του Κάφκα. Διέθετε παράλληλα ευχέρεια και στην τσεχική γλώσσα, αλλά προτιμούσε να γράφει στα Γερμανικά λόγω του ενδιαφέροντος που είχε στη γερμανική κουλτούρα.
Ο Φραντς Κάφκα αποτελεί μια υψηλή κορυφή στο λογοτεχνικό τοπίο του 20ού αιώνα, με τα έργα του να αφήνουν βαθύ αποτύπωμα στη συλλογική συνείδηση των αναγνωστών σε όλο τον πλανήτη. Η γραφή του Κάφκα, διαποτισμένη από μια αίσθηση αποξένωσης και παραλογισμού, συχνά αψηφά την εύκολη κατηγοριοποίηση. Τα έργα του διασχίζουν τα όρια του ρεαλισμού και του σουρεαλισμού, βυθίζοντας τους αναγνώστες σε εφιαλτικά τοπία όπου τα όρια μεταξύ του λογικού και του παράλογου θολώνουν. Κεντρική θέση στο λογοτεχνικό σύμπαν του Κάφκα κατέχει η διερεύνηση της πάλης του ατόμου ενάντια σε απρόσωπες και ακατανόητες δυνάμεις, ένα θέμα που συντονίζεται με τις υπαρξιακές ανησυχίες της σύγχρονης εποχής.
Γεννημένος σε μια γερμανόφωνη εβραϊκή οικογένεια στην Πράγα, η ζωή του Κάφκα ήταν διαποτισμένη από την πολυπλοκότητα της ταυτότητας, της γλώσσας και της υπαρξιακής αγωνίας, θέματα που θα διαπερνούσαν το λογοτεχνικό του έργο και θα τον καθιστούσαν ανεξίτηλη εικόνα της μοντερνιστικής λογοτεχνίας.
Είχα φτάσει μπροστά στο άγαλμα του Αγίου Βέντεσλαο Α', έψαξα λίγες πληροφορίες για την πλούσια σύνθεση που βρισκόταν εμπρός μου. Ο έφιππος άγιος φιλοτεχνήθηκε από τον Josef Václav Myslbek και η εικόνα του Wenceslas συνοδεύεται από άλλους Τσέχους πολιούχους αγίους λαξευμένους στην περίτεχνη βάση του αγάλματος: την Αγία Λουντμίλα , την Αγία Αγνή της Βοημίας, τον Άγιο Προκόπ και τον Άγιο Αδαλμπέρ της Πράγας. Οι καλλιτέχνες ύμνησαν με όλα τα μέσα τον Άγιο αλλά κάποιοι νεότεροι είχαν άλλη άποψη για τον βίο και την πολιτεία του από ότι η επίσημη θρησκεία και η εξουσία.
Μέσα σε μια πολυθεματική στοά, τη Λουκέρνα, βρίσκεται μια παρωδία του αγάλματος, κρεμαστό από ένα θολωτό ταβάνι, που απεικονίζει τον πρώην Δούκα της Βοημίας τοποθετημένο σε ένα ανάποδο νεκρό άλογο με τη γλώσσα του να προεξέχει το δημιούργησε ο Ντέιβιντ Τσέρνι και απέχει λίγες εκατοντάδες μέτρα από το υμνητικό άγαλμα της ομώνυμης πλατείας του Αγίου Βεντεσλάου.
