Αύξηση μέχρι 4% προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδας για τον κατώτατο μισθό από την 1η Απριλίου 2024, στα πλαίσια της διαβούλευσης της κυβέρνησης ενόψει των αποφάσεων της στις 22 Μαρτίου.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει το πόρισμα της ΤτΕ, αναφέρουν αποκλειστικές πληροφορίες του newsit.gr, «για το 2024, η μεταβολή των αμοιβών ανά μισθωτό αναμένεται να παραμείνει σε αντίστοιχα επίπεδα (+5,4%) για τους παραπάνω λόγους, καθώς και ως αποτέλεσμα της αύξησης των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων από τον Ιανουάριο του 2024 και της επαναφοράς των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών)».
Το ίδιο πόρισμα αναφέρει πως «η οικονομετρική ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος επιβεβαιώνει τα πορίσματα των προηγούμενων αντίστοιχων εκθέσεών της για την ύπαρξη σημαντικής διάχυσης της αύξησης του κατώτατου μισθού σε υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια.
Οι επιδράσεις διάχυσης είναι ιδιαίτερα έντονες σε μισθολογικά κλιμάκια που βρίσκονται κοντά στον κατώτατο μισθό. Εκτιμάται ότι, όπως και με τις προηγούμενες αυξήσεις του κατώτατου μισθού, για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού, ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα αυξάνεται κατά περίπου 0,4-0,5%.
Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται ότι το ποσοστό θέσεων εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό μειώθηκε σημαντικά το 2023, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού με αντίστοιχη αύξηση των θέσεων εργασίας στα κλιμάκια μηνιαίων αποδοχών 901-1.000 και 1.001-1.200 ευρώ.
Αυτό ενδεχομένως είναι μία ένδειξη στενότητας στην αγορά εργασίας, η οποία αντιδρά με μια μείωση των ευέλικτων μορφών εργασίας και με αυξήσεις μισθών πέραν του κατώτατου για την εξεύρεση εργατικού δυναμικού.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, τα τρία βασικά οικονομικά κριτήρια για την εκτίμηση του περιθωρίου μιας αύξησης του κατώτατου μισθού είναι η διαφύλαξη:
της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας,
της σταθερότητας των τιμών
της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων από τις πληθωριστικές πιέσεις.
Πιο αναλυτικά, η έκθεση της ΤτΕ επισημαίνει:
Ανταγωνιστικότητα
«Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών την περίοδο 2010-2018 επίσης σημείωσε σταδιακή βελτίωση στο πλαίσιο του εθνικού στόχου και των δεσμεύσεων των προγραμμάτων σταθεροποίησης και ανάπτυξης. Ωστόσο, η μεταπανδημική ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης και η ενεργειακή κρίση στη συνέχεια έχουν οδηγήσει σε μεγάλη επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστού του ΑΕΠ, εξέλιξη η οποία, αν και μετριάστηκε το 2023 λόγω υποχώρησης των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου, είναι απολύτως απαραίτητο να συνυπολογιστεί σοβαρά στις προτεινόμενες αυξήσεις του εγχώριου κόστους εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη την υψηλή ροπή προς εισαγωγές της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου.
Στην προαναφερθείσα θεαματική αύξηση της εξωστρέφειας και του λόγου εξαγωγών/ΑΕΠ έχει επανειλημμένα καταδειχθεί ο πολύ σημαντικός ρόλος της σοβαρής προσαρμογής και διόρθωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας τιμών και κόστους εργασίας κατά την περίοδο αυτή».
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, «ως προς τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, σύμφωνα με την κατάταξη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Ινστιτούτου IMD (World Competitiveness Ranking, 20 Ιουνίου 2023), η Ελλάδα έχασε δύο θέσεις στην συνολική κατάταξη, υποχωρώντας στην 49η μεταξύ 64 οικονομιών, θέση όπου βρισκόταν και το 2020.
Η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα βελτιώθηκε οριακά (53η από 55η θέση), αντισταθμίζοντας την οριακή υποχώρηση της αποτελεσματικότητας του ιδιωτικού τομέα (48η από 46η θέση). Ωστόσο, ως προς την (μακρο)οικονομική επίδοση κατατάχθηκε 7 θέσεις χαμηλότερα από ό,τι πέρυσι (58η από 51η θέση), κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της υπογεννητικότητας και του υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών».
Τιμές
«Ο γενικός πληθωρισμός στη διάρκεια του 2023 επιβραδύνθηκε σημαντικά, κυρίως λόγω της μεγάλης υποχώρησης των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Ωστόσο, ο γενικός δείκτης χωρίς την ενέργεια κατέγραψε υψηλούς ρυθμούς, λόγω των ανοδικών πιέσεων τόσο στα διατροφικά αγαθά όσο και στα βιομηχανικά αγαθά και τις υπηρεσίες.
Αναμένεται περαιτέρω αποκλιμάκωση του γενικού πληθωρισμού μέσα στο επόμενο έτος, αλλά οι γεωπολιτικές εξελίξεις δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας με έντονους ανοδικούς κινδύνους για τον πληθωρισμό», αναφέρει η ΤτΕ.