Καθώς ο άξονας Μόσχας – Πεκίνου ευθυγραμμίζεται όλο και περισσότερο απέναντι στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, ο αγώνας για το παγκόσμιο γεωπολιτικό πλεονέκτημα έχει επεκταθεί πλέον και σε ένα νέο πεδίο, παλαιότερα αποκλεισμένο από τους πάγους: την Αρκτική.
Όταν αμερικανικά μαχητικά αναχαίτισαν δύο ρωσικά και δύο κινεζικά βομβαρδιστικά στην Αμερικανική Ζώνη Αναγνώρισης Αεράμυνας (ADIZ) πάνω από την Αλάσκα τον περασμένο Ιούλιο, η άνευ προηγουμένου κίνηση έφερε στο προσκήνιο αυτήν την ολοένα και πιο διεκδικητική και επεκτατική συνεργασία. Και ενώ το Πεκίνο και η Μόσχα εργάζονται για περισσότερο από μια δεκαετία ώστε να δημιουργήσουν μια στρατηγική βάση στην περιοχή, η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες μόλις πρόσφατα άρχισαν να συνειδητοποιούν την απειλή.
Αρχικά πρέπει να τονιστεί πόσο σημαντική θα μπορούσε να είναι η Αρκτική για τη Ρωσία αναφορικά με τη διατήρηση μιας εν δυνάμει απειλητικής πυρηνικής στάσης έναντι των ΗΠΑ. Σε μια δυνητική πυρηνική σύγκρουση, η Μόσχα πιθανότατα θα μπορούσε να εκτοξεύσει βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς από υποβρύχιες βάσεις κοντά στη χερσόνησο Κόλα μέσω του ελλιπώς ελεγχόμενου εναέριου χώρου πάνω από τη Γροιλανδία. Λόγω της χαμηλής ορατότητας στην Αρκτική, οι αμερικανικές δυνάμεις δεν θα είχαν το χρόνο να προετοιμαστούν κατάλληλα για να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν το χτύπημα.
Η Ρωσία αναπτύσσει τις δυνάμεις της στην Αρκτική από την εποχή της εισβολής στην Κριμαία το 2014. Σε αυτήν την προοπτική, το λιώσιμο των θαλάσσιων πάγων παρουσιάζει τεράστιες ευκαιρίες και προκλήσεις για τη χώρα. Από τη μια πλευρά, η οικονομική σημασία της αρκτικής ακτογραμμής της Ρωσίας αυξάνεται λόγω της δυνατής εμπορικής χρήσης της εφικτής πλέον ναυτιλιακής διαδρομής, επιτρέποντας στη Μόσχα να επωφεληθεί από την παροχή συντομότερων διαδρομών σε εμπορικά πλοία που μεταφέρουν φορτία μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Ωστόσο, περισσότερη κίνηση σημαίνει επίσης ότι απειλείται περισσότερο τώρα ο έλεγχος της Ρωσίας στην τεράστια αρκτική ακτογραμμή της, η οποία εκτείνεται από τη Θάλασσα του Μπάρεντς στα δυτικά έως το Βερίγγειο Πορθμό στα ανατολικά.
Έχοντας θέσει σε λειτουργία ένα πυκνό δίκτυο αεράμυνας, αεροπορικής υποστήριξης και χερσαίων δυνάμεων στις βάσεις του Βόρειου Στόλου, η Ρωσία στοχεύει να διαθέτει τον πλήρη έλεγχο της ναυσιπλοΐας στη χερσόνησο Κόλα ώστε να προστατεύει τη στρατηγική ναυτική της δύναμη που σταθμεύει εκεί και να διατηρεί ανοιχτή όλο το χρόνο την πρόσβαση του στόλου προς τον Ατλαντικό. Έχει επίσης επενδύσει πολύ στην εξέλιξη κατευθυνόμενων πυραύλων ακριβείας που θα μπορούν να απειλήσουν μακρινούς στόχους χωρίς να χρειάζεται να αναπτύξει παραδοσιακές ναυτικές ή αεροπορικές δυνάμεις.
Επιπλέον, για τη συντήρηση και λειτουργία μιας στρατηγικής υποβρύχιας δύναμης κοντά στην Αλάσκα χωρίς να εξαρτάται από τις ναυπηγικές εγκαταστάσεις του Βόρειου Στόλου στο άλλο άκρο της Ευρασίας, η Ρωσία έχει κατασκευάσει νέα υποβρύχια καταφύγια και εγκαταστάσεις επισκευής και συντήρησης νότια του Βερίγγειου Πορθμού, κοντά στο Βλαδιβοστόκ.