Ακόμα ο ήλιος δεν είχε προλάβει να ανατείλει και είχε μπλέξει με μερικά πειραχτήρια σύννεφα πάνω την κρατική όπερα και τον σταθμό των τρένων. Πήρα εγκάρσια πλατεία κι έφτασα στην οδό Vodičkova. Εύκολα βρήκα τη Λουκέρνα στοά. Δεν υπήρχε ψυχή γύρω. Η πόλη ακόμα δεν είχε ξυπνήσει καλά, καλά. Εγώ, μερικοί αργόσχολοι, λίγα κορίτσια από τη σκοτεινή πλευρά της πόλης και οι ηρωικοί οδοκαθαριστές κεντρίζαμε το κορμί της πόλης. Μπήκα κάπως δειλά, ήταν λίγο σκοτεινά και μύριζε και κάμποση υγρασία. Σήκωσα το βλέμμα το άλογο του Αγίου ανεστραμμένο με τη γλώσσα έξω κι ο Άγιος καθισμένος στην κοιλιά του. Το έργο είναι η ερμηνεία του Τσέρνι για τα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Μια εκδοχή λέει, ότι είναι συμβολικό έργο προς τους σύγχρονους Τσέχους που δεν σέβονται πλέον το ιστορικό τους παρελθόν και μια άλλη πως χλεύαζε τον ηγεμόνα, γιατί εκτός από Άγιος ήταν και ανόητος γιατί αποδείχτηκε ανίκανος να διατηρήσει την εξουσία του, να κρατήσει την αρχηγία του, ακόμα και να μείνει στη ζωή, γιατί ο αδελφός του, τον ξεγέλασε και του τα πήρε όλα με ένα δείπνο και λίγες μαχαιριές.
Έφυγα γρήγορα γιατί το όλο πράγμα μούλιαζε στην ειρωνεία, τον χλευασμό και τη ματαιοδοξία. Βγήκα στην πλατεία με σκοπό αφού διατρέξω την σπουδαία πλατεία από κοινωνικής, ιστορικής, και πολιτιστικής άποψης να φτάσω στο έτερον έργο του ίδιου καλλιτέχνη «Περιστρεφόμενο Κεφάλι του Φραντς Κάφκα».
Η σχέση του Φραντς Κάφκα με τη γενέτειρά του, την Πράγα, είναι ένα θέμα βαθιάς γοητείας και πολυπλοκότητας. Γεννημένος σε μια μεσοαστική εβραϊκή οικογένεια το 1883, τα χρόνια της διαμόρφωσης του Κάφκα ήταν βαθιά συνυφασμένα με το πολιτιστικό, κοινωνικό και αρχιτεκτονικό μωσαϊκό της Πράγας, που ήταν τότε ένας ακμάζων κόμβος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.
Εν κατακλείδι, η σχέση του Κάφκα με την Πράγα ήταν πολύπλευρη, περιλαμβάνοντας θέματα ταυτότητας, αποξένωσης και αστικής εμπειρίας. Μέσα από τις λογοτεχνικές του απεικονίσεις της πόλης, ο Κάφκα όχι μόνο συνέλαβε την ουσία της αινιγματικής γοητείας της Πράγας, αλλά και διερεύνησε τα οικουμενικά θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης και της αναζήτησης νοήματος σε έναν κόσμο γεμάτο ασάφεια και παραλογισμό.
Μέχρι να φτάσω στο «Περιστρεφόμενο Κεφάλι του Φραντς Κάφκα» με το ένα μάτι στο δρόμο με το άλλο στις σημειώσεις, μου χάρτινες και ηλεκτρονικές, διάβαζα για τον Κ. Πιθανόν ένα Κ κεφαλαίο αρκεί να καταλάβουμε όλοι για ποιόν μιλούμε ή γράφουμε χωρίς να υπάρχει περίπτωση παρεξηγήσεως ή παρανοήσεως. Η απόσταση στην ευθεία μπορεί να μην ξεπερνά τα πεντακόσια μέτρα αλλά με τον ανορθόδοξο τρόπο που «ταξίδευα» μπορεί να έκανα και μισή ώρα. Στη γωνία Palacenho και Jungmannova ένα περιστατικό με έβγαλε από τον κόσμο μου. Κάποιος μισομεθυσμένος, μισοπαλαβωμένος τραβολογούσε ένα κορίτσι από τη σκοτεινή πλευρά. Κράτησε λίγο το όλο σκηνικό, αλλά μου φάνηκε ότι πέρασαν αιώνες. Ασυναίσθητα κινήθηκα προς τον άντρα και την απελπισμένη γυναίκα. Τελικά το κορίτσι δεν είχε ανάγκη κανέναν, καταφέρνει στο διώκτη της μια με την τσάντα και ο τυπάς έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια. Παραπάτησε και στυλώθηκε στην τζαμαρία του Rosetta Palace, ενός κτιρίου art nouvau από τα πολλά της Πράγας. Η κοπέλα απομακρύνθηκε, ταραγμένη κι εγώ σιγά, σιγά ήρθα στα ίσα μου. Ο τύπος προσπαθούσε να ζυγοσταθμιθεί ανάμεσα στις απαιτήσεις του από τον κόσμο που ξυπνούσε και τα βαθιά του σκοτάδια που τον τύλιγαν σαν πανωφόρι.
