Πίσω από τα «παίγνια» στατιστικών αναλύσεων, των αξιολογήσεων της οικονομίαςκαι του χρέους

 

Εν αναμονή των αξιολογήσεων από τον Καναδικό Οίκο DBRS και Moody’s εντός του Σεπτεμβρίου, εύλογα τίθεται ερωτήματα από κάποιον που δεν είναι οικονομολόγος. Ποια είναι η σωστή ανάγνωση του ύψους του χρέους της χώρας; Ίσως βέβαια να υπάρχουν δύο αναγνώσεις: Μία μακροπρόθεσμης ανάλυσης, που αφορά το χρέος σαν απόλυτο νούμερο (σήμερα 407 δις ευρώ, ενώ το 2012 ήταν 367 δις ευρώ) και μίας βραχυπρόθεσμης προσέγγισης, ενταγμένης στην βραχυπρόθεσμη δυναμική του ΑΕΠ, σύμφωνα με την οποία το χρέος στο τέλος του 2024 αναμένεται στο 174% του ΑΕΠ. Ερωτήματα που θα αναδειχθούν ποιο έντονα κατά την συζήτηση του προϋπολογισμού.

 

Δυστυχώς, με τις εκτιμήσεις ανάπτυξης το 2025 και ίσως το 2026, να οριοθετούν μέση αύξηση περίπου 2,2% (με μειωμένο πληθωρισμό), το ενδιαφέρον του πολίτη επικεντρώνεται στην πρώτη προσέγγιση του χρέους. Δηλαδή τα 407 δις ευρώ ως απόλυτο νούμερο.  Μπορεί με βάση τις παρεμβάσεις το 2012 από την ΕΕ να προσδιορίζεται ως χρέος αυτό της Γενικής Κυβέρνησης (352 δις ευρώ σήμερα). Μπορεί η διάρθρωσή του, καθώς και η περίοδος κατά την οποία η αποπληρωμές θα βαραίνουν περισσότερο τον προϋπολογισμό να αποτελούν το βραχυπρόθεσμο ζητούμενο για τους οίκους αξιολόγησης. Η αλήθεια όμως παραμένει, ότι με ρυθμούς ανάπτυξης όπως αυτοί αναμένονται, τοαπόλυτο ύψος του χρέους θα συνεχίσει να αυξάνεται.

 

Στην παρούσα φάση η ουσία των επισημάνσεων δενστοχεύουνστην ανάλυση της διάρθρωσης του χρέους σε Ομόλογα και Repos ή Δάνεια μηχανισμών στήριξης. Αυτά τα μεγέθη έχουν μία εν δυνάμει ελαστικότητα που είναι δυνατόν να προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες και την «διάθεση» ωραιοποίησης ή μη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αξιολογείται ως ρίσκο του ποιος κατέχει το βραχυπρόθεσμο χρέος (Repos) σε πρώτη φάση. Τις νέες εκδόσεις μακροπρόθεσμου χρέους σε δεύτερη.

 

Ας μην διαφεύγει της προσοχής μας – μετά από 15 χρόνια – πως κατά την κρίση του 2009 αναδείχθηκε η χρηματοδοτική στρεβλότητα της περιόδου κατά την οποία οι Ελληνικές τράπεζες κατείχαν δυσανάλογα μεγάλο τμήμα για τα πιστοδοτικά μεγέθη τους  ύψος κρατικών ομολόγων. Κατοχή που υφίστατο για πολλά χρόνια, καθώς επί της ουσίας ήλεγχαν τις διάθεση των εκδόσεων και την δευτερογενή αγορά με σημαντικά κέρδη για τους ισολογισμούς τους.

 

Θα σταθώ στην σημερινή εικόνα των 53 δις ευρώ Repos, με δεδομένη την σημαντική συμμετοχή του εγχώριου τραπεζικούσυστήματος. Το ζήτημα που τίθεται αφορά ένα άλλο επίπεδο. Κατά την άποψή μου θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως το «αντικλείδι» χρηματοδότησης του αναπτυξιακού ελλείματος της χώρας. Δηλαδή επί της ουσίας καλύπτει την διαφορά μεταξύ του υφιστάμενου και προβλεπόμενου ελάχιστου ρυθμού «συντήρησης» της ανάπτυξης (2,2%) και του αναγκαίου «δυναμικού» ρυθμού ανάπτυξης που θα ήταν δυνατόν να επιτύχει η χώρα κάτω από άλλης μορφής αναπτυξιακό σχεδιασμό.