Ο ρόλος της Κίνας
Παράλληλα, στο πλαίσιο της περιφερειακής πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας με τη Μόσχα, η Κίνα έχει ενισχύσει τη σύνδεση του πολικού Δρόμο του Μεταξιού με τη ρωσική Αρκτική, επενδύοντας σε υποδομές, ενώ με την ενίσχυση της ικανότητας της Ρωσίας να απειλεί τις ΗΠΑ από το Βορρά, αποσπά μέχρι κάποιο βαθμό την προσοχή των Δυτικών συμμάχων από της περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Οι κινέζικοι δορυφόροι, τα μη επανδρωμένα υποβρύχια σκάφη και τα ερευνητικά πλοία δίνουν στο Πεκίνο τη δυνατότητα να παρακολουθούν επαρκώς τις ναυτιλιακές διαδρομές και να χαρτογραφήσουν τον βυθό της Αρκτικής, μελετώντας επίσης τις κινήσεις του θαλάσσιου πάγου και των αέριων μαζών.
Ρωσικές και κινέζικες εταιρείες προωθούν συνεργασίες για την κατασκευή υποδομών και πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων που θα μπορούν να διαπλέουν την αρκτική διαδρομή όλο το χρόνο, που επιπλέον θα δίνουν τη δυνατότητα στη Μόσχα να παρακολουθεί και να ελέγχει κάθε δραστηριότητα κατά μήκος της αρκτικής ακτογραμμής και να προστατεύει καλύτερα τα ρωσικά στρατηγικά υποβρύχια.
Στη μεγάλη εικόνα, οι συνδυασμένες ρωσο-κινέζικες δυνατότητες σε θάλασσα, διάστημα και Διαδίκτυο στο παγωμένο πεδίο της Αρκτικής απειλούν σοβαρά τις αραιές υποδομές που διατηρεί το ΝΑΤΟ στην περιοχή. Η αντιμετώπισή τους απαιτεί τη συνεργασία των συμμάχων του Βορειοατλαντικού Συμφώνου στην περιοχή, όμως η βρετανική αμυντική βιομηχανία αυτή τη στιγμή απλά αγωνίζεται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου βάσει της συμφωνίας AUKUS με τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, η Φινλανδία και η Σουηδία επικεντρώνονται στην ασφάλεια της Βαλτικής Θάλασσας και η Ισλανδία βασίζεται στις ΗΠΑ για την άμυνά της.
Οι μόνοι νατοϊκοί σύμμαχοι που γειτνιάζουν με την Αρκτική και μοιράζονται σήμερα σημαντικά αυτό το βάρος ασφάλειας είναι ο Καναδάς, η Νορβηγία και η Δανία. Αν και αυτές οι χώρες έχουν δεσμευτεί να επεκτείνουν τα αποθέματά τους σε παγοθραυστικά, υποβρύχια, μη επανδρωμένα σκάφη και υποδομές επικοινωνιών και δεδομένων, είναι επίσης αρκετά μικρά κράτη, με απαιτήσεις πολλές φορές αντικρουόμενες για την αμυντική συνεισφορά τους: η Δανία έχει μεγάλες αμυντικές ευθύνες στη Βαλτική Θάλασσα και πρέπει να διαφυλάσσει τις αμυντικές προτεραιότητες της Γροιλανδίας και των Νήσων Φερόε ώστε να διατηρεί την επιρροή της στις αποφάσεις που την επηρεάζουν άμεσα. Ο Καναδάς έχει ήδη δεσμεύσει μεγάλο μέρος του αμυντικού του προϋπολογισμού για την ανανέωση των οπλικών του συστημάτων και το Όσλο έχει ανακοινώσει την απόκτηση πέντε πολεμικών πλοίων και πέντε υποβρυχίων, χωρίς να έχει δεσμεύσει ακόμη μεγάλα ποσά για σκάφη που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν υποβρύχια στη δυτική Αρκτική.
Για το ΝΑΤΟ είναι ένα μεγάλο στοίχημα να διαμορφώσει ένα αποτελεσματικό σχέδιο άμυνας της Αρκτικής την επόμενη δεκαετία, το οποίο θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τη Ρωσία και την Κίνα.
Πηγή: Politico