Μια αχτίδα καθαρή σαν βέλος από τα μέρη του Ήλιου ήρθε και πλημμύρισε το τεμαχισμένο, μεταλλικό, μεταμορφωμένο «Περιστρεφόμενο Κεφάλι του Φραντς Κάφκα».
Στο επίκεντρο του λογοτεχνικού έργου του Κάφκα βρίσκεται η Μεταμόρφωση (1915), μια νουβέλα που τον ανέδειξε σε λογοτέχνη. Αυτό το κομβικό έργο παρουσιάζει τον Γκρέγκορ Σάμσα, έναν πλανόδιο πωλητή που ξυπνάει ένα πρωί και ανακαλύπτει ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα γιγάντιο έντομο. Μέσα από αυτή τη σουρεαλιστική μεταμόρφωση, ο Κάφκα εξερευνά θέματα αποξένωσης, ταυτότητας και παραλογισμού της ύπαρξης. Η μεταμόρφωση του Γκρέγκορ συμβολίζει την απομόνωση και την αποξένωση που αντιμετωπίζουν τα άτομα σε έναν αδιάφορο και μπερδεμένο κόσμο.
Η Δίκη (1925) του Κάφκα εξετάζει περαιτέρω τον υπαρξιακό τρόμο και τον παραλογισμό της γραφειοκρατίας. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τον Josef K., έναν άνδρα που βρίσκεται παγιδευμένος σε ένα μπερδεμένο νομικό σύστημα αφού κατηγορείται για ένα απροσδιόριστο έγκλημα. Η απεικόνιση από τον Κάφκα του καταπιεστικού νομικού μηχανισμού και της ασύλληπτης φύσης της ενοχής αποκαλύπτει τη βαθιά δυσπιστία του απέναντι στην εξουσία και τον στοχασμό του για την ανθρώπινη κατάσταση.
Η γλυπτή αυτή κατασκευή, φτιαγμένη από μεταλλικές φέτες και ένα σύνθετο μηχανισμό, μπορούσε να κάνει διάφορες κινήσεις πριν καταλήξει στη μάλλον σκοτεινή μορφή του Μεγάλου Κ. Πολλοί τη σύνθεση την έχουν θεωρήσει γεμάτη ευκολίες, λίγο εξυπνακίστικη, πολύ pop που δεν αποτυπώνει το πνεύμα και το έργο του σπουδαίου Κ.
Στον Πύργο (1926), ο Κάφκα εμβαθύνει στην υπαρξιακή αβεβαιότητα μέσα από την ιστορία του Κ., ενός τοπογράφου - χωρομέτρη που καλείται σε ένα μακρινό χωριό για μια ασαφή και μυστηριώδη αποστολή. Παγιδευμένος σε μια διαρκή κατάσταση ασάφειας, ο Κ. παλεύει με την άπιαστη φύση της εξουσίας, της ταυτότητας και του ανήκειν, ενσαρκώνοντας τη διαρκή εξερεύνηση του παράλογου της ανθρώπινης ύπαρξης από τον Κάφκα.
Η Αμερική (1927), περιγράφει την παράξενη περιπλάνηση του δεκαεξάχρονου Ευρωπαίου μετανάστη Καρλ Ρόσμαν ο οποίος αναγκάστηκε να πάει στη Νέα Υόρκη για να γλιτώσει από το σκάνδαλο της σεξουαλικής επίθεσης από μια υπηρέτρια. Η ιστορία ακολουθεί το ταξίδι του νεαρού μετανάστη καθώς περιηγείται στο μπερδεμένο τοπίο των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέσα από τις εμπειρίες του Καρλ, ο Κάφκα εξετάζει τα θέματα του εκτοπισμού, της αφομοίωσης και της αναζήτησης νοήματος σε έναν χαοτικό και αλλοπρόσαλλο κόσμο.