 

Αυτό το «αναπτυξιακό κενό»πρέπει να αναλυθεί με βάση την αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά 1,7 δις το πεντάμηνο Ιανουάριος – Μάιος 2024, λόγω της ανησυχητικής διεύρυνσης του εμπορικού ελλείματος κατά 2,3 δις ευρώ το ίδιο διάστημα. Ένα «αναπτυξιακό έλλειμμα»,  που θα μπορούσε με μία απλή αντιστοίχιση να διαμορφώνεται μέσα από το συνολικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των 9,1 δις ευρώ.  Άλλωστε, με 2% μέση ανάπτυξη η επίτευξη επιπέδου ΑΕΠ προ κρίσης 2009 φαντάζει ως πρόκριμα ευγενούς πόθου.

 

Από την οπτική της σύντομης μικροανάλυσης, προκύπτει πως σε περίπτωση διεθνών κρίσεων, η χώρα δεν έχει αποκτήσει την «αμυντική αναπτυξιακή διάρθρωση» που θα της επιτρέπει να ξεπεράσει τους σκοπέλους. Η κύρια διαφορά των κρίσεων που αντιμετωπίζονται αλλά και αυτών που θα κληθεί η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει, είναι αυτές που πλέον εμφανίζονται σε κύκλους λίγων ετών. Διαρκούν δε πολύ λιγότερο από προγενέστερους κύκλους κρίσεων, απαιτώντας όμως δυναμικά αντανακλαστικά από τις οικονομίες και δυνατότητα ευέλικτων δομών αναζήτησης λύσεων. Στοιχεία που δεν έχει αναδείξει Ελληνική οικονομία, παρά την εμπειρία της κρίσης του 2009.

 

Ίσως δεν είναι τυχαία η τοποθέτηση της ομάδα στρατηγικής των επιτοκίωντης JPMorgan, ότι«παρότι εξακολουθεί να διατηρεί την εποικοδομητική της στάση για τις προοπτικές των ελληνικών ομολόγων και της χώρας, κλείνει το trade για τα ελληνικά δεκαετή ομόλογα έναντι των ιταλικών δεκαετών ομολόγων που είχε ανοίξει πέρυσι τον Νοέμβριο». Έστω και αν το ύψος συμμετοχής του επενδυτικού οίκου είναι μικρό, η σημειολογία της απόφασης είναι δεδομένη.

 

Εν αναμονή των αξιολογήσεων τον Σεπτέμβριο, η βαρύτητά τους, ανάλογα από την οπτική που επιλέγεταιαπό τούς οίκους αξιολόγησης θα αναδείξουν μίαδιπλή ανάγνωση: α) Προσεκτικές επισημάνσεις με θετικό πρόσημο – χωρίς άλματα αξιολόγησης – με σκοπό να υπάρξει δυνατότητα μελλοντικών αρνητικών «διορθωτικών» εκτιμήσεων σε περίπτωση που η οικονομία δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει μελλοντικές κρίσεις ή β)αξιολογήσεις με εμφανώς θετική προοπτική «επηρεαζόμενες» από διάθεσης εκ μέρους της κυβέρνησης ανάθεσης επενδυτικών έργων.

 

Σε κάθε περίπτωση, είναι καιρός η κυβέρνηση να μην εκλαμβάνει το «αξιόχρεο» ως περεταίρω στήριξη μίας συνεχιζόμενης στρεβλής χρηματοδότησης βραχυπρόθεσμης αναπτυξιακής στόχευσης και θετικών δεικτών. Ας μην διαφεύγει της προσοχής της ότι το «υποθηκευμένο» μαξιλάρι αποτελεί «ασφάλεια» μόνον σε περιόδους κρίσεων. Είναι καιρός η κυβέρνηση αποδεχόμενη την λανθασμένη βραχυπρόθεσμης στόχευσης αναπτυξιακή πολιτική, να αρχίσει να σχεδιάζει την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της οικονομίας.

 

Οι αξιολογήσεις των «οίκων» πολύ δύσκολα προσαρμόζονται στις θετικές προοπτικές, ενώ με ταχύτατη δυναμική στις αρνητικές, όσο και αν κυβερνητικοί παράγοντες θεωρούν ότι «κάποιοι εξακολουθούν να υποτιμούν την νοημοσύνη των πολιτών προωθώντας fakenew». Όσο και αν τα στατιστικά δεδομένα επιδέχονται ερμηνείες, καλόν θα είναι να «προσπαθήσει» η κυβέρνηση να μην καλύπτει την δύσκολη καθημερινότητα των πολιτών πίσω από «δείκτες ευημερίας» του οποίου δύσκολα θα κατανοήσει ο κάθε πολίτης που γυρίζοντας από τις ολιγοήμερες διακοπές του θα καλείται να γεμίσει το ψυγείο του, να πληρώσει το ρεύμα του και να καταβάλει την δόση του δανείου του. Εν αναμονή των αξιολογήσεων λοιπόν…