Ημέρες πολέμου...

Του Απόστολου Ι. Βουλδή

 

Ήταν η ώρα του μπάνιου. Έπρεπε όλα να χωρέσουν στην τσάντα. Από τα βατραχοπέδιλα του πατέρα , μέχρι οι πετσέτες και τα «δεύτερα» μαγιό , για να μη μείνουμε με τα «βρεγμένα».

Ξαφνικά ένας ακαθόριστος θόρυβος από συζητήσεις άρχισε να γίνει έντονος. Οι πόρτες των δωματιών του μικρού οικογενειακού ξενοδοχείου, του κυρ Ανδριανού, άνοιξαν και όλοι άρχισαν να μιλούν για πόλεμο!

Είχαμε ακούσει, τους δασκάλους να περιγράφουν στις μαθητικές τάξεις για όσα είχαν γίνει χρόνια πριν. Τώρα όμως τα ζούσαμε. Παντού άκουγες αυτή την λέξη, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσεις τις συνέπειές της.

Οι ένοικοι έτρεχαν αλλόφρονες, αναζητούσαν εναγωνίως ένα τηλέφωνο να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους. Να μάθουν τα νέα που ήδη κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. «Γίνεται επιστράτευση». Μια άγνωστη λέξη που δεν ήξερες την έννοιά της και πολύ περισσότερο τις συνέπειές της.

Η θειά από το δίπλα δωμάτιο φώναζε έχοντας απωλέσει κάθε ίχνος ψυχραιμίας. «Ο αδελφός μου φεύγει για τον πόλεμο» η κουβέντα της πάγωσε την οικογένεια. ‘Ολοι άρχισαν να τρέχουν χωρις σκοπό , χωρίς στόχο. Έπρεπε  να βρεθεί μεταφορικό μέσο για την έγκαιρη απομάκρυνση από την λουτρόπολη. Τέτοιες ώρες , όμως τέτοια λόγια. Άπαντες αυτό αναζητούσαν, καθώς τα ΙΧ εκείνη την εποχή ήταν είδος πολυτελείας.

Το μισογεμάτο φορτηγό με καρπούζια αποδείχθηκε «θείο δώρο» εκείνες τις ώρες.

Το ταξίδι ήταν μια περιπέτεια στα παιδικά μάτια. Τα άχυρα στην καρότσα , όπου είχαν στοιβαχτεί πολλές οικογένειες στροβιλίζονταν, Το κοντομάνικο πουκάμισο στο πρόσωπο ήταν η λύση κι ας έκαιγε το κορμί ο ήλιος..

Παιδικές θύμησες, 50 χρόνια μετά. Από έναν άνισο πόλεμο που διχοτόμησε έναν νησί.

Χρόνια μετά όταν ως επαγγελματίας βρέθηκες στο νησί της Αφροδίτης αρνήθηκες να περάσεις στα «κατεχόμενα». Τι να δεις άραγε, κατεστραμμένα σπίτια και ζωές;

 

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