Ο Κάφκα μίλησε συνοπτικά για ό,τι έμελλε να κυριαρχήσει στον 20ο αιώνα: για την απομόνωση και το άγχος του ανθρώπου μπροστά σε ανώνυμες και απατηλές δυνάμεις, για τον φόβο απέναντι σε παράλογα γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο, για τη δίψα για ελευθερία που μπορεί να ξεπεράσει κάθε όριο. Όπως, όμως, σημειώνει ο βιογράφος του συγγραφέα Νίκολας Μάρεϊ «εκεί όπου όλες οι κριτικές του Πύργου αποτίουν από κοινού φόρο τιμής, είναι η άπειρη υποβλητικότητα και η υπαινικτικότητα του μυθιστορήματος. Ο Κάφκα ήταν μέγιστος μάστορας στο να παρατείνει την αμφισημία και την αβεβαιότητα, με τη διαυγέστερη στην τελειότητά της πρόζα».
Μετά τους καθρεφτισμούς, τις αναλαμπές και τα παιχνιδίσματα με την κατασκευή – προτομή του Κ. πήρα το μικρό δρομάκι της Charvátova και βγήκα στη Jungmannova κι από εκεί στην όμορφη και περιποιημένη πλατεία Pomník Josefa Jungmanna και το Άγαλμα του Γιόζεφ Τζανγκμαν. Μετά χώθηκα στο δρομάκι της Října κι από κει βγήκα στην πλατεία Můstek, από κάτω βράζει ο κεντρικότερος πιθανόν σταθμός του μετρό της πόλης. Πήρα μετά τη Na Můstku με τα μαγαζιά και τα φαγάδικα και χώθηκα στη νοητή ευθεία της Melantrichova στην οποία συνεχίζονται τα τουριστικά και τα καφέ. Από δω κι από κει ξεκινούσαν πλακόστρωτα στενάκια και χάνονταν στο βάθος των υποσχέσεων. Ακόμα δεν είχε φτάσει το λεφούσι των τουριστών. Όμως οι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης άρχιζαν να κινούνται στα στενά της Πράγας. Είναι αλήθεια ότι πριν το πρώτο φως της ημέρας οι πόλεις μοιάζουν με τις γυμνές γυναίκες, είναι θεσπέσιες. Δεν με χαλάει κι όταν λίγο αργότερα η πόλη παίρνει ζωή με την εμφάνιση των κατοίκων της. Από τις 7-8 που δραστηριοποιούνται οι κάτοικοι όλα είναι όμορφα με μέτρο και ρυθμό. Μετά τις 10-11, όμως, που κατεβαίνουν οι ορδές των τουριστών και κατακλύζουν τα σοκάκια, τις πλατείες, την ηρεμία και την ησυχία της πόλης, καλύτερα να φεύγεις μακριά. Πολλές φορές χρησιμοποιούσα αυτές τις ώρες για να πάω σε μια κοντινή πόλη ή να τρυπώσω σε κάνα μουσείο.
Διέσχιζα τη Melantrichova λοξοκοιτώντας τα μικρά μαγαζάκια που τανύζονταν στο φως του ήλιου και μύριζα τα αχνιστά κρουασάν και ένα ντόπιο ψωμο-γλύκισμα που σκόπευα να τσακίσω λίγο αργότερα. Τώρα όμως βιαζόμουν να προλάβω την πρωινή «παρέλαση» του Αστρονομικό ρολογιού της Πράγας.
Από τις εκβολές της Melantrichova χύθηκα στην πλατεία, κατάφατσα στο ρολόι και δίπλα από την πρώτη κατοικία του Φραντς Κάφκα.
Η σχέση του Φραντς Κάφκα με την Πράγα ήταν βαθιά αμφίσημη, αντικατοπτρίζοντας την εύθραυστη σχέση του με την ίδια του την ταυτότητα. Ζώντας σε μια πόλη που χωριζόταν από την τσεχική, τη γερμανική και την εβραϊκή κοινότητα, ο Κάφκα βρισκόταν σε έναν οριακό χώρο ως γερμανόφωνος Εβραίος. Ήταν μέλος της πνευματικής ελίτ της Πράγας, αλλά ένιωθε αποξενωμένος από τους κυρίαρχους πολιτιστικούς κύκλους της, όπου ο αντισημιτισμός και ο αυξανόμενος εθνικισμός βάθαιναν το αίσθημα αποξένωσής του. Η Πράγα, με τους δαιδαλώδεις δρόμους της, τους γοτθικούς πύργους και την αινιγματική της αύρα, αποτέλεσε τόσο σκηνικό όσο και πρωταγωνιστή στο λογοτεχνικό σύμπαν του Κάφκα.
Όσο κι αν αδημονούσα να ανοίξουν οι θύρες και ν’ αρχίσει η παρέλαση με τις φιγούρες του αστρονομικού ρολογιού, τίποτα έφτασε η ώρα 8, 8 και 5 και τέταρτο αλλά ούτε φωνή ούτε ήχος ούτε ακρόαση. Είχαν κρεμαστεί τα χέρια μας με τα κινητά σε ετοιμότητα να βιντεοσκοπήσουμε το γεγονός αλλά τίποτα. 5-6 τύποι από τα βάθη της Ασίας είχαν την ίδια κακή πληροφόρηση με εμένα κι μείναμε με τα κινητά μετέωρα. Το είδα την επόμενη σε πλήρη λειτουργία το ρολόι, το παλαιότερο του είδους του παρακαλώ, αλλά για σήμερα η απόπειρα είχε αποτύχει οικτρά. Τράβηξα μερικές φωτογραφίες το υπέροχο παλιό δημαρχείο, το σπίτι του Κάφκα και το Μέγαρο Κίνσκι απέναντι από το δημαρχείο, το οποίο κάποτε ήταν δημοτικό σχολείο και στο οποίο μαθήτευσε ο Φραντς Κάφκα. Όλα αυτά μέσα στην πρωινή δροσιά έπαιρναν μεταφυσικά, ανατριχιαστικές διαστάσεις. Χαμογελούσα, λίγο απόκοσμα και έκανα όλα τα βήματα που έκανε ο μικρός Φραντς από το σπίτι του ίσαμε το σχολείο, είχα την αίσθηση ότι τον κρατούσα κιόλας από το δεξί του χέρι.
Τα γραπτά του Κάφκα συχνά διαπνέονται από το πνεύμα των δαιδαλωδών δρόμων και της καταπιεστικής αρχιτεκτονικής της πόλης. Στα έργα του, οι γοτθικοί πύργοι και τα σκιερά σοκάκια της Πράγας εξελίσσονται σε μεταφορές για τον υπαρξιακό τρόμο που διαπερνούσε τη ζωή του. Η αποξένωση που ένιωθε ως Εβραίος σε έναν γερμανόφωνο κόσμο γίνεται έκδηλη στην απεικόνιση χαρακτήρων παγιδευμένων σε γραφειοκρατικούς λαβύρινθους, με επιτομή τη Δίκη και το Κάστρο. Αυτές οι ιστορίες ατελείωτων, παράλογων αγώνων με αόρατες δυνάμεις αντανακλούν την αντίληψη του Κάφκα για μια αδιάφορη, αδιαφανή κοινωνία, αδιάφορη για τη δυσχερή θέση του ατόμου.
Παρά ταύτα, ο Κάφκα δεν αποστασιοποιήθηκε ποτέ εντελώς από την Πράγα. Η πόλη αποτέλεσε όχι μόνο το σκηνικό αλλά και τον συναισθηματικό και φιλοσοφικό πυρήνα του λογοτεχνικού του σύμπαντος. Η πολύπλοκη σχέση του με την εβραϊκή ταυτότητα -πηγή υπερηφάνειας αλλά και εσωτερικής σύγκρουσης- απηχούσε τα παράδοξα της σύνδεσής του με την Πράγα. Η πόλη ήταν ταυτόχρονα μούσα και φυλακή, ένας χώρος όπου βίωσε επισφάλειες σχετικά με την ανθρώπινη αδυναμία, την απομόνωση και τον παραλογισμό της ύπαρξης. Η βαθιά κατανόηση του Κάφκα για την πόλη του, που χαρακτηρίζεται από τις αντιφάσεις της, τροφοδότησε τη μοναδική λογοτεχνική του φωνή.
Έφερα ένα γύρο το γλυπτό του Γιαν Χους και του μαρτυρικού λαού που τον ακολουθούσε και εκτροχιάστηκα από την Παλαιά Πλατεία προς την οδό Dlouhá και την εβραϊκή συνοικία (Γιόζεφοβ) της πόλης. Έστριψα αριστερά την οδό Dušní και σιγά, σιγά έμπαινα στα σωθικά της συνοικίας που είναι ένα πλούσιο μωσαϊκό εβραϊκής ιστορίας και πολιτισμού, βαθιά συνυφασμένο με τη ζωή και την κληρονομιά του Φραντς Κάφκα. Πέρασα από την πίσω μεριά του St. Salvator. Από δεξιά ξεχυνόταν ο ήλιος και αφού στέγνωσε τα υπολείμματα της νυχτερινής δροσιάς καβάλαγε τα δίπατα εβραϊκά σπίτια και τις όμορφες μικρές πολυκατοικίες. Από αριστερά μέσα από τα παράθυρα της εκκλησίας ξεχυνόταν μια απόκοσμη θεία μουσική. Κοντοστάθηκα και διάβασα στα γρήγορα. Το 1581, ο αρχηγός του γειτονικού εβραϊκού γκέτο, Mordechai Maisel δώρισε 100 τάλερ για να χτιστεί η εκκλησία, κάτι που μαρτυρεί μια εντελώς άνευ προηγουμένου ατμόσφαιρα και την ειρηνική συνύπαρξη διαφορετικών θρησκειών στη Ρουντολφινική Πράγα. Ξεκόλλησα επιτέλους και συνέχισα την οδό Dušní. Μια παρέα γαλλιδούλες έσβησαν με τα γέλια τους τη μουσική που με ακολουθούσε από την εκκλησία. Οι τουρίστες σκέφτηκα άρχισαν να σκάνε μύτη. Βέβαια τα κορίτσια ήταν από όλες τις απόψεις οι πιο όμορφες εκδοχές του τουρισμού. Βάδιζαν, γελούσαν, πειραζόντουσαν και σπάγαν το τσόφλι του πρωινού, με μαγική αλλά ολόγιομη αυταρέσκεια και απόλυτο δίκιο, το δίκιο της ομορφιάς. Υποπτευόμουν ότι είχαμε τον ίδιο προορισμό και δεν άργησα να επιβεβαιωθώ. Ανάμεσα στην Ισπανική Συναγωγή και τον ναό του Αγίου Πνεύματος υπάρχει μια μικρή ανάσα πλατείας που φιλοξενεί ένα σημαντικό τοπόσημο για τους λάτρεις του Κάφκα στην εβραϊκή συνοικία είναι το μνημείο του Φραντς Κάφκα, ένα εντυπωσιακό, σουρεαλιστικό γλυπτό του Τσέχου καλλιτέχνη Jaroslav Róna. «Ο καθαρά παθητικός αναγνώστης, που έχει διαμορφωθεί από τη μυθιστορηματική παράδοση… δεν μπορεί να πάρει πολλά από τον Κάφκα. Μόνον ο αναγνώστης, ο οποίος, για οποιονδήποτε λόγο, βρίσκεται και ο ίδιος σε αναζήτηση της αλήθειας, θα ξέρει να πάρει κάτι από τον Κάφκα». Με έλουζαν τα λόγια της Χάνα Άρεντ καθώς έγλειφα με το βλέμμα το γλυπτό.
Το γλυπτό αυτό, που βρίσκεται εκεί που συναντιούνται οι δρόμοι Dušní και Vězeňská, απεικονίζει τον Κάφκα να ιππεύει στους ώμους μιας γιγάντιας, ακέφαλης φιγούρας, θυμίζοντας τα θέματά του για την αποξένωση, την υπαρξιακή αγωνία και το παράλογο. Το άγαλμα συμβολίζει τη δύσκολη σχέση του Κάφκα τόσο με την πόλη όσο και με την ταυτότητά του - στέκεται στην καρδιά του Γιόζεφοβ και μοιάζει με φόρο τιμής στην πάλη του Κάφκα με την ταυτότητα, τη θρησκεία και το ανήκειν.
Πέρα από τα λογοτεχνικά του επιτεύγματα, η ζωή του Κάφκα σημαδεύτηκε από μια βαθιά αίσθηση αποξένωσης και απομόνωσης. Ως γερμανόφωνος Εβραίος που ζούσε στην Πράγα, ο Κάφκα κατοικούσε στους οριακούς χώρους μεταξύ πολιτισμών, γλωσσών και ταυτοτήτων. Η τεταμένη σχέση του με τον αυταρχικό πατέρα του, Χέρμαν Κάφκα, και οι αγώνες του με τη σωματική και συναισθηματική υγεία υπογράμμισαν περαιτέρω την αίσθηση του εκτοπισμού και της αποσύνδεσης από τον κόσμο γύρω του.
Μέχρι να δω και να φωτογραφίσω το γλυπτό, να ρίξω και μια ματιά στη Συναγωγή και τον αντικρινό Ναό, η κοριτσίστική ομήγυρις χάθηκε. Κοίταξα αριστερά, δεξιά, έστησα αυτί μπας και ακούσω το γάργαρο γέλιο τους αλλά τίποτα. Ήδη τα αυτοκίνητα στους δρόμους είχαν πυκνώσει και οι ορδές των τουριστών καταλάμβαναν κάθε γωνιά της πόλης.
Το φθινόπωρο του 1921, μετά την επιστροφή του στην Πράγα από το σανατόριο της Σλοβακίας, ο Κάφκα έγραψε ένα σημείωμα με αποδέκτη τον Μαξ Μπροντ, καταγράφοντας την επιθυμία του να καταστρέψει ό,τι υπήρχε «σε ημερολόγια, χειρόγραφα, επιστολές άλλων και δικές μου, σχεδιάσματα και τα λοιπά, να καούν ανελλιπώς και χωρίς να διαβαστούν, καθώς επίσης και όλα όσα έχω γράψει ή σχεδιάσει [...]». Ο Μπροντ αγνόησε το αίτημα του, χρησιμοποιώντας ως βασικό επιχείρημα το ότι όταν ο Κάφκα ζητούσε κάτι τέτοιο, γνώριζε κατά βάθος ότι δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί μία τέτοια απαίτηση. Μετά το θάνατο του Κάφκα, ετοίμασε την έκδοση των μυθιστορημάτων Ο πύργος (1925), Η δίκη (1925) και Αμερική (1927), έργα που θεωρούνται ουσιαστικά ημιτελή.
Η γραφή του Κάφκα ξεπερνά τα όρια του χρόνου και του τόπου, μιλώντας για την παγκόσμια ανθρώπινη κατάσταση με ένα απαράμιλλο βάθος διορατικότητας και ενσυναίσθησης. Η πεζογραφία του, η οποία χαρακτηρίζεται από λιτότητα και ακρίβεια, διαθέτει μια αλλόκοτη ικανότητα να προκαλεί τα βαθύτερα βάθη συναισθημάτων και ενδοσκόπησης. Οι δαιδαλώδεις αφηγήσεις του Κάφκα προσκαλούν τους αναγνώστες να ξεκινήσουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας, παλεύοντας με τα θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξης που βρίσκονται στον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας.
Πήρα την οδό Široká έστριψα δεξιά την Pařížská κι έφτασα στην παλαιότερη ενεργή συναγωγή της Ευρώπης. Ένα ταπεινό κτήριο γεμάτο πόνο, αίμα και ιστορία. Λίγα μέτρα από εκεί βρίσκεται το Παλαιό Εβραϊκό Κοιμητήριο. Η εβραϊκή καταγωγή του Κάφκα έπαιξε πολύπλοκο ρόλο στη ζωή του. Αν και δεν ήταν θρήσκος, μεγάλωσε μέσα στην παραδοσιακή εβραϊκή κουλτούρα της Πράγας, νιώθοντας ταυτόχρονα συνδεδεμένος και αποξενωμένος από αυτήν. Αυτή η αμφιθυμία αντικατοπτρίζεται συχνά στο συγγραφικό του έργο, όπου τα θέματα της ενοχής, της αποξένωσης και της αναζήτησης νοήματος βρίσκονται στο επίκεντρο. Στο Νέο Εβραϊκό Νεκροταφείο, βρίσκεται η ταπεινή ταφόπλακα του Κάφκα, όπου θάφτηκε το 1924 μαζί με τους γονείς του, Χέρμαν και Τζούλι Κάφκα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Κάφκα στις 3 Ιουνίου 1924, σε ηλικία 40 ετών, η θέση του στην παγκόσμια λογοτεχνία εδραιώθηκε. Τα έργα του αποτέλεσαν αντικείμενο εκτεταμένης ανάλυσης και ερμηνείας, εμπνέοντας αμέτρητους συγγραφείς, καλλιτέχνες και στοχαστές από γενιά σε γενιά. Η επιρροή του Κάφκα εκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια του λογοτεχνικού κόσμου, διαπερνώντας τη λαϊκή κουλτούρα και επηρεάζοντας κινήματα τόσο διαφορετικά όσο ο υπαρξισμός, ο υπερρεαλισμός και ο μεταμοντερνισμός.
Στην εξερεύνηση του παραλογισμού της ύπαρξης, της τυραννίας της γραφειοκρατίας και της αδιάκοπης αναζήτησης νοήματος σε ένα αδιάφορο σύμπαν, ο Κάφκα μας καλεί να αντιμετωπίσουμε τα θεμελιώδη ερωτήματα που βρίσκονται στην καρδιά της ανθρωπιάς μας. Μέσα από τα λόγια του, μας καλεί να κοιτάξουμε στην άβυσσο της ίδιας μας της ύπαρξης και να βρούμε παρηγοριά στην κοινή εμπειρία της θνητότητάς μας. Η κληρονομιά του Κάφκα δεν είναι απλώς η κληρονομιά ενός συγγραφέα αλλά ενός οραματιστή στοχαστή που συνεχίζει να μας προκαλεί και να μας εμπνέει να αντιμετωπίζουμε τα αινίγματα της ύπαρξής μας με θάρρος, συμπόνια και ταπεινότητα.
Περπατούσα με κατεβασμένο το κεφάλι, τα χέρια τις τσέπες, έναν ταλαιπωρημένο οδηγό στη μασχάλη και την αισιοδοξία μου σπαρμένη στα πέτρινα δάπεδα ενός υπέροχου U που δημιουργούσε η οδός Starého Hřbitova. Ένιωθα σαν ένα βαθιά ηττημένος χωρομέτρης, χωρίς σκοπό και στόχο. Κινήθηκα να βγω στο ποτάμι. Κάτι με έπνιγε, κάτι μου στερούσε τον αέρα, κάτι δεν με άφηνε να ελέγξω καλά, καλά τις κινήσεις και το κορμί μου. Ένας θρυμματισμένος τοπογράφος, πέρα από το χώρο και το χρόνο, αισθανόμουν και βιάστηκα να βγω στη δροσιά του Μολδάβα. Αυτός χωρίς καμιά συμπόνια, χωρίς ούτε μια έγνοια κυλούσε βόρεια μέχρι να χυθεί στον Έλβα και να συνεχίσουν παρέα το ταξίδι τους για τη θάλασσα. Ξαφνικά γέλια έσπασαν την ησυχία, γέμισαν τον τόπο κι απλώθηκαν μέχρι πέρα. Πίσω από την όπερα Ρουντολφίνουμ ξεπρόβαλλε η κοριτσίστικη παρέα με τις γαλλιδούλες κι ο τόπος απέκτησε νόημα. Όλα μπήκαν στη θέση τους. Το πέταγμα του ήλιου πάνω από την όμορφη πλατεία που φέρει το όνομα του ήρωα Γιαν Πάλαχ, το φως που έλουζε το άγαλμα του Αντονίν Ντβόρζακ, η ροή του ποταμού στο ταξίδι του για τη Βόρεια Θάλασσα, ακόμα και η ανόητη αισιοδοξία μου που ήρθε και κούρνιασε στους ώμους μου για όλη την επόμενη μέρα.